Το να δούμε στις οθόνες μας τον αμετανόητο φονιά Κουφοντίνα να συνεχίζει να υποστηρίζει τις «ιδέες» του είναι προφανώς απεχθές. Και είναι απολύτως κατανοητή η συναισθηματική αντίδραση των συγγενών των θυμάτων της 17 Νοέμβρη να αρνηθούν να βρεθούν δίπλα με το φονιά των δικών τους ανθρώπων.
Ωστόσο:
Ας γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω, όταν έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας -με επικεφαλής την Ελευθεροτυπία- δημοσίευαν υπερηφάνως και με πηχυαίους τίτλους τις προκηρύξεις των δολοφόνων -και ξεπουλούσαν. Ήταν τότε που μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ταύτιζε τα σαρανταπεντάρια των εγκληματιών με το «μακρύ χέρι της εξέγερσης» κατά του «κατεστημένου». Ελάχιστοι δε ήταν αυτοί που συνέπασχαν με τα θύματα και που κατήγγειλαν την τρομοκρατία ως υπονόμευση της Δημοκρατίας. Ανάμεσα τους ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Χαρίλαος Φλωράκης που χειροκροτούσαν για ώρα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη όταν αρνήθηκε να αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη δηλώνοντας «Την ώρα αυτής της μεγάλης δοκιμασίας οφείλουμε να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατέψουμε τη Δημοκρατία και τους Θεσμούς της. Σε ό,τι με αφορά, εγώ μια ευχή έχω να εκφράσω. Να είναι το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σε αυτό τον τόπο».
Το «αίμα του Μπακογιάννη» δεν ήταν τελικά το τελευταίο. Έπρεπε, χρόνια μετά, να σκάσει στα χέρια του Ξηρού ο πυροκροτητής της βόμβας που ήταν σχεδιασμένη να χύσει αίμα αθώων στο λιμάνι του Πειραιά για να αρχίσει το ξήλωμα της 17 Ν. Και, παραλλήλως, μέσα στο χρόνο, να αρχίσει να γίνεται συνείδηση σε ένα μεγάλο επίσης τμήμα της κοινωνίας πως η … «επανάσταση» δεν έρχεται με βόμβες και σαραπεντάρια.
Και ερχόμαστε στο ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά. Κατ’ αρχήν δε μπορείς να κρίνεις ένα δημιούργημα -ακόμη και αν πρόκειται για ντοκιμαντέρ- από το ποιοι συμμετέχουν. Αυτό που μετράει είναι ο τρόπος που ο δημιουργός διαχειρίζεται το υλικό του -συμπεριλαμβανομένων των συμμετεχόντων- εν ολίγοις από το τελικό αποτέλεσμα. Από την άποψη αυτή όταν ο τίτλος σου είναι «17 Νοέμβρη: η άνοδος και η πτώση» η ταπεινή μου γνώμη είναι πως ο δημιουργός έχει δικαίωμα να καταγράψει ακόμη και τις απόψεις των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας -όσο απεχθείς και αν είναι. (Και δεν είναι λίγα τα ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί γύρω από την ιστορία τρομοκρατικών οργανώσεων όπως οι ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες ή η γερμανική RAF, και στα οποία υπάρχουν συνεντεύξεις δολοφόνων -μετανοημένων ή μη).
Το πρόβλημα όμως κατά την ταπεινή, πάντα, γνώμη μου, βρίσκεται αλλού: θεωρούμε πως σήμερα υπάρχουν στη χώρα και την ελληνική κοινωνία συνθήκες τέτοιες που ένας αμετανόητος φονιάς θα ξαναπυροδοτήσει συζητήσεις γύρω από την «αποτελεσματικότητα» της τρομοκρατίας; Γιατί αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο υπάρχει όντως σοβαρό πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία -και μάλλον εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε. (Και δεν έχουν, σ’ αυτό το θέμα απολύτως άδικο όσοι υποστηρίζουν πως με τη σημερινή κατάσταση του πολιτικού δυναμικού και των ακραίων διχαστικών συμπεριφορών δημιουργείται ένας χώρος που προσφέρεται στην ανάπτυξη «αγανακτισμένων κατά πάντων» απόψεων που δημιουργούν συνθήκες όπου φυτρώνει η τρομοκρατία. Και αυτό είναι ένα ακόμη πεδίο που θα έπρεπε να στρέψουμε την προσοχή μας).
Όσον αφορά δε την άρση της χρηματοδότησης της ταινίας μάλλον οφείλεται σε μια φοβική στάση της κυβέρνησης και στις επιθέσεις που θα υφίστατο ένθεν κακείθεν -ασχέτως δε του περιεχομένου του ντοκιμαντέρ.
Και για να κλείνουμε αυτό το μακρινάρι: το να μην υπάρξει μια πραγματική, αντικειμενική έρευνα -όπως θεωρώ πως θα ήταν η έρευνα του Παπαχελά- γύρω από τη δράση των δολοφόνων της 17 Νοέμβρη -αλλά και της διαφοροποιημένης υποδοχής της, θα είναι μια ακόμη απόδειξη του ότι η ελληνική κοινωνία αρνείται να δει για μια ακόμη φορά τον εαυτό της στον καθρέφτη, μετατρέποντας μια σκοτεινή ιστορική περίοδο σε «κοινωνικό τραύμα» . Και όταν τα τραύματα παραμένουν ανεπούλωτα γνωρίζουμε πολύ καλά τι επιπτώσεις μπορεί να έχουν.