Για μια οικονομική πολιτική με κέντρο τον κόσμο της εργασίας

Ηλίας Κικίλιας 24 Οκτ 2013

Θα αρχίσω με ένα ερώτημα. Ποιος είναι ο κινητήρας της οικονομικής προόδου και ανάπτυξης; Κάποιοι θα απαντήσουν ότι είναι οι επενδύσεις, άλλοι θα τονίσουν την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία, την εξωστρέφεια, την επιχειρηματικότητα, την δημοσιονομική ή και την πολιτική σταθερότητα, την ποιότητα των θεσμών κλπ.

Όλα αυτά είναι σωστά και όλα έχουν τη σπουδαιότητά τους, αλλά εγώ θα υποστηρίξω ότι ο πραγματικός κινητήρας της οικονομικής και κοινωνικής προκοπής είναι ο κόσμος της εργασίας, η μικρή και μεσαία τάξη, και ότι για να κινηθεί και πάλι η μηχανή αυτή πρέπει να επενδύσουμε σε τρία πράγματα: σε δουλειές και απασχόληση, σε εκπαίδευση και γνώσεις, και σε ευκαιρίες. Πρέπει να επικεντρώσουμε στις περιοχές αυτές, για να κάνουμε τη χώρα μας ένα μαγνήτη για καλές δουλειές, να εξασφαλίσουμε ότι τα παιδιά μας, οι νέοι και οι εργαζόμενοι έχουν τα προσόντα να δουλέψουν στις θέσεις αυτές, και να εξασφαλίσουμε ότι η σκληρή και παραγωγική δουλειά διασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή και την προοπτική ότι τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερα από εμάς.

Είναι σωστό ότι τις θέσεις εργασίας τις δημιουργούν οι παραγωγικές και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Αλλά το μείζον πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι εργαζόμενοι και η τεράστια μεσαία τάξη τις Ευρώπης δεν έχουν αρκετή αγοραστική δύναμη για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις και η οικονομία. Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, είναι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης που δημιουργεί τις δουλειές.

Ακόμα και πριν την κρίση, ζήσαμε μια δεκαετία που οι περισσότερες οικογένειες δούλευαν σκληρά απλά για να τα βγάλουν πέρα με την καθημερινότητα και να μπορούν να πληρώνουν τα δάνεια που πολλές φορές δεν ήταν για καταναλωτισμό, διακοπές και ακριβά αυτοκίνητα, αλλά για να ανακτήσουν τις μικροπεριουσίες που αναδιανεμήθηκαν στους ελάχιστους κερδισμένους από την πρωτοφανή κερδοσκοπία του 1998-99. Αλλά παρά το γεγονός ότι δουλεύαμε τις περισσότερες ώρες στον κόσμο μετά την Κορέα και 35% περισσότερο από τους Γερμανούς, οι τελευταίοι ήταν 70% πιο παραγωγικοί, όχι λόγω υπέρτερης ευφυΐας ή καλύτερης υγείας ούτε γιατί έχουν 70% περισσότερες γνώσεις και προσόντα. Αλλά γιατί δουλεύουν σε μια παραγωγική οικονομία.

Δεν αρκεί, λοιπόν, η σκληρή δουλειά και προσπάθεια. Πως, λοιπόν, ο κόπος και ο μόχθος του εργαζόμενου μπορεί να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή και προοπτική για τα παιδιά μας; Αν έχουμε αποφασίσει ότι θα μετέχουμε στον λεγόμενο ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, υποχρεούμαστε να συμμετέχουμε στον σύγχρονο καπιταλισμό. Τι προσαρμογές απαιτούνται για να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένων αγορών και στυγνού ανταγωνισμού; Είναι αναγκαίο οι προσαρμογές αυτές να καταστρατηγήσουν τις αξίες της πλήρους απασχόλησης, της κοινωνικής προστασίας, της ισότητας και της ισοπολιτείας ; Η απάντησή μου είναι ότι όταν οι καιροί αλλάζουν, η τήρηση και η πίστη στις θεμελιώδεις αρχές μας απαιτούν να δίνουμε νέες και καθαρές απαντήσεις στις νέες προκλήσεις. ¨Ότι η διατήρηση και προαγωγή των ατομικών μας ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων απαιτεί συλλογική δράση.

