Για τις γεωργικές διεκδικήσεις: Πίσω ολοταχώς σε αδιέξοδες καταστάσεις

Αθανάσιος Καμπάς 18 Δεκ 2025

Στον «επίσημο» λόγο (π.χ. του Υπουργείου), αλλά και στο συντονιστικό των καταλήψεων, επανέρχεται μονότονα ο όρος «κατ’ επάγγελμα αγρότης». Πρόκειται για εννοιολογικό σφάλμα πρώτου μεγέθους. Το «αγροτικός» είναι επιθετικός προσδιορισμός του χώρου ενώ το «γεωργικός» προσδιορίζει τη δραστηριότητα. Άλλο ο αγροτικός χώρος, άλλο η γεωργία. Συνεπώς, ο όρος που αποδίδει ορθά την πραγματικότητα είναι «ενεργός γεωργός» ή, εναλλακτικά, «γεωργός αποκλειστικής απασχόλησης».

Οι όροι, από μόνοι τους, δεν επαρκούν για να προσδώσουν ουσιαστικό περιεχόμενο. Ανεξαρτήτως της ορολογίας που θα υιοθετηθεί, είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός σαφούς και μετρήσιμου κριτηρίου. Δεδομένου ότι η μέτρηση του χρόνου απασχόλησης παρουσιάζει σοβαρές πρακτικές δυσχέρειες, το μοναδικό ρεαλιστικά εφαρμόσιμο κριτήριο είναι το ποσοστό συμμετοχής του γεωργικού εισοδήματος στο συνολικό οικογενειακό εισόδημα.

Στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, το κριτήριο αυτό καθορίστηκε αρχικά στο 35% με το άρθρο 40 του Ν. 4235/2014 και τροποποιήθηκε σε 50% με το άρθρο 65 του Ν. 4389/2016. Η έννοια του «ενεργού γεωργού» (active farmer), όπως απαντάται και στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, αποτελεί βασικό μηχανισμό στόχευσης των πολιτικών εισοδηματικής στήριξης, καθώς καθορίζει την επιλεξιμότητα των δικαιούχων. Υπό αυτή την έννοια, ο ενεργός γεωργός αποτελεί τον βασικό φορέα μέσω του οποίου υλοποιείται το κοινωνικό συμβόλαιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ): δημόσια χρηματοδότηση έναντι δημόσιων αγαθών.

Στη συνέχεια, ας δούμε αναλυτικότερα το ζήτημα της εισοδηματικής στήριξης και του εισοδήματος του αγροτικού νοικοκυριού. Το συνολικό εισόδημα του αγροτικού νοικοκυριού διακρίνεται σε δύο βασικά τμήματα: α) το γεωργικό [1] και β) το μη γεωργικό, το οποίο προέρχεται από απασχόληση εκτός της γεωργίας.

Το γεωργικό εισόδημα περιλαμβάνει δύο επιμέρους συνιστώσες: α) το εισόδημα από τη γεωργική και/ή κτηνοτροφική παραγωγή και β) τις εισοδηματικές ενισχύσεις, η νομιμοποίηση των οποίων θα σχολιαστεί στη συνέχεια. Οι εισοδηματικές ενισχύσεις, ή αλλιώς μεταβιβάσεις εισοδήματος, διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες.

Στην Ελλάδα, οι άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 67% της κοινοτικής στήριξης προς τη γεωργία, ενώ τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης —τα οποία συνιστούν έμμεσες ενισχύσεις και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κίνητρα για τη φιλική προς το περιβάλλον προσαρμογή της γεωργίας, τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δομών και τη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο— αντιστοιχούν σε περίπου 31% [2].

