Ιδεολογικοπολιτικά Αδιέξοδα

Χρίστος Αλεξόπουλος 07 Σεπ 2014

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ (Αλέξης Τσίπρας, «Η προοπτική κυβέρνησης της Αριστεράς», Η Εποχή online έκδοση, 28 Ιουλίου 2014) «η μάχη της ηγεμονίας δεν κρίνεται μόνο, ούτε κυρίως, στο εσωτερικό του κοινοβουλευτικού μηχανισμού, αλλά στη δυνατότητα μιας κοινωνικής τάξης ή συμμαχίας κοινωνικών τάξεων να πείθουν, ότι το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας συμπίπτει με τα ειδικά δικά της συμφέροντα. Αυτό, άλλωστε, έκανε η αστική τάξη επί εικοσαετία μέσω των δικών της πολιτικών εκπροσώπων, αυτό οφείλουν να κάνουν σήμερα και οι εκφραστές των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων».

Η θέση αυτή, όπως είναι διατυπωμένη χωρίς επαρκή ανάλυση και κυρίως χωρίς ένταξη στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα και την ταχύτητα με την οποία αυτή εξελίσσεται, δημιουργεί πολλές απορίες και αφήνει αναπάντητα ερωτήματα.

Συγκεκριμένα με βάση ποιο εργαλείο-διαδικασία προσδιορίζεται το «μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας» στη σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα, η οποία μάλιστα εξελίσσεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα και περιέχει μια τεράστια ποσότητα πληροφοριών, που συνεχώς αναθεωρούνται. Εκτός και αν αυτό θεωρείται, ότι είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ή σύμπτωσης ή προσέγγισης των ειδικών συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών τάξεων, τα οποία σε άλλο σημείο του κειμένου οριοθετούνται ως υλικά ανταλλάγματα, που προσδοκούν να πάρουν από τα κόμματα, το κράτος ή την εργοδοσία. Αυτός μάλιστα είναι και ο λόγος, που «οι κυριαρχούμενες τάξεις» έπαψαν να παρέχουν συναίνεση στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης, το οποίο στο πλαίσιο του μνημονίου δεν επιτρέπει την παροχή υλικών ανταλλαγμάτων στους πολίτες από τα κόμματα της συγκυβέρνησης.

Σε αυτή την περίπτωση όμως γεννάται το ερώτημα, αν ο πολίτης ή η κοινωνική τάξη αναφοράς του μπορούν να προσδιορίζουν, αν τα «ειδικά ταξικά συμφέροντα» είναι βιώσιμα σε βάθος χρόνου, χωρίς να υπάρχει πιθανότητα επικίνδυνων κοινωνικών ανατροπών, οι οποίες θα οδηγήσουν στην αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής, οπότε παύει να υφίσταται και η έννοια του κοινωνικού συμφέροντος. Στη θέση του μπαίνει η κοινωνική ρευστότητα και οι συνεχείς κοινωνικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο της προσπάθειας για την επιβολή της ηγεμονίας.

Έτσι κι αλλιώς ο «κοινοβουλευτικός μηχανισμός» δεν κρίνει την «μάχη της ηγεμονίας» ούτε σε πολιτικό ούτε σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτή η οπτική όμως φαίνεται, ότι διαφοροποιείται από την Δημοκρατία, η οποία βασίζεται στη συνεχή διαβούλευση, στον διάλογο και στις συναινέσεις σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτό είναι εμφανές και

στην πρακτική κομμάτων και κοινωνικών δομών, τα οποία δεν διαλέγονται ούτε και είναι σε θέση να συναινούν. Αναρωτιέται λοιπόν κάθε καλόπιστος πολίτης, πως θα οικοδομηθούν βιώσιμες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, οι οποίες θα διαθέτουν και την νομιμοποίηση κοινωνικών τάξεων και πολιτών, που γνωρίζουν την πολυδιάστατη πολύπλοκη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, οπότε κάνουν συνειδητές πολιτικές επιλογές, έχοντας συνειδητοποιήσει το κοινωνικό συμφέρον στις διαστάσεις, που του προσδίδουν οι σύγχρονες παράμετροι του πλανητικού γίγνεσθαι.

