Ο πλούτος των κρατών

Αλέκος Κρητικός Αντώνης Τριφύλλης 17 Νοε 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ

Η σωστή διαχείριση του δημόσιου πλούτου θα μπορούσε να αποφέρει στα κράτη πρόσθετα έσοδα 3% του ΑΕΠ. Η αξία της εμπορικά αξιοποιήσιμης δημόσιας περιουσίας του συνόλου των κρατών είναι περίπου ίση με το παγκόσμιο ΑΕΠ (που, σύμφωνα με το ΔΝΤ εκτιμάται σε 75 τρισεκατομμύρια δολάρια) και αρκετά ανώτερη από το παγκόσμιο δημόσιο χρέος (54 τρισεκατομμύρια δολάρια)!

Αυτά είναι μερικά από τα εντυπωσιακά δεδομένα που αναφέρονται στο βιβλίο των Dag Detter και τον S. Folster ,με τίτλο «The public wealth of Nations» (παραπέμποντας εμμέσως στον τίτλο του κλασικού έργου του Άνταμ Σμιθ ).
Ξεφυλλίσαμε αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με αφορμή τη συνάντηση που διοργανώθηκε από τη διαΝΕΟσις και το Υπερταμείο με αντικείμενο συζήτησης τον ρόλο που μπορεί να παίξει η συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για την επίλυση σημαντικών δημοσιονομικών ζητημάτων. Στη συνάντηση αυτή παρουσιάστηκαν οι δυνατότητες επωφελούς για τα κράτη και τις κοινωνίες διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, έφεραν παραδείγματα από την διεθνή εμπειρία καθώς και παρουσίασαν τις νέες τάσεις στη διαχείριση του εθνικού πλούτου. Κεντρικοί ομιλητές ήταν η Ράνια Αικατερινάρη, Διευθύνουσα Σύμβουλος της ΕΕΣΥΠ (Υπερταμείου) και ο ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου, ο Dag Detter, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος στο σουηδικό εθνικό επενδυτικό ταμείο την περίοδο των μεταρρυθμίσεων 1998-2001.

Το πιο σημαντικό, κατά την άποψή μας, στοιχείο του βιβλίο είναι η διάλυση των δύο κυρίαρχων μύθων σύμφωνα με τους οποίους η αποτελεσματική διαχείριση του εθνικού πλούτου είναι , κατά μεν τον πρώτο μύθο, νεοφιλελεύθερη και αντίθετη προς τα συμφέροντα της κοινωνίας, κατά δε τον δεύτερο κρατικίστικη προσέγγιση εμφορούμενη από παρωχημένες μαρξιστικές αντιλήψεις. Οι συγγραφείς απορρίπτουν τεκμηριωμένα και τις δύο κατηγορίες, ξεκαθαρίζοντας ότι καμία από τις δυο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Θεωρούν ότι είναι αδιάφορο αν η διαχείριση του εθνικού πλούτου ασκείται από ιδιώτες ή κρατικούς λειτουργούς και ότι αυτό που έχει σημασία είναι η ποιοτική και αποτελεσματική διαχείριση, ώστε να αποδώσει την καλύτερη δυνατή αξία στους ιδιοκτήτες του εθνικού πλούτου, που είναι οι κάτοικοι της κάθε χώρας. Και για να επιτύχει ο στόχος αυτός πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις. Αδιάφθορη και μακράν πολιτικών επιρροών διακυβέρνηση, τεχνοκρατική επιλογή της διοίκησης για κάθε ομάδα περιουσιακών στοιχείων και, σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης, προσεκτική επιλογή του αναδόχου.
Βασιζόμενοι σε οικονομικές έρευνες αλλά και σε εμπειρικά συμπεράσματα, οι συγγραφείς του βιβλίου υποστηρίζουν ότι η διαχείριση της εμπορικά αξιοποιήσιμης δημόσιας περιουσίας είναι μεν αντικείμενο πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης αλλά πρέπει να απαλλαγεί από τον άμεσο έλεγχο , αν όχι και από την άμεση διαχείριση, της πολιτικής εξουσίας και να τεθεί κάτω από to επαγγελματικό management ενός «ταμείου εθνικού πλούτου». Εκτιμούν, δε, ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ενεργοποιούσε πολλές άλλες –και αναγκαίες – μεταρρυθμίσεις στις εθνικές οικονομίες , θα αναζωογονούσε τα δημόσια οικονομικά , θα υποστήριζε την ανάπτυξη και – προσέξτε – θα ενίσχυε τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Η σχέση μεταξύ της αξίας της παγκόσμιας δημόσιας περιουσίας και του παγκόσμιου δημόσιου χρέους που αναφέραμε στην αρχή, αποκτά αυτονόητα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη χώρα μας αν δούμε τα αντίστοιχα στοιχεία: Σε παλαιότερη(2010) μελέτη της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, η αξία της ακίνητης περιουσίας του ελληνικού δημοσίου εκτιμήθηκε σε 300 δισ. ευρω, δηλαδή στο 160% περίπου του σημερινού ΑΕΠ – και περίπου ίση με το δημόσιο χρέος. Στην εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να προστεθεί και η εκτίμηση του ΔΝΤ σύμφωνα με την οποία , το ελληνικό Δημόσιο διέθετε το 2008 ρευστά περιουσιακά στοιχεία (π.χ. μετοχές, καταθέσεις κ.λπ.) της τάξης του 30% του ΑΕΠ και απόθεμα κεφαλαίου 51% του ΑΕΠ. Οι εκτιμήσεις βέβαια αυτές, από τη μια πλευρά περιλαμβάνουν και σημαντικό αριθμό μη αξιοποιήσιμων εμπορικά περιουσιακών στοιχείων και από την άλλη έχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας δεδομένου ότι παραμένει σημαντικό το έλλειμμα σε ό,τι αφορά την καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων της χώρας. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμη και αν η πραγματικότητα υπολείπεται κατά πολύ των δεδομένων αυτών, είναι και πάλι προφανές ότι η μη αξιοποίηση αυτού του πλούτου συνεπάγεται σημαντικές απώλειες κρατικών εσόδων, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν, αντί της φορολογίας, εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης δημόσιων υπηρεσιών και έργων.

Προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή επιχειρήθηκαν τα τελευταία χρόνια, με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Κατ’αρχάς ιδρύθηκε το γνωστό ΤΑΙΠΕΔ που, για διάφορες αιτίες, άλλοτε δικαιολογημένες άλλοτε όχι, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί ως θυγατρική της ΕΕΣΥΠ (Υπερταμείου) και ως μηχανισμός υλοποίησης των αποκρατικοποιήσεων που του ανατίθενται. Ακολούθησε η ίδρυση του Υπερταμείου (Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας – ΕΕΣΥΠ) που συγκεντρώνει κάτω από μία ενιαία θεσμική δομή σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, με στόχο την αποδοτικότερη λειτουργία και αξιοποίησή τους. Δυστυχώς, όμως, τον αναμφισβήτητα χρήσιμο ρόλο του Υπερταμείου συσκότισε η εργαλειοποίησή του ως αντισυμβαλλομένου στη δανειακή σύμβαση του τρίτου μνημονίου και ως εγγυητή κάλυψης υποχρεώσεων του δημοσίου που απορρέουν από αυτήν.

Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε πρόσκαιρες απογοητεύσεις να μας αποθαρρύνουν ως προς τις δυνατότητες αξιοποίησης του δημόσιου πλούτου στη χώρα μας. Δυο παραδείγματα, σε ανύποπτο χρόνο και άσχετα μεταξύ τους, μας δείχνουν ότι το παιχνίδι κάθε άλλο παρά χαμένο είναι. Το πρώτο είναι το παράδειγμα της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ: Παρά την κρίση και τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης , τα οποία μειώνουν το εισόδημα των ευρωπαϊκών εταιρειών τηλεπικοινωνιών, ο ΟΤΕ παραμένει κερδοφόρος, συνεχίζει να επενδύει και να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Το δεύτερο παράδειγμα, σε περιφερειακό επίπεδο, είναι η μετατροπή ενός σκουπιδότοπου δημοτικής ιδιοκτησίας σε μαρίνα από την τοπική αυτοδιοίκηση Λευκάδας, παρέμβαση που συντηρεί μέχρι και σήμερα τον προϋπολογισμό του Δήμου, καλύπτει σημαντικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας , ενώ παραμένει κρατική περιουσία. Και στις δυο περιπτώσεις ακολουθήθηκαν οι αρχές που αναφέρονται στο βιβλίο των D,Detter και S. Folster:

Θεωρούμε λοιπόν την λειτουργία του Υπερταμείου στρατηγικής σημασίας για την ταχύτερη έξοδό μας από την κρίση, και βασικό μοχλό ανάπτυξης, υπό τον όρο να απαλειφούν οι όποιες δυσλειτουργίες προέρχονται από την τάση χειραγώγησης των εκάστοτε κρατούντων στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. Ο δημόσιος πλούτος ανήκει στους ιδιοκτήτες του. Τον Ελληνικό λαό.

Α, και κάτι ακόμη. Σε τέτοιες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις η σωστή επικοινωνιακή πολιτική είναι στοιχειώδες καθήκον, ώστε να μην επιτραπεί η διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αν σήμερα είναι κάτι που έχει μείνει στην κοινή γνώμη είναι ένας δαιμονοποιημένος αριθμός : 99 χρόνια. Σκόπιμο ή μη , πάντως λάθος!