Περαιτέρω, βάσει των πλέον πρόσφατων διαθέσιμων στοιχείων για την Ελλάδα, κατά την περίοδο 2018–2022 οι εισοδηματικές ενισχύσεις αντιστοιχούσαν, κατά μέσο όρο, περίπου στο 40% του γεωργικού εισοδήματος. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της εισοδηματικής στήριξης στη διαμόρφωση του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος [3]. Η καθυστέρηση στην καταβολή των ενισχύσεων, στο πλαίσιο των εξελίξεων που αφορούν τη λειτουργία του ΟΠΕΚΕΠΕ, μπορεί να ερμηνεύσει την αρχική αντίδραση των γεωργών, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι εισοδηματικές ενισχύσεις αποτελούν βασική συνιστώσα του κυκλοφοριακού κεφαλαίου των μικρών παραγωγικών εκμεταλλεύσεων.

Σε μεταγενέστερο στάδιο, κρίνεται σκόπιμη η διεξαγωγή συστηματικής και τεκμηριωμένης ανάλυσης ως προς το αντικείμενο της δημόσιας στήριξης, υπό την έννοια της εισοδηματικής μεταφοράς ή των ενισχύσεων, σε αντιδιαστολή με τον όρο «επιδοτήσεις», ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στον δημόσιο λόγο, χωρίς πάντοτε σαφή εννοιολογικό προσδιορισμό.

Αρχικά, η στήριξη της γεωργίας μέσω της ΚΑΠ είχε ως βασικό στόχο την εξασφάλιση ενός δίκαιου εισοδήματος για τους παραγωγούς. Τα σχετικά κείμενα αναφέρονταν στο «γεωργικό πρόβλημα», δηλαδή στη μόνιμη υστέρηση του μέσου εισοδήματος του πρωτογενούς τομέα. Η έννοια του γεωργικού προβλήματος οδήγησε σε θεωρήσεις όπως ο γεωργικός εξαιρετισμός ή ο γεωργικός φονταμενταλισμός, δίνοντας έμφαση στην ιδέα ότι η γεωργία απαιτεί ειδική προστασία λόγω της «ιδιαιτερότητάς» της.

Με την πάροδο του χρόνου, η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία έχασε σταδιακά τη δυναμική της, καθώς καθίστατο ολοένα δυσχερέστερη η τεκμηρίωση, έναντι των φορολογουμένων, της νομιμοποιητικής βάσης μιας εισοδηματικής μεταφοράς με αποκλειστικό στόχο τη διασφάλιση δίκαιου γεωργικού εισοδήματος. Ως εκ τούτου, αναπτύχθηκαν εναλλακτικά πλαίσια αιτιολόγησης της δημόσιας στήριξης της γεωργίας, τα οποία εστιάζουν, μεταξύ άλλων, στον ρόλο του γεωργού ως διαχειριστή και φύλακα του αγροτικού χώρου, στην πολυλειτουργικότητα της γεωργικής δραστηριότητας και στην παροχή δημόσιων αγαθών.

Όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις υπογραμμίζουν ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία, πέραν της παραγωγής τροφίμων και ινών, παρέχουν μια σειρά άυλων αγαθών, όπως η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η διαμόρφωση του αγροτικού τοπίου. Στο πλαίσιο αυτό, η στήριξη της γεωργίας μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή της κοινωνίας για την παραγωγή αυτών των δημόσιων αγαθών, εφαρμόζοντας την αρχή «δημόσια χρήματα για δημόσια αγαθά».

Κάπου εδώ ξεκινούν οι μεγάλες παρανοήσεις. Τα κύρια αιτήματα των γεωργών διατυπώνονται σε μια γλώσσα που αγνοεί τόσο την ιστορική εξέλιξη της ΚΑΠ όσο και τα αδιέξοδα που αντιμετώπισε στο παρελθόν, όπως τα πλεονάσματα, οι διεθνείς πιέσεις και το δημοσιονομικό κόστος. Η ΚΑΠ έχει υποβληθεί σε δύο σημαντικές αναμορφώσεις (1992 και 2003) και σε πολλαπλές μικρότερες παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα το σημερινό καθεστώς εισοδηματικής στήριξης του πρωτογενούς τομέα να είναι, συγκριτικά, το λιγότερο στρεβλωτικό.

