Περί ρεμάτων και θρήνων

ΓΙώργος Κοτανίδης 17 Νοε 2017

Παρακολουθώ τα δελτία των ειδήσεων να μεταδίδουν τις εικόνες της καταστροφής που προκάλεσαν οι καταρρακτώδεις βροχές στους ανθρώπους και τα κτίσματά τους. Οι παρουσιαστές μιλούν συγκινημένοι, σχεδόν θρηνούν μπροστά μας σα να θέλουν να μας δείξουν ότι υποφέρουν, ότι η τραγωδία τους αγγίζει. Όμως ενδιαφέρονται κυρίως για τα ποσοστά τηλεθέασης κατ’ εντολήν των όποιων διευθυντών τους, γι αυτό η οθόνη είναι πλημμυρισμένη από τους χείμαρρους και τις καταστροφές. Δεν μας μεταδίδουν την είδηση, πουλούν την ΕΙΚΟΝΑ της καταστροφής, την εμπορεύονται. Το ότι βγαίνουν για λίγο κάποιοι ειδικοί γίνεται για άλλοθι, για να δείξουν ότι τους ενδιαφέρει το πρόβλημα. Μόλις όμως ένας ειδικός προχωρήσει σε βάθος, τον διακόπτουν για να πλημμυρίσει ξανά η οθόνη από τα νερά.

 

Το σόου αυτό δεν είναι δημοσιογραφία  και οι συμμετέχοντες στο σόου δεν ασκούν το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Διότι όταν σε μερικούς μήνες που θα ξεχαστεί η καταστροφή και εξακολουθήσουν να μπαζώνονται τα ρέματα και πάνω τους να χτίζονται σπίτια και εργοστάσια, ουδείς θα το αναφέρει, τα δελτία ειδήσεων θα το αποσιωπήσουν. Όμως το νέο μπάζωμα είναι η πλέον σημαντική είδηση. Η αποσιώπηση των νέων αυθαιρέτων αποτελεί συμμετοχή στο έγκλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος, είναι συγκάλυψη, ενώ η ανακάλυψη και ανάδειξη της αυθαιρεσίας είναι η αληθινή δημοσιογραφία. Λίγοι δημοσιογράφοι υπηρετούν αυτήν τη δημοσιογραφία αλλά και όταν το κάνουν, το θέμα πνίγεται στα λασπόνερα μαζί με την αλήθεια.

Το ίδιο συμβαίνει με τις πυρκαγιές. Όταν καίγονται τα δάση, οι οθόνες των καναλιών είναι γεμάτες από φλόγες, οι παρουσιαστές σχεδόν δακρύζουν από το βάρος της τραγωδίας. Την ζουν σαν καλοί υποκριτές και καταγγέλλουν τους μέλλοντες καταπατητές. Και εμείς καταναλώνουμε τα θεάματα. Όταν όμως έρθει η ώρα των καταπατητών που χτίζουν τα αυθαίρετά τους πάνω στα καμένα, ουδείς το αναφέρει. Ίσως γιατί δεν πουλάει. Πιθανόν επειδή ο καταπατητής είναι ένας συνεταιρισμός δημοσιογράφων ή αξιωματικών ή καλλιτεχνών ή υπαλλήλων του τάδε υπουργείου. Ίσως να έχει προηγηθεί το τηλεφώνημα ενός υπουργού, ενός νομάρχη, ενός περιφερειάρχη ή κάποιου άλλου υψηλόβαθμου της τοπικής αυτοδιοίκησης ή γενικότερα της εξουσίας. Ίσως υπάρχουν κάποιοι εξάδελφοι ή συγγενείς στην πολεοδομία. Κανείς δεν τολμά να θίξει το πρόβλημα εν τη γενέσει του. Όμως δημοσιογραφία σημαίνει να αποκαλύπτεις και όχι να συγκαλύπτεις.

Θυμάμαι τα «δάκρυα» των τηλεπαρουσιαστών όταν καιγόταν η Παλλήνη πριν περίπου τριάντα χρόνια. Δεν θυμάμαι όμως καμιά καταγγελία δημοσιογράφου όταν τα καμένα έγιναν πολυκατοικίες. Έτσι αποψιλώθηκε η Αττική και κοντεύει να μείνει χωρίς δάση, δίχως πεύκα, χωρίς χελώνες και χωρίς κουκουβάγιες.

