Με αφετηρία την Ουκρανία: Η προτεραιότητα της εθνικής μας ανεξαρτησίας και ελευθερίας;

Γιώργος Μπάρμπας 02 Δεκ 2025

Υπάρχει κάποιο επιχείρημα που να μπορεί να νομιμοποιήσει την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με δηλωμένο στόχο την κατοχή και την προσάρτηση στα εδάφη της; ΚΑΝΕΝΑ. Κανένα επιχείρημα δεν νομιμοποιεί στην εποχή μας την επίλυση μιας διαφοράς, όσο δίκιο και αν ισχυρίζεται ότι έχει μια χώρα, με στρατιωτική εισβολή σε μια άλλη. Εδώ θα έπρεπε να τελειώνει η συζήτηση. Αυτό είχα γράψει την πρώτη μέρα της ρωσικής εισβολής και από τότε δεν επανήλθα σ’ αυτό το ερώτημα. Κι αυτή η θέση ισχύει, για μένα, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι η έκβαση αυτού του πολέμου, αν θα ηττηθεί η Ουκρανία και θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει ή αν θα πετύχει να διατηρήσει την ανεξαρτησία και την ελευθερία της.

Διαπιστώνεται, όμως ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ελλήνων πολιτών είτε ταλαντεύονται είτε υποστηρίζουν την εισβολή. Μέσα σ’ αυτούς υπάρχουν εκείνοι που είναι εξαρχής ταγμένοι υπέρ της Ρωσίας και του Πούτιν. Ό,τι και να γίνει, όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, αυτοί με φανατισμό θα μείνουν ανυποχώρητοι σ’ αυτή την στάση. Δεν τους ενδιαφέρει να μιλήσουν για το δίκιο και το άδικο. Τους ενδιαφέρει να υποστηρίξουν τη Ρωσία και τον Πούτιν. Σ’ αυτούς αξίζει η καταγγελία. Μ’ αυτούς δεν θεωρώ ότι έχει νόημα να συζητά κανείς.

Υπάρχουν όμως και άλλοι, και είναι μάλλον οι περισσότεροι, που δεν ξεκινούν από μια τέτοια αφετηρία. Είναι αυτοί που βρίσκονται μέσα σε σκέψεις που πηγάζουν από την εγκατεστημένη δυσπιστία στον «δυτικό ή αμερικανικό παράγοντα», που υποβαθμίζουν τον φασιστικό και επιθετικό χαρακτήρα του πουτινικού καθεστώτος, που διαβάζουν και αποδέχονται απόψεις ειδικών, ελλήνων και ξένων, για την ιστορία των αντιθέσεων της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, απόψεις που θέτουν στοιχεία και δεδομένα για τις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, τις ισορροπίες και τις επιδιώξεις τους. Και παρόλο που κανείς από μας τους απλούς πολίτες δεν είναι σε θέση να ελέγξει την αξιοπιστία αυτών των δεδομένων, που δεν είναι σε θέση να ελέγξει την πληρότητα των δεδομένων, που δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των διπλωματικών συναλλαγών, παρ’ όλα αυτά πολλοί μπαίνουν στη λογική να εντάξουν την εισβολή στην Ουκρανία μέσα σε όλο αυτό τον κυκεώνα με αποτέλεσμα να θολώνει στο μυαλό τους η πραγματική όσο και τραγική εικόνα της εισβολής. Γιατί το απαραβίαστο της εθνικής κυριαρχίας και των συνόρων, η μη προσβολή της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπαίνουν στο «λογαριασμό» των όποιων κρατικών διαφορών. Είναι μακράν από τις πρώτες δηλωμένες παγκοσμίως αξίες του διεθνούς δικαίου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, που δυστυχώς όμως δεν είναι ακόμη κατοχυρωμένες στην πράξη από τους έχοντες την ισχύ να τις καταπατούν. Και όσοι από μας διστάζουν και προβληματίζονται ενισχύουν ουσιαστικά την δυνατότητα αυτής της καταπάτησης.

Μ’ αυτούς έχει νομίζω νόημα να επιχειρεί κανείς να συζητά. Γιατί πολλοί από αυτούς δεν στέκονται με φανατισμό ή παγιωμένες απόψεις. Ωστόσο αποφεύγουν ή διστάζουν να καταδικάσουν την εισβολή. Το ερώτημα, βέβαια, είναι για ποιο λόγο χρειάζεται να συζητάμε εμείς στη χώρα μας αυτό το θέμα. Δεν είναι μόνο θέμα γεωπολιτικής (που είναι και μάλιστα σοβαρό). Είναι και κάτι παραπάνω.

