Η Χάγη, ο Ροζάκης και οι... γνωστοί-άγνωστοι

Θανάσης Γεωργακόπουλος 06 Ιουλ 2020


Η πρόσφατη συνέντευξη του Χρήστου Ροζάκη συνοδεύτηκε από πολλές επιθέσεις εναντίον του επιφανούς καθηγητή -αρκετές από τις οποίες ιδιαίτερα ανοίκειες- και προξένησε εν γένει μεγάλο θόρυβο.

Ισχυρίζομαι πως οι αντιδράσεις αυτές δεν ήταν τυχαίες αλλά ενταγμένες στο σχεδιασμό συγκεκριμένων κύκλων και πως για να ερμηνευθούν δεν πρέπει να ξεχνάμε τη «μεγάλη εικόνα».

Η υπόθεση ξεκινά τον περασμένο χρόνο όταν με αφορμή την υπόθεση του τουρκολιβυκού μνημονίου και την εν γένει επιθετική και νεοοθωμανική συμπεριφορά της Τουρκίας, αναζωπυρώθηκε στον εσωτερικό δημόσιο διάλογο η ιδέα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η ιδέα, μάλιστα, ήταν πολλές φορές συνδυασμένη και ενταγμένη με μια στρατηγική Ελσίνκι 2, μιας νέας σχέσης, δηλαδή, ΕΕ.-Τουρκίας που θα περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά.

Την ανανέωση αυτής της παραδοσιακής ελληνικής ιδέας/πρότασης, η οποία, όμως, προωθήθηκε μόνο σε συγκεκριμένες περιόδους της μεταπολιτευτικής ιστορίας (Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κώστα Σημίτη), υποστηρίχθηκε τώρα από τον Ευ. Βενιζέλο, την Ντ. Μπακογιάννη και άλλα πολιτικά πρόσωπα, καθώς και από πολλούς από τον «αρμόδιο» επιστημονικό χώρο, με επιφανέστερο εξ αυτών τον Χρήστο Ροζάκη.

Στην ιδέα αυτή αντιπαρατέθηκε -είτε αμέσως είτε εμμέσως- το γνωστό και διακομματικό σωβινιστικό μπλόκ, με προεξάρχουσα την ομάδα Σαμαρά, παρά τη διαφαινόμενη -επί του γενικού, βέβαια- θετική αντιμετώπισή της από τον πρωθυπουργό. Η κεντρική ιδέα τους ήταν πως η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται με κατευναστικό τρόπο αλλά με ισχυρή αποτρεπτική ικανότητα και… πάει λέγοντας.

Η συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ αποτέλεσε κομβικό σημείο για το συζητούμενο θέμα. Σε αυτήν η Ελλάδα έκανε ορισμένους συμβιβασμούς με σημαντικότερο την αποδοχή μειωμένης επήρειας σε ορισμένα μικρότερα νησιά -όχι στα μεγάλα. Και όσο και αν πολλοί υποστήριξαν πως αυτό συνέβη επειδή στην παλιά -προ της σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας- συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας υπήρχε ανάλογη ρύθμιση, είναι προφανές πως η συμφωνία αποτελεί δεδικασμένο, το οποίο θα ληφθεί υπόψη και στην περίπτωση ελληνοτουρκικών συζητήσεων -του ενός ή του άλλου είδους-για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

Η αντίδραση Τσαβούσογλου στην ελληνοϊταλική συμφωνία ήταν ενδιαφέρουσα, καθώς δήλωνε ικανοποίηση ενώ παράλληλα τόνιζε πως δικαιώνεται η τουρκική άποψη επειδή δεν προβλεπόταν πλήρης επήρεια σε ορισμένα ελληνικά νησιά.

Εν ολίγοις και οι δύο πλευρές έκαναν κάποια βήματα πίσω από άκαμπτες και «μαξιμαλιστικές» απόψεις τους, χωρίς, όμως, να το ομολογούν ρητά. Η Ελλάδα μέσω της διαπραγμάτευσης αποδέχθηκε πως μικρότερα νησιά ενδέχεται να μην έχουν πλήρη επήρεια, πράγμα που αγγίζει το «ταμπού του Καστελόριζου». Η, δε, Τουρκία δήλωνε ικανοποίηση για μια συμφωνία που προβλέπει πως τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ  (είτε πλήρη είτε μερική τα μικρότερα) ενώ το δόγμα της όλο το τελευταίο διάστημα ήταν πως τα νησιά δεν έχουν καθόλου υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ παρά μόνο χωρικά ύδατα. Δόγμα που βρήκε εφαρμογή στο απαράδεκτο τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Αμέσως μετά ήρθαν δύο προσκλήσεις σε διάλογο από πλευράς Τσαβούσογλου, παρότι παράλληλα συνεχίζονταν οι επιθετικές δηλώσεις και ενέργειες, καθώς και η συγκατάνευσή του για διαμεσολαβητικό ρόλο της Ιταλίας μεταξύ Ελλάδας και Τοουρκίας.