Παρά ταύτα, το 2025 παρατηρείται ότι ορισμένοι γεωργοί διεκδικούν εγγυημένες τιμές και σύνδεση της στήριξης με την παραγωγή. Τα αιτήματα αυτά συνιστούν, στην ουσία, επιστροφή στη πλέον αδιέξοδη και καταστροφική εκδοχή της αγροτικής πολιτικής, η οποία ιστορικά απέτυχε να εξασφαλίσει ικανοποιητική ανάπτυξη και ισορροπία μεταξύ παραγωγών και κοινωνίας.

Ταυτοχρόνως, τα αιτήματα των γεωργών διατυπώνονται με οριζόντιο τρόπο, όπως το αφορολόγητο πετρέλαιο ή η μείωση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας. Τέτοιες προτάσεις ακυρώνουν τον εξισωτικό χαρακτήρα των μέτρων και αποκρύπτουν την ταξική διάρθρωση της υπαίθρου. Δηλαδή είναι εντελώς παράλογο να μεταφέρεται εισόδημα από τον φορολογούμενο στον μεγαλοκτηματία. Ακόμη παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η ΚΑΠ δεν είναι εθνική πολιτική. Βέβαια, υπάρχει μια κάποια ευελιξία των κρατών στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης και μια μικρή επιλεκτική χρήση των δεσμευμένων ενισχύσεων.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι ούτε κεραυνός εν αιθρία ούτε κάποια ατυχής «παρέκκλιση» από έναν κατά τα άλλα υγιή κανόνα. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια μακρά αλυσίδα ατασθαλιών και κακοδιαχείρισης που συνοδεύουν διαχρονικά τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων. Από το διαβόητο «γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι», στα 500 εκατομμύρια του πακέτου Χατζηγάκη, έως το σκάνδαλο των βοσκοτόπων του 2017, το μοτίβο επαναλαμβάνεται με θλιβερή συνέπεια. Αυτό που καθιστά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ιδιαιτέρως επικίνδυνο δεν είναι μόνο το μέγεθός του, αλλά κυρίως η χρονική του συγκυρία. Έρχεται να προστεθεί σε ένα ήδη εκρηκτικό κοινωνικό κλίμα, όπου η ανοχή απέναντι στην κακοδιαχείριση, τη διαφθορά και την αδιαφάνεια έχει σχεδόν εξαντληθεί. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, κάθε νέο πλήγμα στη θεσμική αξιοπιστία δεν λειτουργεί απλώς σωρευτικά,· λειτουργεί διαβρωτικά, υπονομεύοντας περαιτέρω την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αλλά αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα αιτήματα των γεωργών. Δεν απαιτείται ο παραδειγματικός κολασμός τόσο εκείνων που παρανομήσαν όσο και εκείνων που επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού οι γεωργοί απαιτούν την «καταβολή όλων των χρωστούμενων».

Τέλος, ανακύπτει και το ζήτημα της νομιμότητας, το οποίο συνιστά κρίσιμη παράμετρο για τη διάρκεια κάθε δημόσιας πολιτικής. Η κοινωνική αποδοχή των πολιτικών παρεμβάσεων δεν διασφαλίζεται μέσω καταναγκαστικών πρακτικών και εκβιασμών, αλλά προκύπτει από διαδικασίες διαφάνειας, τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας και δημοκρατικής συναίνεσης. Δεν είναι καθόλου σαφές ποιος επωφελείται από την επιστροφή σε μια Χομπσιανή, προ-πολιτική εκδοχή της βίας, στην οποία η ισχύς και η επιβολή αντικαθιστούν το νόμο, τους κανόνες και τις δημοκρατικά θεσμοθετημένες διαδικασίες. Και ας μη ξεχνούμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται πάντα ως φάρσα ασχέτως αν διαφωνούμε για το ρόλο του γελωτοποιού.

 

[2] https://www.europarl.europa.eu/topics/en/article/20211118STO17609/eu-agriculture-policy-in-numbers-infographics#what-amount-of-the-eu-budget-goes-to-farmers-7

[3] https://agriculture.ec.europa.eu/data-and-analysis/financing/cap-expenditure_en