Κοινωνικό συμφέρον, εκτός από «υλικά ανταλλάγματα», σημαίνει και βιωσιμότητα της ανθρωπότητας και αυτό δεν εξαρτάται από τα ειδικά ταξικά συμφέροντα, με τα οποία μπορεί να είναι και σε αντίθεση. Οι σύγχρονες κοινωνίες της αφθονίας και του καταναλωτισμού έχουν οδηγήσει από το ένα μέρος στην χωρίς όρια και κριτήρια βιωσιμότητας εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και από το άλλο στην πρόκληση ανθρωπιστικής κρίσης στις φτωχές χώρες του Νότου. Εκτός από αυτό δε στις πλούσιες ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά έχει διαμορφωθεί ένα μοντέλο κοινωνικής λειτουργίας, το οποίο έχει οδηγήσει στο φαινόμενο της γήρανσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα διάφορα κοινωνικά συστήματα, όπως είναι το σύστημα υγείας και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την αντίστοιχη ανοδική πορεία του αριθμού των συνταξιοδοτούμενων σε συνδυασμό με την μείωση αυτών, που εισφέρουν στα ταμεία συνταξιοδότησης, δημιουργούνται συνθήκες κατάρρευσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Επίσης ποια σχέση υπάρχει μεταξύ της διαμόρφωσης «ειδικών ταξικών συμφερόντων» σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα και του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, ο οποίος την προσδιορίζει; Το ερώτημα αυτό τίθεται επιτακτικά ιδιαιτέρως σε μια κοινωνία, όπως η Ελληνική, η οποία από το ένα μέρος δεν έχει παραγωγική οικονομία και από το άλλο χαρακτηρίζεται από τη λογική των συντεχνιών, το πελατειακό σύστημα και την διαφθορά, που αποτελεί δομικό της στοιχείο. Πως μπορεί να αποκτήσει περιεχόμενο η έννοια του κοινωνικού συμφέροντος, όταν επίσης έχει καταρρεύσει το όποιο σύστημα κοινωνικών αξιών υπήρχε και οριοθετούσε τις κοινωνικές σχέσεις και συναλλαγές. Δεν αποτελεί λύση η ακολουθούμενη λαϊκιστική τακτική της αποδοχής κάθε πιθανού αιτήματος μιας κοινωνικής ομάδας με στόχο το πολιτικό εκλογικό όφελος. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι λεγόμενοι αιώνιοι φοιτητές. Δεν είναι κοινωνική αδικία η ριζική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος με στόχο την εξάλειψη αυτού του φαινομένου. Η κατάκτηση της γνώσης και η απόκτηση ενός επιστημονικού μεθοδολογικού εργαλείου δεν γίνεται δι’αλληλογραφίας. Όταν δε μια χώρα φιλοδοξεί να κινείται στο επίπεδο των ανεπτυγμένων κοινωνιών της γνώσης, είναι το λιγότερο αντιφατικό να υπάρχουν φαινόμενα «αιωνίων φοιτητών». Εάν τα αίτια είναι οικονομικά, τότε η πολιτεία οφείλει να τα αντιμετωπίσει σε αυτό το επίπεδο.

Πολύ πιο οδυνηρές επιπτώσεις έχει η αποδοχή αναπαραγωγής στρεβλώσεων και συνθηκών διαφθοράς, σε ομάδες και συντεχνίες εργαζομένων. Δεν αρκεί η κριτική για το «φακελάκι» στο επίπεδο του γενικευτικού πολιτικού λόγου και η αποφυγή μετωπικής σύγκρουσης με αυτό το φαινόμενο τόσο στην ενεργητική του εκδοχή (αυτός που το παίρνει) όσο και στην παθητική (αυτός που το δίνει). Το ίδιο ισχύει και με την φοροδιαφυγή σε όλα τα επίπεδα.

Δεν αρκεί δε μόνο ο καταγγελτικός λόγος και η μετωπική σύγκρουση. Πρέπει να ανοίξει ένας συστηματικός και εξαντλητικός διάλογος στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης για την αδήριτη ανάγκη τομών, οι οποίες ξεβολεύουν και «πονάνε». Τόσο οι πολιτικοί σχηματισμοί και ιδιαιτέρως αυτοί που φιλοδοξούν να εκφράσουν τις «λαϊκές δυνάμεις», όσο και οι δομές της κοινωνίας πολιτών καθώς και η διανόηση πρέπει να συμμετέχουν σε αυτό το διάλογο. Με αυτό τον τρόπο μπαίνουν οι βάσεις για την διαμόρφωση ενός συστήματος αξιών, το οποίο θα συμβάλλει στην δημιουργία υγιών συνθηκών στα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Αυτός ο διάλογος θα είναι συγκρουσιακός. Οι συγκρούσεις όμως δεν θα έχουν ως κύριο στόχο την επίτευξη της πολιτικής ηγεμονίας αλλά την συνειδητοποίηση από τους πολίτες, ότι η συντεχνιακή λογική οδηγεί σε συγκρούσεις, διότι εμφορείται από κοινωνική αδικία, η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από άλλες κοινωνικές ομάδες.