Η στάση μας απέναντι στο θέμα της στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, αναδεικνύει τη αντίληψη που έχει ο καθένας μας για τη σημασία της εθνικής ανεξαρτησίας, ως μιας βασικής προϋπόθεσης για την ελευθερία∙ την ελευθερία να ορίζεις και να διασφαλίζεις τη ζωή σου, το σπίτι σου, τη δουλειά σου, τη ζωή σου, τη ζωή των δικών σου ανθρώπων μέσα σε ένα κράτος που δεν θα είσαι σκλάβος, που δεν θα απειλείσαι από την αυθαίρετη βία του κατακτητή. Η ελευθερία είναι μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη και εκεί εδράζεται η σημασία της εθνικής ανεξαρτησίας. Το αίτημα της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας δεν είναι μια συναισθηματική έκρηξη, μια ρομαντική διάθεση που θα πρέπει να παραμερίσει μπροστά στην «ορθολογική» επιμέτρηση των δεδομένων, των στρατιωτικών, πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών. Η υπαρξιακή ανάγκη της ελευθερίας είναι αυτή που επηρεάζει και πολλές φορές ανατρέπει τα «ορθολογικά» δεδομένα. Να θυμηθούμε το ’40 και τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο απέναντι στους Ιταλούς. Τα «ορθολογικά» δεδομένα ήταν τότε συντριπτικά ενάντιά μας. Κι όμως κανείς σήμερα δεν ισχυρίζεται ότι η επιλογή της υπεράσπισης της πατρίδας ήταν λάθος ρομαντισμού και συναισθηματισμού. Και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Υπάρχουν βέβαια και τα αντίθετα. Παραδείγματα όπου ο «ορθολογισμός» έπεισε για συμβιβασμό και υποταγή. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα πρέπει να υποτιμούμε ή να υποβαθμίζουμε τα δεδομένα μιας κατάστασης και των συσχετισμών που αυτή αναδεικνύει. Αλλά από όλες αυτές της αναλύσεις και «αναλύσεις» που διαβάζουμε για τον πόλεμο στην Ουκρανία, απουσιάζει κατά κανόνα ο παράγοντας πολίτης, κοινωνία, λαός που βγάζει μπροστά την αγωνία και την ανάγκη για ελευθερία και ανεξαρτησία. Αν τα «ορθολογικά» δεδομένα αρκούσαν, τότε η πολύ πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας θα κέρδιζε τον πόλεμο σε 3 μέρες ή 3 βδομάδες όπως σχεδίαζε. Κι όμως πέρασαν 4 χρόνια βάρβαρου και φρικώδους πολέμου κι ακόμη να κερδίσει. Κι αυτό οφείλεται στην επιλογή των Ουκρανών να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Να σκεφτούμε, αν χρειαστεί να αποφασίσουμε σήμερα για μας, τι θα σημάνει να έχουμε υποβαθμισμένη στη συνείδησή μας τη σημασία της εθνικής ανεξαρτησίας ως μιας ιδέας απλώς συναισθηματικής και ρομαντικής.

Το θέμα λοιπόν, δεν είναι να εκτιμήσουμε εμείς οι πολίτες τα «ορθολογικά» δεδομένα για να πάρουμε θέση απέναντι στην εισβολή στην Ουκρανία, κάτι που άλλωστε δεν είμαστε θέση να κάνουμε με στοιχειώδη αξιοπιστία. Αυτό είναι υπόθεση των Ουκρανών να το κάνουν. Το θέμα είναι να διατυπώσουμε τη σαφή και καθαρή υποστήριξη στον αγώνα των Ουκρανών για εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία, με επίγνωση ότι αυτή η στάση αναδεικνύει τη σημασία που αποδίδουμε -τουλάχιστον οι περισσότεροι- σ’ αυτές τις αξίες και για μας τους ίδιους. Το θέμα είναι να ενισχύουμε την προβληματική μας σήμερα κοινωνική συνοχή απέναντι σε εξωτερικούς κινδύνους προσθέτοντας στη φαρέτρα της ως κοινή αξία την προτεραιότητα της εθνικής ανεξαρτησίας και της ελευθερίας. Γιατί ζούμε σε εποχές και τόπους που οι κίνδυνοι είναι ζωντανοί, ορατοί και περισσεύουν.