Ως Εδώ

ΓΙώργος Κοτανίδης 22 Μαϊ 2018

Την παραμονή των 18ων γεννεθλίων μου στη Θεσσαλονίκη βρέθηκα τυχαία, βολτάροντας με την παρέα μου, μπροστά στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ήταν η νύχτα που άλλαξε τη ζωή μου καθώς θαύμαζα τον Λαμπράκη σαν αθλητή και άνθρωπο με κοινωνική συνείδηση. Ήταν τότε η Θεσσαλονίκη η πρωτεύουσα των τραμπούκων, των «επαγγελματιών εθνικοφρόνων» που οργανωμένοι σε παράνομες παρακρατικές οργανώσεις, τρομοκρατούσαν και έδερναν κάθε πολίτη που είχε άποψη αντίθετη με την εξουσία.

Θυμάμαι τις τεράστιες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που έγιναν τότε αλλά θυμάμαι και πολλά εθνικιστικά βρωμόσκυλα και κόλακες της εξουσίας που ζητωκραύγασαν για τη δολοφονία ενός αγωνιστή που είχε ενοχλήσει την εξουσία. Ήταν η εποχή της άγριας δεξιάς κυριαρχίας και της αμερικανοκρατίας που με πρόσχημα τον λεγόμενο (και ουσιαστικά ανύπαρκτο τότε) κομμουνιστικό κίνδυνο είχε εγκαθιδρύσει το κράτος του τρόμου.

Ήταν μια νύχτα ξέχειλη από τη βία και χάραξε βαθιά μέσα μου την βεβαιότητα ότι ήταν μια προμελετημένη δολοφονία. Και τότε αποφάσισα να ενταχθώ στην αριστερά που βρισκόταν υπό διωγμόν.

Λίγο αργότερα, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης γνώρισα τη βία των τραμπούκων κυριολεκτικά πάνω στο πετσί μου καθώς η ΕΚΟΦ (Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών) σε αγαστή συνεργασία με τις παρακρατικές οργανώσεις και την κάλυψη της αστυνομίας έμπαιναν στο πανεπιστημιακό άσυλο και μας έδερναν κατά βούλησιν.

Η συνείδηση του καθήκοντος κάποιων δικαστικών (εισαγγελέας Μπούτης, ανακριτής Σαρτζετάκης) και η έρευνα ορισμένων τολμηρών δημοσιογράφων αποκάλυψαν την αλήθεια και έβγαλαν στο φως τις εγκληματικές οργανώσεις που έδρασαν με εντολή και καθοδήγηση άνωθεν. Αυτό όμως δεν εμπόδισε, χρόνια αργότερα λίγο πριν τη δικτατορία, ένα στημένο και ελεγχόμενο δικαστήριο, παρά την οξύτατη διαφωνία του εισαγγελέα Δελαπόρτα, να βαφτίσει την οργανωμένη δολοφονία σαν «τροχαίο ατύχημα» και να μοιράσει ποινές-χάδια. Παρακολούθησα αυτή τη δίκη. Ακολούθησε η χούντα όπου η βία νομιμοποιήθηκε και έγινε η βασική μέθοδος αντιμετώπισης των αντιπάλων του καθεστώτος.

Προχθές στη Θεσσαλονίκη, την ημέρα που η πόλη και οι ποντιακές οργανώσεις τιμούσαν τα θύματα της γενοκτονίας των Ποντίων, ο Δήμαρχος της πόλης Γιάννης Μπουτάρης δέχτηκε μια χυδαία επίθεση τραμπούκων που θα μπορούσε να είναι δολοφονική. Και βγήκαν πολλοί που πανηγύρισαν όπως τότε που δολοφονήθηκε ο Λαμπράκης. Είδα τα σχόλιά τους στο διαδίκτυο και έφριξα, κατάλαβα ότι οδηγούμεστε πλέον σε καταστάσεις ανεξέλεγκτες όπου ο καθείς μπορεί να επαινεί και άρα να παροτρύνει τους τραμπούκους που επιτίθενται στους πολιτικούς του αντιπάλους.

Τρόμαξα γιατί ξύπνησε μέσα μου εκείνη η νύχτα του τρόμου της 22ας Μαϊου 1963.

Ο Γιάννης Μπουτάρης δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος, είναι ένας φανατικός Θεσσαλονικιός που ύστερα από μια μεγάλη επιχειρηματική πορεία, ασχολήθηκε πρώτα με τον αθλητισμό (ομάδα μπάσκετ του Άρη) και αργότερα με την προστασία της Αρκούδας μέσα από την οργάνωση «Αρκτούρος».

Εδώ και πολλά χρόνια διεκδίκησε και τελικά κέρδισε δύο θητείες τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν και δεν είναι επαγγελματίας πολιτικός γι αυτό και έλεγε πάντα ανοιχτά τις απόψεις του χωρίς να λογαριάζει το πολιτικό κόστος. Σίγουρα είπε και πράγματα λαθεμένα με τα οποία διαφωνώ κι εγώ και θα τα κρίνει η ιστορία όπως και την όλη θητεία του στο Δήμο που προσωπικά τη θεωρώ θετική.

Ποιά ήταν όμως τα «εγκλήματα» του Γιάννη Μπουτάρη που ενόχλησαν; Και ποιους ενόχλησαν; Το πρώτο έγκλημα ήταν η προσπάθειά του να ξαναφέρει στη Θεσσαλονίκη τους Εβραίους όπου ζούσαν επί πέντε αιώνες και συνέβαλαν αποφασιστικά στον πολιτισμό της πόλης μέχρι να τους αφανίσει ο ναζισμός. Βέβαια αυτό ξύπνησε δυσάρεστες μνήμες στην πόλη για το πώς διαμοιράστηκαν οι περιουσίες τους. Ενοχλήθηκαν όλοι αυτοί οι «επαγγελματίες εθνικόφρονες» που δαιμονοποιούν τους Εβραίους για ότι κακό υπάρχει στην Ελλάδα και τον κόσμο. Το δεύτερο έγκλημα ήταν η προσπάθεια να ξαναφέρει σαν επισκέπτες στη Θεσσαλονίκη τους Τούρκους που κατάγονται από την πόλη και πολλούς άλλους που ήθελαν να προσκυνήσουν το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ που βρίσκεται εκεί.

