Η επιτάχυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων συμφέρει

Φίλιππος Σαββίδης 02 Ιουλ 2013

Το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ αποφάσισε στην τελευταία συνεδρία του να αναβάλει για μετά τις Γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου το άνοιγμα του Κεφαλαίου 22 των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας. Μετά από την απόφαση κάποιοι στη Λευκωσία βιάστηκαν να μιλήσουν για «χαστούκι προς την Τουρκία», ενώ άλλοι επέκριναν την κυπριακή κυβέρνηση γιατί δεν μπλόκαρε την απόφαση αυτή. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανής η κοντόφθαλμη και επιφανειακή αντίληψη των εξελίξεων καθώς και η ανικανότητα ορθολογικής αντιμετώπισης του θέματος Τουρκία έξω από στενόμυαλες προσεγγίσεις και τις παρωπίδες της «εθνικής» ιδεολογίας.

Στην πρώτη περίπτωση, η αντίδραση εδράζεται στην αντίληψη ότι κάθε τι αρνητικό για την Τουρκία είναι εξ ορισμού θετικό για την Κύπρο. Επομένως, αφού η ΕΕ θέτει εμπόδια στην ευρωπαϊκή της πορεία αυτό είναι καλό για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Με άλλα λόγια, η «τιμωρία» της Τουρκίας θεωρείται ότι είναι νομοτελειακά προς το συμφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στη δεύτερη περίπτωση, η αντίδραση έχει την ίδια αφετηρία όπως στην πρώτη αλλά «διαβάζει» διαφορετικά την απόφαση (προτάσσει το γεγονός ότι το Κεφάλαιο θα ανοίξει). Κατηγορεί την κυπριακή κυβέρνηση για «επιβράβευση της τουρκικής επιθετικότητας», «υποχωρητικότητα», «αδυναμία αντίστασης», κλπ επειδή είπε «ναι» στο άνοιγμα του Κεφαλαίου. Θεωρεί, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει την πολιτική του βέτο και να λειτουργεί ως ανάχωμα και μόνιμο εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας μέχρι αυτή να υποχρεωθεί να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να αποσύρει τα στρατεύματα κατοχής.

Και οι δύο προσεγγίσεις, ωστόσο, είναι αντιπαραγωγικές, αδιέξοδες και δεν εξυπηρετούν τα κυπριακά συμφέροντα. Αντιθέτως. Η Κύπρος επωφελείται τα μέγιστα όταν η Τουρκία παραμένει «σφιχτά» δεμένη στο ευρωπαϊκό άρμα. Η ιστορική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Κώστα Σημίτη το 1999 να ανοίξει το δρόμο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας υπήρξε καθοριστική έτσι ώστε η τουρκική πολιτική να τεθεί κάτω από ευρωπαϊκό έλεγχο. Η Τουρκία βρέθηκε κάτω από το μικροσκόπιο των οργάνων της ΕΕ τα οποία, όπως έχει καταδειχθεί και στις πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα, είναι μοχλοί αποτελεσματικού ελέγχου. Πέραν τούτου, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ενίσχυσε τα διαπραγματευτικά χαρτιά της Λευκωσίας και της Αθήνας. Διότι, πλέον, τα θέματα που τις αφορούν σε σχέση με την Τουρκία συζητούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπου, ως πλήρη κράτη-μέλη, Κύπρος και Ελλάδα έχουν το πλεονέκτημα.

Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό πεδίο μειώνει ουσιαστικά τον συγκρουσιακό χαρακτήρα πολλών προβλημάτων, δίνει την ευκαιρία για σύνθεση απόψεων και προσεγγίσεων, προσφέρει τη δυνατότητα για λειτουργικές λύσεις και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα «θετικό άθροισμα» προς όφελος όλων των πλευρών. Ως εκ τούτου, ελαττώνεται καθοριστικά ο κίνδυνος μιας ανεξέλεγκτης ανάφλεξης η οποία αναπόφευκτα θα έχει καταστροφικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενους. Είναι, επομένως, προς το συμφέρον τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας η Τουρκία να παραμείνει «παίχτης» εντός της ευρωπαϊκής αρένας. Η αποστασιοποίηση από την Ευρώπη, η καθυστέρηση στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις και η ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού από τη μια και της τουρκοφοβίας από την άλλη μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει.

Η Κύπρος, και η Ελλάδα, έχουν κάθε συμφέρον να επιταχυνθεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Να έρθει πιο κοντά στις ευρωπαϊκές αρχές, αντιλήψεις και πρακτικές. Όχι σε μια λογική αλά καρτ αλλά ουσιαστικά και ολοκληρωμένα. Αυτό θα συμβεί εάν η Ένωση καταφέρει να βγει από τη σημερινή εσωστρέφεια και αντιμετωπίσει την πολιτική και οικονομική κρίση και η Τουρκία αντιληφθεί ότι δε μπορεί να συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς τις ευρωπαϊκές αρχές. Η καθυστέρηση στην επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας αποδυναμώνει κατά κύριο λόγο τις ίδιες τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην Τουρκία. Αυτές που κανονικά θα έπρεπε να θέλουμε να ενισχύσουμε έτσι ώστε να μπορέσουν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τουρκικής πολιτικής.

Η θετική θέση που έλαβε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η κυβέρνηση για το Κεφάλαιο 22 ήταν ορθή και επιβεβλημένη. Ενισχύει την αξιοπιστία της Λευκωσίας και αφαιρεί το «φύλλο συκής» από όλους όσους προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από την Κύπρο σε σχέση με την Τουρκία. Αυτή η πολιτική θα πρέπει να συνεχιστεί χωρίς παρεκκλίσεις.

Είναι επιτέλους καιρός οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να αποβάλουν αγκυλώσεις και να ξεκολλήσουν από παρωχημένες προσεγγίσεις με τις οποίες βλέπουν μόνο το δέντρο και χάνουν το δάσος. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα από την επιτάχυνση της επαναπροσέγγισης ΕΕ-Τουρκίας και της επανέναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Μόνο να κερδίσουμε.