Από την πρώτη στιγμή που διατυπώθηκε, μέχρι σήμερα, η πολιτική διαπίστωση του Ευ. Βενιζέλου ότι «η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη» προκαλεί αντιδράσεις. Η συγκεκριμένη διαπίστωση αναλύθηκε μέχρι «γραμματολογικής» εξαντλήσεως, επιχειρήθηκε η αντικειμενική-και κάποιες φορές η λιγότερο αντικειμενική- επιστημονική αξιολόγησή της με βάση την πολιτική συγκυρία, ενώ, παράλληλα, διερευνήθηκε η πολιτική πρόσληψη του περιεχομένου της σε διαφορετικά κομματικά ακροατήρια. Το ίδιο διάστημα δεν έλειψαν και οι ειλικρινείς ανησυχίες καλών φίλων, (αλλά και οι προσωπικές επιθέσεις λιγότερο φίλων) για τα κίνητρα που οδήγησαν τον Ευ. Βενιζέλο να συναναστρέφεται με «κακές παρέες» προκειμένου να ενισχύσει την απήχηση της άποψής του και τα πολιτικά συμφραζόμενα που επικοινωνούνται μέσω αυτής .
Φταίνε, άραγε, οι λέξεις που περιγράφουν την πολιτική πραγματικότητα ή η ίδια η πραγματικότητα δημιουργεί πολιτική αμηχανία; Η αλήθεια είναι ότι, το τελευταίο διάστημα, ο Ευ. Βενιζέλος έχει διατυπώσει την άποψη περί «μη διακυβερνησιμότητας» σε πολλές δημόσιες παρεμβάσεις, εμπλουτίζοντας την συνεχώς σε σχέση με τις γεωπολιτικές συνθήκες, τη διαχείριση των εθνικών θεμάτων ή την επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση.
Σε περίπτωση, λοιπόν, που δεν φταίνε οι λέξεις, το πραγματικό ερώτημα είναι αν – και με ποιους όρους- μπορεί το πολιτικό σύστημα να αναδείξει πιθανές κυβερνήσεις συνεργασίας, με δεδομένους τους σημερινούς πολιτικούς και δημοσκοπικούς συσχετισμούς μεταξύ Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Γιατί ένα τέτοιο ερώτημα είναι καθ’ αυτό ένα πρόβλημα ή χειρότερα μια υποβολιμαία και «σκοτεινή» πρόκληση; Μήπως γιατί αμφισβητεί την προοπτική της ΝΔ να κυριαρχήσει εκλογικά μετά τις δεύτερες ή τρίτες εκλογές και να σχηματίσει αυτοδύναμη Κυβέρνηση, όπως μπορεί να είναι η θεμιτή, κατά τα άλλα, φιλοδοξία της; Μήπως γιατί οι ανοικτές υποθέσεις των υποκλοπών, των Τεμπών, του ΟΠΕΚΕΠΕ, τα μέτωπα της ακρίβειας και της οικονομικής ανασφάλειας έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην κανονικότητα που επαγγέλλεται η Κυβέρνηση; Μήπως γιατί αυτή η άποψη αντιπαρατίθεται με την επικοινωνιακή καταιγίδα του διλλήματος «σταθερότητα ή χάος»; Μήπως γιατί αντικρούει τη θέση της Κυβέρνησης ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπορεί να είναι πραγματική εναλλακτική λύση; Μήπως, τέλος, γιατί υπενθυμίζει στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία ότι χρειάζεται να διασφαλιστεί εσωτερική συναίνεση ενόψει των νέων γεωπολιτικών κινδύνων και αλλαγών ή απλά των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για τη χώρα.
Αν ισχύουν όλα αυτά, τότε δεν φταίνε οι λέξεις. Η συζήτηση για κυβερνήσεις συνεργασίας έχει αρχίσει ήδη να «δαιμονοποιείται» επειδή ουσιαστικά αμφισβητεί την προοπτική της πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές. Επίσης, απελευθερώνει ένα μέρος του κεντρώου εκλογικού σώματος, που, εδώ και καιρό, έχει πάρει αποστάσεις από το κυβερνητικό αφήγημα περί «διαρκούς επιτυχίας». Και, τέλος, υπενθυμίζει στην αξιωματική αντιπολίτευση πως όχι μόνο πρέπει να μπει σε τροχιά εκλογών, αλλά να διεκδικήσει την προοπτική κυβερνησιμότητας. Η αποδοχή της προοπτικής Κυβερνήσεων συνεργασίας ενοχλεί γιατί ανοίγει όλες τις συζητήσεις για πρόσωπα, πολιτικές και προγραμματικές συμφωνίες. Η απόρριψη ή διαμονοποίησή της εγκλωβίζει σε διλλήματα αναντίστοιχα με την πολιτική πραγματικότητα. Και είναι γνωστό ότι στην πολιτική όσο απωθείς μια πραγματικότητα, τόσο αυτή έρχεται πιο κοντά.