Αυτοί που οργίστηκαν μαζί του ήταν και πάλι οι «επαγγελματίες εθνικόφρονες» και τα παρακλάδια τους. Πως είναι δυνατόν να τιμά ο Μπουτάρης τον Ατατούρκ, τον υπεύθυνο της γενοκτονίας των Ποντίων. Το τρίτο «έγκλημα» είναι η φιλική του στάση απέναντι στο κράτος των Σκοπίων και προσπάθειά του να φέρει κοντά τους δύο λαούς. Και πάλι οργίστηκαν οι «επαγγελματίες εθνικόφρονες».

Οι απόψεις του Μπουτάρη είναι εκτός του συρμού των απόψεων που επικρατούν για τους κακούς Τούρκους, Εβραίους και Σκοπιανούς που μας επιβουλεύονται και φταίνε για όλα τα δεινά μας. Στηρίζονται στη λογική ότι πρέπει να οικοδομήσουμε το μέλλον με άξονα τη φιλία με τους γείτονες και όχι μόνο με τις εχθρότητες του παρελθόντος. Στη λογική να κάνουμε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Πρέπει να διεκδικούμε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων, (προσωπικά πριν ένα χρόνο μίλησα στη Βιέννη για τη γενοκτονία) αλλά παράλληλα να εργαζόμαστε για την ανάπτυξη της φιλίας των λαών. Και υπάρχουν εκατομμύρια Τούρκοι που αγαπούν την Ελλάδα και τους Έλληνες. Βέβαια αναπτύσσοντας τη ρητορική του ο Μπουτάρης διατύπωσε και απόψεις λανθασμένες ή αμφιλεγόμενες.

Ποιος όμως δίκασε και καταδίκασε τον εκλεγμένο Δήμαρχο ώστε να του επιτίθενται με δολοφονικούς σκοπούς;

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, ζήσαμε μια άνοδο της βίας σε επίπεδο μαζικών εκδηλώσεων είτε σε ατομικό. Μια ακραία γεύση αυτής της βίας ζήσαμε με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Και τότε η πολιτεία με μεγάλη καθυστέρηση αποφάσισε να δράσει εναντίον της Χρυσής Αυγής. Τη ζήσαμε όμως και με τη δολοφονία των υπαλλήλων της Μαρφίν όπου ακόμη οι δολοφόνοι δεν έχουν αποκαλυφθεί.

Βλέπουμε ανθρώπους να δικάζουν με δικούς τους κρυφούς κανόνες και να καταδικάζουν πολιτικά πρόσωπα και στη συνέχεια να τους επιτίθενται με σκοπό τις σωματικές βλάβες ή τη δολοφονία τους. Αλήθεια από ποιόν παίρνουν αυτό το δικαίωμα; Και δυστυχώς εκτός από τις σέχτες όπου ανήκουν οι επιτιθέμενοι, τους καλύπτουν και πολλοί διαφωνούντες με τα θύματα.

Να μιλήσουμε καθαρά: αυτό που προστατεύει κάθε τραμπούκο, κάθε φασιστόμουτρο αλλά και όποιον άλλον που επικαλείται κάποιο δήθεν «επαναστατικό δίκαιο» και δρα κάνοντας άμεσες δολοφονίες, επιδρομές βίας και δολοφονικές απόπειρες, είναι η ανοχή της κοινωνίας και της πολιτείας. Σε κάθε βίαιη επίθεση, μια ομάδα ανθρώπων που διαφωνεί με το θύμα, επικροτεί με τις επιθέσεις αυτές. Και να πούμε ξεκάθαρα: όλοι αυτοί που επικροτούν αυτές τις επιθέσεις γίνονται συνένοχοι των δολοφόνων.

Η δημοκρατία μας για την οποία αγωνιστήκαμε την περίοδο της χούντας αλλά και της μεταπολίτευσης, είναι ατελής και ρηχή, πρέπει όμως να αποφασίσουμε αν θέλουμε να την υπερασπιστούμε και να την βαθύνουμε, να την κάνουμε δικαιότερη ή να την καταργήσουμε ενδίδοντας σε κάθε μειονότητα που την υπονομεύει. Να αποφασίσουμε ότι η φράση «διαφωνώ με ότι λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες» που αποδίδεται στον Βολταίρο, δεν είναι κενό γράμμα αλλά αναγκαιότητα για την ύπαρξη της δημοκρατίας.

Είναι ανάγκη να πούμε ένα μεγάλο και αποφασιστικό ΟΧΙ σ αυτή την ανεξέλεγκτη βία. Όλοι οι υπεύθυνοι πολίτες πρέπει να αντιδράσουμε αποφασιστικά. Όλοι όσοι ζήσαμε τη βία στο πετσί μας και είδαμε τη χώρα να κατρακυλάει από την ανεξέλεγκτη βία στο φασισμό πρέπει να πούμε: ΩΣ ΕΔΩ.

 

ΥΓ. Πριν μια εβδομάδα προβλήθηκε στην ΕΡΤ το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου «Γρηγόρης Λαμπράκης, Μαραθώνιος μιας ημιτελούς άνοιξης». Είναι καλό να παιχτεί και να ξαναπαιχτεί για να το δουν όσο περισσότεροι γίνεται.