Εάν αυτός ο ουσιαστικός διάλογος δεν πραγματοποιηθεί, η μαζική πολιτική επικοινωνία θα εξαρτάται και θα προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το μιντιακό σύστημα και τον εικονικό του χαρακτήρα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος. Σε αυτή την περίπτωση η πολιτική επικοινωνία έχει καταναλωτικά χαρακτηριστικά, διότι ο πολίτης δεν συμμετέχει ενεργητικά στο διάλογο, ενώ ταυτοχρόνως βομβαρδίζεται με ένα σύνολο πληροφοριών, τις οποίες δεν είναι σε θέση να αναλύσει και επαληθεύσει στο πλαίσιο της πυκνότητας και της ταχύτητας της ροής του τηλεοπτικού χρόνου. Εξάλλου η εικονική διάσταση της επικοινωνίας επηρεάζει πολύ περισσότερο την εντύπωση, που προκαλείται στον καταναλωτή της εικόνας, αλλά δεν αναδεικνύει το περιεχόμενο του λόγου. Με αυτά τα δεδομένα η αναζήτηση συγκλίσεων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων με στόχο τον προσδιορισμό του περιεχομένου του κοινωνικού συμφέροντος παραμένει άπιαστη ονειροφαντασία με ιδεοληπτικό φορτίο. Εκτός και εάν ο όποιος πολιτικός σχηματισμός και ιδιαιτέρως αριστερής προέλευσης μέσα από τον άκρατο κομματισμό και την διάβρωση των δομών της κοινωνίας πολιτών αναλάβει να οριοθετήσει για λογαριασμό των πολιτών και της κοινωνίας το κοινωνικό συμφέρον. Μέχρι τώρα το πολιτικό σύστημα, δυστυχώς, έχει αυτή τη λογική. Αρκεί να παρατηρήσει κάποιος, τι γίνεται στο συνδικαλιστικό χώρο και θα καταλάβει. Ο κομματισμός όμως έχει συμβάλλει στον ύψιστο βαθμό στην ευδοκίμηση του πελατειακού συστήματος. Δεν βοηθά ο καταγγελτικός λόγος ενός κόμματος, όταν δεν διαχειρίζεται κυβερνητική εξουσία, αλλά ακολουθεί την ίδια πελατειακή πρακτική στον συνδικαλιστικό χώρο.

Με αυτά τα δεδομένα οι «λαϊκές κοινωνικές τάξεις» εκφράζονται μέσω αντιπροσώπων, ενώ οι ίδιες περιορίζονται στη συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις και κοινωνικές συγκρούσεις χωρίς πλήρη γνώση των επιπτώσεων αυτής της συμμετοχής σε σχέση με το αποτέλεσμα σε πολιτικό επίπεδο και την προοπτική της κοινωνίας και της χώρας. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις οι «κυριαρχούμενες τάξεις» από τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής εκδοχής δεν χάνουν αυτό το στάτους και στις περιπτώσεις διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας από εκπροσώπους άλλων ιδεολογικών εκδοχών. Η πολιτική λειτουργία παραμένει δέσμια των «υλικών ανταλλαγμάτων» που παρέχουν οι « εξουσιαστές», οπότε το ιδεολογικό αδιέξοδο είναι πλήρες.

Η απάντηση σε αυτό το ιδεολογικοπολιτικό αδιέξοδο δεν είναι η δαιμονοποίηση της προοπτικής ανασύστασης της κεντροαριστεράς με ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως η θέση ότι η δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού σχήματος αποτελεί στόχο του υπάρχοντος πολιτικού συσχετισμού δύναμης για να ανακόψει την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο άστοχος είναι και ο ισχυρισμός, ότι η Σοσιαλδημοκρατία επιδιώκει μια φαντασιωτική κοινωνική αρμονία, που μόνο σε ήττες έχει οδηγήσει. Το κοινωνικό κράτος είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Εκείνο, που δεν έκανε η Σοσιαλδημοκρατία, είναι διατηρώντας τον ιδεολογικοπολιτικό της προσανατολισμό να επαναπροσδιορίζει συνεχώς την πολιτική της λειτουργία ανάλογα με την δυναμική της εξέλιξης, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και οι επιπτώσεις της ραγδαίας εξέλιξης της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, στον τρόπο σκέψης και τους κοινωνικούς ρόλους, που υπηρετούν τα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα. Αυτή τη στατική και όχι διαλεκτική θεώρηση της πραγματικότητας ακολουθεί τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται, ότι δεν διδάχθηκε από τα λάθη της Σοσιαλδημοκρατίας. Μένει να δούμε αν ο χώρος της κεντροαριστεράς έβγαλε τα σωστά συμπεράσματα από το λάθη του. Οι εξελίξεις είναι μπροστά μας. Το θέμα είναι να γίνουν στο σωστό χρόνο.