Κριτική στην ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ

Ιωακείμ Γρυσπολάκης 23 Μαϊ 2022

Το 3ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ολοκληρώθηκε. Από αυτό ξεχωρίζω τις ομιλίες των Ευάγγελου Βενιζέλου και Νίκου Χριστοδουλάκη και, κυρίως, τη διάλεξη της Άννας Διαμαντοπούλου στο τραπέζι, που αφιερώθηκε για το κοινωνικό κράτος.

Από την ομιλία του Νίκου Χριστοδουλάκη ξεχωρίζω τρία σημεία: (α) Την προτροπή προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για αυτοκριτική, δεδομένου ότι στα δεινά της χώρας συνέβαλαν όλοι όσοι κυβέρνησαν μηδενός εξαιρουμένου, (β) την ορθή εμμονή του κόμματος στην εφαρμογή της αξιολόγησης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, που έρχεται, όμως, σε αντίθεση με την απόρριψη της εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εφαρμογής (ΕΒΕ, νόμος 4777/2021) για την είσοδο φοιτητών στα πανεπιστήμια. Καλεί έτσι, εμμέσως μεν πλην σαφώς, τη νέα ηγεσία να αποδεχθεί την εφαρμογή της ΕΒΕ, ως ενός μέτρου αναγκαίου για την αξιοκρατία, και (γ) την άμεση κατάργηση τμημάτων πανεπιστημίων με σουρεαλιστικά γνωστικά αντικείμενα σπουδών καθώς και τμημάτων με ελάχιστους εισακτέους σε μία απομονωμένη κωμόπολη. Στην ουσία δηλαδή προτείνει αυτό, που προέβλεπε το άρθρο 8 του ν.4009/2011, δηλαδή ότι όλα τα τμήματα μιας σχολές λειτουργούν σε μία πόλη και όχι διασκορπισμένα σε διαφορετικά νησιά ή διαφορετικές πόλεις και κωμοπόλεις.

Όσον αφορά στη διάλεξη της Άννας Διαμαντοπούλου για το Κοινωνικό Κράτος, αυτή ήταν ένα μάθημα υψηλού επιπέδου, που κυριολεκτικά καθηλώνει κάθε έναν, που την ακούει. Όχι μόνον για τα αδιάσειστα στοιχεία, που παραθέτει, αλλά πρωτίστως για τις αλήθειες που λέει. Όπως, ότι το κοινωνικό κράτος για να υπάρξει πρέπει να βασίζεται σε μία παραγωγική οικονομία, ενώ οι υποσχέσεις για παροχές, που εκστομίζονται από κάποιους πολιτικούς είναι «φούμαρα», δηλαδή ανεκπλήρωτες και ψεύτικες υποσχέσεις. Ανέφερε δε ότι μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση, όσον αφορά στο ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για το κοινωνικό κράτος, αλλά στην 35η θέση όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα αυτών των δαπανών. Θα προσέθετα ότι αυτό είναι πασιφανές. Προς επίρρωση αυτού, ας θυμηθούμε τα στοιχεία που δίνουν μελέτες για το συνταξιοδοτικό της χώρας. Βάσει των οποίων η Ελλάδα διαθέτει το 17% του ΑΕΠ ετησίως για συντάξεις, εκ των οποίων το 10,5% από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 105% εκ των οποίων μόνον το 2,5% από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ περίπου 200 δις ευρώ του χρέους οφείλονται σε αυτή την αβελτηρία για το διάστημα 2000-2019.

