Ο Τάνταλος και η ελληνική οικονομία- Δήγμα ως βήμα αντιπολίτευση

Δημήτρης Σκουρέλλος 09 Σεπ 2021

Ανήκει στη ρητορική αφθονία τών μέσων η επίκληση του μύθου. Παραλληλίζει, δραματοποιεί, εντέλλει τις συνδηλώσεις, τα νοήματα. Στη χώρα Ελλάδα τής ημιφεουδαρχίας διάφοροι της οικείας μυθολογίας ενσαρκωτές και ήρωες θα μας δάνειζαν την «ιστορία» τους. Κάτι ο Κρόνος (που τρώει τα παιδιά του), κάτι ο Σίσυφος, κάτι και οι τύποι της δευτερότοκης μυθολογίας του νέου Αλεξανδρινού, «είναι οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων».

Τάνταλος όμως. Αυτό διαπιστώνω. Δεν είναι η προσπάθεια να αποφευχθεί ο κοινός τόπος. Απλώς είναι ομιλούν το παράδειγμα εκείνου. Τούτος, αλαζών πάμπλουτος της Φρυγίας βασιλιάς, ισόθεος νομισθείς, ο πατέρας τού Πέλοπα και όλων των ημών Ελλήνων, που υψώθηκε στην κομπορρημοσύνη τόσο στο να προσφέρει το γιο του σφάγιο να δοκιμάσουν οι θεοί κι οι θέαινες, να βρουν τη διαφορά στη γεύση από άλλα εδέσματα. Ακριβώς όπως εμείς, εσείς και οι άλλοι προσφέραμε το 15 παιδιά, ηλικωμένους, μειονότητες λογής βορά ανθρωποφάγου υπερηφάνειας. Το πήραν χαμπάρι και δεν το επέτρεψαν οι άλλοι, οι κουτοί, οι Φράγκοι. Κατά πώς τον Πέλοπα ανασύστησαν οι Ολύμπιοι, έτσι κι οι Βρυξέλες αντέδρασαν στο σενάριο της ανθρωπιστικής μας καταστροφής. Τιμωρία; Τίση που θα λέγαν άλλοι;

Αυτήν από μόνοι μας την καταφέραμε. Ως ο Τάνταλος στον Άδη τιμωρημένος στην αιώνια δίψα του, κάθε φορά δυστυχής, καθώς απομακρύνεται και δεν αρπάζει την άνελπιδα ανακούφιση, έτσι και σε μας: διακοσαετείς. Του Άδου κατατυχόντες. Πώς αλλιώς;

Δυο χρόνια πάνε, μισή τετραετία, όταν οι φαιοκόκκινοι υβριστές τής δημοκρατίας βρέθηκαν επιτέλους στην αντιπολίτευση, που ο Ζουράρις έμεινε χωρίς υπουργικό θώκο. Και τώρα Πλεύρης ανακάμπτει, Γκε Πε Ου προτείνεται αντί Χρυσοχοΐδη, «αφού στο τσεπάκι τούς έχουμε, κέντρο, κεντροριστερά, φιλελεύθερους».

Με Στυλιανίδη είμαστε. Ωστόσο, σημαντικότερη όλων η επικίνδυνη στασιμότητα ή αδιαφορία για την οικονομία:

Πού μεταρρυθμίσεις; Πού ισοσκελισμός και εξορθολογισμός των δημόσιων δαπανών; Πού κρατική χρηματοδότηση με όρους ανταποδοτικότητας και χρηστότητας; Πού έστω δειλή επίνευση ουσιαστικής κάθαρσης στην άλογη διαχείριση των ΟΤΑ, των ΑΕΙ/ΤΕΙ, και ΝΠΔΔ;

Επίσης: πού η μέριμνα εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, του πυλώνα εκείνου που υπό κανόνικες συνθήκες, ακόμη και σε μη δυτικές κοινωνίες αναλαμβάνει να πριμοδοτήσει ή να περιβάλει θετικά την κοινωνική κινητικότητα και ανάπτυξη; Καταστήματα γραφειοκρατών ρωποπωλών, αυτές είναι οι τράπεζές μας.

Θα αναλάβει η κυβέρνηση επιτέλους την ευθύνη; Ή θα αντλεί διαρκώς ανοχή και ενοχή νομιμοποίησης στην αλήστου μνήμης καταστροφικότητα των προκατόχων της (που έτσι κι αλλιώς δεν άλλαξαν σε τίποτε). Δεν μπορεί η πανδημία να συνιστά επανερχόμενη δικαιολογία αφασίας και κρατικισμού, όταν αντίθετα προσφέρει την ευκαιρία φθηνού δανεισμού, που θα κάλυπτε τις πραγματικές ανάγκες αναδιάρθρωσης του κράτους εν γένει, μηδενισμού τού εσωτερικού χρέους, σιωπηλής αναδιάρθρωσης του εξωτερικού, χρηματοδότησης της ανάπτυξης και υπαγωγής της πολιτείας μας σε δεσμεύσεις ανανέωσης, αυτορρύθμισης, αποελλειμματοποίησης, ανάπτυξης, εξωστρέφειας.

Είναι στιγμές να λυπάται κανείς στο άκουσμα του αποπλάνου φληναφήματος «τέλος τα μνημόνια». Δανεισμού ξεκίνημα, νέοι συλλογικοί, εθνικοί αγώνες: εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων, ανάκαμψης. Αυτό χρειαζόμαστε (τουλάχιστον όσοι/όσες αντιλαμβανόμαστε την ελληνική πολιτεία θέσμισμα ισότητας και απελευθέρωσης, αντί ανάχωμα καταβύθισης στη φτώχεια και τη βία, εξίσου κυριολεκτικά όσο μεταφορικά).