Ας μη γελιόμαστε. Η διαφθορά που κυριαρχεί σε όλο το φάσμα της οικοδομής έχει συνένοχους σε όλο την κοινωνία. Είναι το κοινά αποδεκτό έγκλημα στο οποίο συνεργάζεται μια ολόκληρη αλυσίδα υπευθύνων: συνεταιρισμοί που καταπατούν, πολεοδομίες που λαδώνονται για να δώσουν άδειες, αστυνομικές αρχές που τα παίρνουν και αλληθωρίζουν, μηχανικοί και αρχιτέκτονες που νομιμοποιούν τις αυθαιρεσίες επ’ αμοιβή, δημοτικές αρχές και περιφέρειες που εγκρίνουν τις καταπατήσεις τσεπώνοντας μίζες. Όλο αυτό το φαύλο κύκλο των λαδωμάτων και παρανομιών τον χρηματοδοτεί ο πολίτης που θέλει να αποκτήσει την παράνομη στέγη του.

Και στο τέλος έρχεται μια κυβέρνηση και τα νομιμοποιεί όλα για να μη δυσαρεστήσει τους πελάτες της επικαλούμενη πάντα και λόγους κοινωνικής πολιτικής. Και εισπράττει χρήματα από τα πρόστιμα των νομιμοποιήσεων γεμίζοντας τα ταμεία της για να διορίσει νέους υπάλληλους που με τη σειρά τους θα συνεχίζουν το ίδιο βιολί. Η αυθαιρεσία και η διαφθορά στον τομέα της οικοδομής είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, είναι ακλόνητη και πανίσχυρη.

Όταν τα δάση καίγονται, η γη δεν απορροφά πια τις βροχές που πέφτουν και τα νερά τρέχουν με δύναμη στα υπάρχοντα φυσικά ρέματα. Όταν μπαζώνουμε τα ρέματα, τα νερά δεν έχουν το φυσικό τους δρόμο και πλημμυρίζουν τα πάντα. Άρα το μπάζωμα είναι έγκλημα. Ξέρετε κανέναν που καταδικάστηκε για τα χιλιάδες μπαζωμένα ρέματα;

Ζω δίπλα στο μπαζωμένο ρέμα του ιστορικού ποταμού της Αθήνας, του Ιλισού που λέγεται πλέον Μιχαλακοπούλου. Ελάχιστοι τον θυμούνται και σε λίγα χρόνια δε θα τον θυμάται κανείς. Μαζί με τον ποταμό Ιλισό χάνουμε και την ιστορική μας μνήμη.

Τα πρώτα αυθαίρετα της Αθήνας κτίστηκαν στους πρόποδες της Ακρόπολης από δύο μαστόρους από την Ανάφη που δούλευαν στα έργα αναστήλωσης του ναού της Νίκης, κάπου στα 1835. Τώρα είναι μια γραφική γειτονιά που ονομάζεται Αναφιώτικα. Με τα χρόνια συσσωρεύτηκαν νέες γενιές αυθαιρέτων, με αποτέλεσμα η Αθήνα σε πολλές περιοχές να θυμίζει τριτοκοσμικό τέρας. Υπήρχαν παλιά στο λεκανοπέδιο 365 ρέματα αν θυμάμαι καλά. Τώρα είναι μπαζωμένα και κτισμένα. Η παγκόσμια ιστορία των αυθαιρέτων αρχίζει και τελειώνει στην Αθήνα.

Ήρθε η στιγμή να αντιδράσουμε. Να απαιτήσουμε να εφαρμοστεί τουλάχιστον ο νόμος που λέει ότι όσα αυθαίρετα έγιναν μετά το 2011 πρέπει να γκρεμιστούν.

Ας πάρει την πρωτοβουλία η κυβέρνηση να προτείνει στα άλλα κόμματα να συμφωνήσουν όλοι ανεξαιρέτως για το σταμάτημα των αυθαιρέτων και το γκρέμισμά τους. Θα κερδίσει ένα θετικό πρόσημο και θα καταγραφεί σαν κυβέρνηση που σταμάτησε την αυθαιρεσία. Και αν δεν το κάνει η κυβέρνηση ας το κάνει η αντιπολίτευση, η μεγάλη ή η μικρή. Ας βγει ένα κόμμα ή έστω ένας βουλευτής να ξεκινήσει τη μάχη μέσα στη βουλή ώστε να δεσμευτούν όλοι ότι θα μπει ένα τέλος στα αυθαίρετα. Θα κινητοποιηθούμε και οι πολίτες.

Πριν σαράντα τέσσερα χρόνια ξεσηκωθήκαμε στο Πολυτεχνείο για να ρίξουμε τη χούντα. Τώρα πρέπει να ξεσηκωθούμε ενάντια στον κακό εαυτό μας. Να αγωνιστούμε για το περιβάλλον είναι το σημερινό επαναστατικό μας καθήκον.

Αλλιώς θα συνεχίσουμε να αρμενίζουμε στραβά πάνω στους χείμαρρους και τις λασπωμένες λίμνες θρηνώντας υποκριτικά μετά από κάθε καταστροφή.