Υπάρχουν στιγμές στην παγκόσμια πολιτική που δεν γράφονται απλώς σελίδες ιστορίας, ανοίγονται βαθιές πληγές. Το εκκολαπτόμενο αμερικανορωσικό πλαίσιο για τον «τερματισμό» του πολέμου στην Ουκρανία, μια πρόταση που γεννήθηκε πίσω από κλειστές πόρτες μεταξύ αξιωματούχων της Ουάσινγκτον και της Μόσχας, δεν θυμίζει μόνο το Μόναχο του 1938, αλλά μπορεί σε βάθος χρόνου να αποδειχθεί χειρότερο. Τότε, τουλάχιστον, κανείς δεν προσποιήθηκε ότι υπερασπίζεται τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας. Σήμερα, το σχέδιο παρουσιάζεται ως ειρήνη, ενώ είναι μια επιβαλλόμενη υποταγή. Ένα σχέδιο «ειρήνης» που παραδίδει την Ουκρανία, ακυρώνει το διεθνές δίκαιο και θέτει σε δοκιμασία τις αξίες της Δύσης.
Το προσχέδιο, σύμφωνα με αυτά που διαβάζουμε, προβλέπει μια σειρά μέτρων που ουσιαστικά απογυμνώνουν την Ουκρανία από την ικανότητά της να σταθεί ως κυρίαρχο κράτος. Πρώτον, απαιτείται η μείωση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων σε περίπου 600.000 στρατιώτες, δηλαδή σχεδόν στο μισό του σημερινού μεγέθους τους. Δεν προβλέπεται καμία αντίστοιχη μείωση για τη Ρωσία. Η ανισορροπία είναι κραυγαλέα, μια άοπλη Ουκρανία δίπλα σε μια Ρωσία που διατηρεί ανέπαφο το οπλοστάσιό της δεν είναι σύστημα ασφάλειας, είναι συνταγή νέας εισβολής.
Δεύτερον, η Ουκρανία καλείται να αναγνωρίσει ως ρωσικά τα εδάφη που η Μόσχα έχει καταλάβει από το 2014 και μετά και πιθανώς να παραχωρήσει κι άλλα. Η Κριμαία, το Ντονμπάς, οι κατεχόμενες περιοχές, η βίαιη αλλαγή συνόρων μετατρέπεται σε «νόμιμη» πραγματικότητα.
Τρίτον, το σχέδιο επιβάλλει απαγόρευση ορισμένων ουκρανικών οπλικών συστημάτων, ειδικά εκείνων με εμβέλεια ικανή να πλήξει τη Μόσχα ή την Αγία Πετρούπολη. Δηλαδή, η Ουκρανία δεν μπορεί να πλήξει τον επιτιθέμενο ακόμη κι αν ξαναδεχθεί επίθεση. Ένας αμυνόμενος χωρίς δικαίωμα αντιποίνων είναι καταδικασμένος να ξαναματώσει και αυτή τη φορά χωρίς τη δυνατότητα στοιχειώδους αντίστασης.
Τέταρτον, το πιο ανησυχητικό, απαγόρευση ξένων στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος και περιορισμοί ακόμη και στη διπλωματική αεροπορική κυκλοφορία. Αναφορές κάνουν λόγο για απαγόρευση προσγείωσης ξένων διπλωματικών αεροσκαφών στην Ουκρανία. Αν επιβεβαιωθεί πλήρως, πρόκειται για σχεδόν αποικιακή ρύθμιση στον εναέριο χώρο μιας κυρίαρχης χώρας. Ποιος θα ελέγχει τι μπαίνει και τι βγαίνει από τον ουρανό της; Το ερώτημα αιωρείται πίσω από το σαρκαστικό χαμόγελο του δικτάτορα Πούτιν.
Πέμπτον, το σχέδιο ακουμπά ακόμη και την πολιτισμική ταυτότητα της χώρας, αναγνώριση των ρωσικών ως δεύτερης επίσημης γλώσσας και επαναφορά εκκλησιαστικών δομών που η Ουκρανία είχε καταργήσει, γιατί λειτουργούσαν ως εργαλεία προπαγάνδας και κατασκοπείας. Δεν πρόκειται για λεπτομέρειες. Είναι η προσπάθεια να ανασυσταθεί το ρωσικό πολιτισμικό αποτύπωμα στο ουκρανικό κράτος. Στον πόλεμο της ταυτότητας, αυτά τα μέτρα είναι πιο καταστροφικά κι από πυραύλους.
Αν αυτή η πρόταση παρουσιαζόταν από τη Ρωσία, θα τη θεωρούσαμε απλώς απαράδεκτη. Το γεγονός ότι φέρει αμερικανική σφραγίδα, με πρωτοβουλία του Ντόναλντ Τραμπ, την κάνει ακόμη πιο σκοτεινή. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, που κάποτε απειλούσε τη Ρωσία με «φωτιά και οργή», τώρα παρουσιάζει σχέδιο που ανταμείβει την ρωσική εισβολή με εδάφη και επιρροή. Είναι σαν να ζητά από την Ουκρανία να δεχθεί τη μοίρα της και από τη Δύση να κλείσει τα μάτια.
Στην Ευρώπη, οι αντιδράσεις είναι γεμάτες ανησυχία. Πολλές κυβερνήσεις βλέπουν ότι μια Ουκρανία ακρωτηριασμένη και ουσιαστικά ουδέτερη θα λειτουργήσει σαν ενδιάμεσος χώρος που λειτουργεί ως προστατευτικό στρώμα, αλλά προς όφελος της Ρωσίας. Η αποδοχή της κατοχής θα δημιουργήσει επικίνδυνο προηγούμενο. Η συλλογική ασφάλεια της Ευρώπης θα στηριχθεί σε πήλινα πόδια. Η Δύση, που κάποτε υπερασπιζόταν την αρχή ότι σύνορα δεν αλλάζουν με τη βία, τώρα φλερτάρει με την ιδέα να την εγκαταλείψει στο βωμό της «ειρήνης».
Ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι βρίσκεται ίσως στην πιο δύσκολη στιγμή της πολιτικής του ζωής. Από τη μία, αν απορρίψει το σχέδιο, κινδυνεύει να χάσει την αμερικανική υποστήριξη, σε μια στιγμή που η Ουκρανία την έχει ανάγκη όσο ποτέ. Από την άλλη, αν το αποδεχθεί, θα κατηγορηθεί ότι παρέδωσε τη χώρα του. Η θέση του θυμίζει ήρωα αρχαίας τραγωδίας που έχει δύο εξόδους, και οι δύο τον οδηγούν στο ίδιο σκοτεινό μονοπάτι.
Το ηθικό διακύβευμα είναι τεράστιο. Η διεθνής κοινότητα καλείται να αποφασίσει αν ο εκβιασμός μπορεί να βαφτιστεί ειρήνη, αν μια εισβολή μπορεί να γίνει νομιμότητα με την υπογραφή των μεγάλων δυνάμεων. Το σχέδιο Τραμπ – Ρωσίας δεν είναι ειρηνευτική συμφωνία. Είναι ένα πλαίσιο υποτέλειας. Είναι ένα κείμενο που θέλει να αντικαταστήσει το διεθνές δίκαιο με το δίκαιο του ισχυρού.
Κι όμως, τα κράτη κρίνονται όχι από τις νίκες τους, αλλά από τις επιλογές τους μπροστά στο άδικο. Η Ευρώπη έχει ακόμη την ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν είναι απλώς γεωγραφικός χώρος, αλλά αξιακή κοινότητα. Η ελπίδα πως η Ευρώπη δεν θα αποδεχθεί και θα ανατρέψει την επαίσχυντη προτεινόμενη συμφωνία με την οποία επιχειρείται η ταπείνωση της Ουκρανίας δεν είναι απλώς ευχή, είναι ανάγκη. Αν η Γηραιά Ήπειρος θέλει ακόμη να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα, πρέπει να θυμηθεί ότι οικοδομήθηκε πάνω στην άρνηση του εκβιασμού, στην προστασία του αδύναμου και στον σεβασμό των συνόρων που δεν αλλάζουν με τη βία. Η Ευρώπη έχει συχνά αμφιταλαντευτεί, έχει άλλοτε δειλιάσει και άλλοτε μπερδευτεί μέσα στα ίδια της τα συμφέροντα, όμως στις κρίσιμες στιγμές απέδειξε ότι μπορεί να σταθεί όρθια. Το στοίχημα σήμερα δεν είναι μόνο η Ουκρανία, είναι η ίδια η ηθική συνοχή της. Αν δεχθεί μια «ειρήνη» που επιβραβεύει την επιθετικότητα και καθιστά την κυριαρχία διαπραγματεύσιμο αγαθό, τότε θα έχει γυρίσει την πλάτη στις αξίες που επικαλείται δεκαετίες τώρα. Γι’ αυτό η ελπίδα επιμένει, η Ευρώπη μπορεί και οφείλει να υψώσει ανάστημα, όχι από ρομαντισμό, αλλά από ιστορική αυτοσυντήρηση. Να αποδείξει ότι υπάρχει ακόμη χώρος για δικαιοσύνη, ακόμη και όταν ο κυνισμός μοιάζει ο πιο εύκολος δρόμος. Μόνο έτσι θα αποφύγει να γίνει συνένοχος στη νομιμοποίηση του άδικου.
Η στάση της Ελλάδας απέναντι στο ουκρανικό δράμα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική όταν ιδωθεί υπό το πρίσμα της Κύπρου, όπου σχεδόν το μισό νησί παραμένει εδώ και δεκαετίες κάτω από την κατοχή της Τουρκίας. Εκεί, όπως και στην Ουκρανία, η βία χάραξε σύνορα με τη δύναμη των όπλων, κι όμως η ήπειρος που διακηρύσσει τις αξίες του διεθνούς δικαίου εξακολουθεί να υπομένει, να καθυστερεί, να σιωπά. Οι εγχώριες φιλοπουτινικές φωνές, τόσο από την αριστερή όσο και από την ακροδεξιά, υιοθετούν αφηγήματα που δικαιολογούν την επιθετικότητα, λες και δεν υπάρχει στον ελληνικό ορίζοντα μια Κερύνεια για να θυμίζει το τίμημα της ανοχής. Η Κύπρος λειτουργεί σαν καθρέφτης, δείχνει τι συμβαίνει όταν η Ευρώπη συνηθίζει το άδικο. Και υπενθυμίζει τι δεν πρέπει να επαναληφθεί στην Ουκρανία.
Η ειρήνη δεν είναι ποτέ δωρεάν. Αλλά δεν είναι και εκχώρηση ψυχής. Το σχέδιο αυτό δεν τερματίζει τον πόλεμο, απλώς τον παγώνει μέχρι να ξανανοίξει σαν πληγή. Η ιστορία έχει δείξει ότι όταν μια εισβολή ανταμείβεται, επαναλαμβάνεται. Κι έτσι το ερώτημα δεν είναι τι θα κάνει η Ουκρανία. Είναι τι θα ανεχθεί η Δύση. Και πόσο σκοτάδι μπορεί να χωρέσει μια υπογραφή.