Θα ήθελα, τέλος, να αναφερθώ σε ορισμένα σημεία της ομιλίας του Νίκου Ανδρουλάκη. Απαντώντας σε όσους βρήκαν υπερβολική τη δήλωσή του για την ανάγκη να υπάρξει σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, είπε: «Το πιστεύω βαθιά. Πρόθεσή μου είναι να ενώσω τις κατακερματισμένες δυνάμεις, ώστε να δημιουργηθεί ένας ισχυρός αξιόπιστος πόλος εξουσίας απέναντι στη ΝΔ, που δεν θα θυμίζει βέβαια σε τίποτα την καταστροφική περίοδο διακυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου.  . . . Όσον αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ, που καλεί σε «προοδευτική διακυβέρνηση», ο  αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που, αφού επί χρόνια συνεργάστηκε με την ακροδεξιά, μας καλεί να συγκροτήσουμε ''προοδευτικό μέτωπο''. Ο κ. Τσίπρας μας ζητάει να πούμε τώρα με ποιον θα κυβερνήσουμε. Σε αυτό το θέμα φαίνεται ότι έχει ασθενή μνήμη. Ξέχασε ότι τον Ιανουάριο του 2015 έλεγε στον ελληνικό λαό ότι έρχεται η πρώτη φορά αριστερά, ξαφνικά σαν μπαμπούσκα έβγαλε από μέσα τον ακροδεξιό κ. Καμμένο. Αν ψάχνει ξανά τέτοια μέτωπα, υπάρχουν λύσεις. Άλλωστε ποια η διαφορά τού τότε συνεργάτη του με τον κ. Βελόπουλο; Μια κηραλοιφή δρόμος, ας τον περπατήσει». Συγχρόνως, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ  σημειώνουν πως όταν το ΠΑΣΟΚ πάρει την τρίτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (μετά την πρώτη ΝΔ και τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ) οι κινήσεις θα είναι ξεκάθαρες: «Αν υιοθετείτε το πρόγραμμά μας και φυσικά χωρίς να είναι πρωθυπουργός ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Τσίπρας - γιατί αλλιώς θα τους ψήφιζε ο κόσμος και θα είχαν αυτοδυναμία - τότε ευχαρίστως να συνεργαστούμε. Επειδή δεν θεωρείται πολύ πιθανό να αποδεχθεί κάτι τέτοιο ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, τότε πάμε για δεύτερες εκλογές ή και τρίτες».

Όλο αυτό το σκηνικό, που στήνει εδώ και καιρό ο κ. Ανδρουλάκης, δείχνει ένα μικρομεγαλισμό, που δεν αρμόζει σε έναν νέο άνθρωπο, που επιθυμεί να δημιουργήσει ένα κόμμα με σύγχρονο λόγο, ευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό, ένα κόμμα, που θα φανεί χρήσιμο για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, που αντιμετωπίζει η χώρα και, τέλος, ένα κόμμα, που θα βρίσκεται στην απέναντι όχθη από το κόμμα, που δεν σέβεται τους θεσμούς, προσπάθησε, ως κυβέρνηση, να αλώσει τη Δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ και αποδεικνύει καθημερινά ότι είναι αναχρονιστικό και οπισθοδρομικό. Σε όσους δε μας λένε ότι «τώρα τα λέει για να επαναφέρει ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μετά τις εκλογές θα λειτουργήσει με υπευθυνότητα», η απάντηση είναι μία: Τώρα εθίζει τους ψηφοφόρους του σε μία ανεύθυνη στάση απέναντι στο θέμα της διακυβέρνησης της χώρας, των συνεργασιών και της οικονομικής σταθερότητας, που με τόσο κόπο δομείται από την παρούσα κυβέρνηση από το 2019 έως σήμερα. Με ποιο τρόπο θα αλλάξει κατεύθυνση αμέσως μετά τις εκλογές; Πώς είναι δυνατόν το πρώτο κόμμα να αποδεχθεί ως κυβερνητικό πρόγραμμα εκείνο του τρίτου κόμματος και όχι ένα πρόγραμμα, που θα προέλθει ως προϊόν διαπραγμάτευσης; Πώς θα αιτιολογήσει την αντίρρησή του να είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου κόμματος; Πώς θα υποχρεώσει το πρώτο κόμμα να αποδεχθεί ως πρωθυπουργό κάποιο τρίτο πρόσωπο, που θα έχει υπηρεσιακό χαρακτήρα; Δεν φοβάται ότι οι ψηφοφόροι του θα τον κατηγορήσουν για στροφή 180 μοιρών;

Ευτυχώς, υπάρχει ακόμη αρκετός χρόνος για να αποδεχθεί αφ’ ενός τις προτάσεις (Ν. Χριστοδουλάκη και Α. Διαμαντοπούλου), που ανέφερα ανωτέρω, και αφ’ ετέρου να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και στην ευρωπαϊκή εμπειρία, βάσει της οποίας, σε περίπτωση συνεργασίας κομμάτων, πρωθυπουργός είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος και το κυβερνητικό πρόγραμμα είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ των επιτελείων των κομμάτων.