Οι επίσημες ελληνικές αντιδράσεις υπήρξαν διαφοροποιημένες ανάλογα με το πρόσωπο αλλά με κοινό μότο το σχετικά ασαφές «ναι στο διάλογο εφόσον πάψουν οι επιθετικές κινήσεις από πλευράς Τουρκίας». Ακολούθησε πάντως η τηλεφωνική επικοινωνία Μητσοτάκη-Ερντογάν, η οποία είχε διακοπεί το προηγούμενο διάστημα.

Προφανώς όλα τα προηγούμενα αναδιαμόρφωναν εν μέρει τη συγκυρία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ως εκ τούτου οι γνωστοί-άγνωστοι έπιασαν και πάλι στασίδι στα κανάλια και εν γένει στην εγχώρια δημοσιότητα προσπαθώντας να εξηγήσουν πως δεν τρέχει τίποτα, πως όλα είναι όπως παλιά και οτι δεν υπάρχει περίπτωση εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων στον… αιώνα τον άπαντα.

Χρειάστηκε, βέβαια, να επιστρατευθεί και ο επικεφαλής των γνωστών-αγνώστων Αντώνης Σαμαράς με δισέλιδη συνέντευξή του στα ΝΕΑ της 27ης Ιουλίου αφιερωμένη στην εξωτερική πολιτική, στην οποία, μεταξύ άλλων, δήλωνε πως «δεν κάνεις διάλογο με πειρατές» (!) ενώ παράλληλα εξέφραζε επιφυλάξεις για την ελληνοτοϊταλική συμφωνία, χωρίς να τις συγκεκριμενοποιεί.

Καταλάβαμε, βέβαια, όλοι πως οι επιφυλάξεις του αφορούσαν το δεδικασμένο σε σχέση με το Καστελόριζο, το οποίο είναι «άγιο δισκοπότηρο» για το σωβινιστικό λόμπυ που θεωρεί πως αν το νησί αυτό, το οποίο  απέχει 1,25 ν.μ. από τις τουρκικές ακτές και 72 ν.μ. από τη Ρόδο, δεν έχει πλήρη επήρεια σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ θα διαπραχθεί εθνική προδοσία!

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, πρέπει να ενταχθεί και η συνέντευξη Ροζάκη, που είχε στόχο να πει με πιο καθαρό τρόπο όσα έχει κατά καιρούς υποστηρίξει για το «άγιο δισκοπότηρο», ώστε να του επιτεθούν και να αναδιαμορφώσουν την ατζέντα. Στήθηκε μια κανονική παγίδα και ο επιφανής καθηγητής -καλοπροαίρετα- πήγε στο «λάκκο με τα φίδια». Ο «δημοσιογράφος» Γ. Σαχίνης του ΚΡΗΤΗ TV, γνωστός εθναμύντωρ με πρωταγωνιστικό ρόλο και στην υπόθεση Ρίχτερ, είχε ρόλο ανακριτή άλλων εποχών, με εμφανή στόχο να αποδείξει τον… ύποπτο ρόλο Ροζάκη. Στη διάρκεια της συνέντευξης ο καθηγητής δεν είχε οπτική επαφή ενώ μετά το τέλος της ακολούθησε δίωρη συνέχεια/δίκη με καλεσμένους απόστρατους και άλλους παράγοντες του σωβινιστικού λόμπυ με αποκλειστικό στόχο την καταδίκη Ροζάκη επί εσχάτη προδοσία. Αμέσως μετά -για να αποδειχθεί πως επρόκειτο για «στημένο παιχνίδι»- πήρε τη σκυτάλη επί δύο συνεχόμενες μέρες η ΕΣΤΙΑ με πρωτοσέλιδά της, η Δημοκρατία, ο Γ. Κουμουτσάκος, ενθυμούμενος τη θητεία του δίπλα στον «πρύτανη της ακινησίας» Π. Μολυβιάτη, ο Γ. Κατρούγκαλος, οι στρατοί των social media, το λαϊκοδεξιό τμήμα της Ν.Δ. και δυστυχώς -σε άλλους τόνους, βέβαια, το Υπουργείο Εξωτερικών.

Συνελόντι ειπείν η μεγάλη εικόνα είναι πως μια ελαφρά αλλαγή συγκυρίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έφερε την αντίδραση όσων θεωρούν πως μια εξομάλυνση σε αυτές ή/και η προσφυγή στη Χάγη είναι έγκλημα καθοσιώσεως. Και η αντίδρασή τους ήταν με όλα τα μέσα, θεμιτά και όχι.