Ότι μπορεί να υπάρξει μια οικονομική πολιτική με κέντρο τον άνθρωπο, μια αξιοπρεπή ζωή για τον εργαζόμενο και την οικογένειά του, ένα σπίτι που μπορείς να το πληρώσεις, μια ασφαλή σύνταξη που σου επιτρέπει να ζεις με αξιοπρέπεια μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, ένα σύστημα υγείας που σε στηρίζει στις δύσκολες ώρες, την βάσιμη ελπίδα ότι τα παιδιά μας θα έχουν δίκαιες ευκαιρίες να ζήσουν καλύτερα αν προσπαθήσουν αρκετά, την προοπτική για πρόοδο και προκοπή στις πιο αδύναμες και φτωχές οικογένειες.

Αφού ο δυναμισμός μιας παραγωγικής οικονομίας είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για την διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα πρέπει να είναι ψηλά στις προτεραιότητές μας, Διαπιστώσαμε με οδυνηρό τρόπο ότι όταν δεν δημιουργούμε νέο πλούτο και νέα αξία, η αύξηση του εθνικού προϊόντος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη μια ισχυρή οικονομία αλλά μπορεί να συνυπάρχει με μια σαθρή οικονομία που αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει συμπαρασύροντας τις παραγωγικές της δυνάμεις, τις υγιείς επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Έχουμε κατανοήσει, πλέον, ότι οι παραγωγικές επιχειρήσεις και όχι το κράτος είναι ο δημιουργός των θέσεων εργασίας με βιώσιμα εισοδήματα που μπορούν να στηρίξουν με αξιοπρέπεια τις οικογένειες των εργαζομένων. Αλλά η δημιουργία των συνθηκών όπου και οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι μοιράζονται την επιτυχία με δικαιοσύνη, είναι δουλειά των κυβερνήσεων, είναι μια ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ.

Η δημιουργία νέου πλούτου και αξίας εξαρτάται από τον βαθμό ανάληψης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και καινοτομιών. Η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα είναι στην ουσία τους ανάληψη κινδύνων και ρίσκων, αυτό είναι που τις καθιστά πηγή κοινωνικού πλούτου και αξίας. Είναι εξόχως παραπλανητική η αντίληψη ότι η Συντήρηση προωθεί ένα πνεύμα πρωτοβουλίας, ελευθερίας και ανάπτυξης της παραγωγικής επιχειρηματικότητας. Αντιθέτως, υπερασπίζεται και ενθαρρύνει προνόμια, εισοδήματα και προσόδους, δηλαδή κυβερνητικές πολιτικές που επιτρέπουν στους ισχυρούς να νέμονται εισοδήματα που δεν προέρχονται από την παραγωγή νέου πλούτου και αξίας αλλά από ανταμοιβές κεφαλαίων τοποθετημένων σε μη παραγωγικές χρήσεις ελάχιστου ρίσκου που δεν ευνοούν την ανάπτυξη και την ευημερία και εντείνουν τις ανισότητες. Το ίδιο ισχύει με την προστασία προνομίων που εδράζονται στην αποθάρρυνση της παραγωγικότητας. Αυτά ισοδυναμούν σήμερα με το ισχυρότερο, ίσως, πλήγμα στην αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας. Η προάσπιση των αμοιβών και των επιχειρηματικών κερδών από παραγωγική προσπάθεια, πρωτοβουλία και καινοτομία, των εισοδημάτων, δηλαδή, που πηγάζουν από την δημιουργία νέου πλούτου, αξίας και την αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί το προνομιακό πεδίο της Προόδου.

Σε ένα κόσμο που ο ανταγωνισμός στις αγορές είναι στυγνός και ανηλεής, που τα επενδυτικά και χρηματιστικά κεφάλαια κινούνται ελεύθερα μεταξύ χωρών με πρωτοφανή ταχύτητα, ο δυναμισμός όλης της οικονομίας καθορίζεται ουσιαστικά από την ενεργητικότητα και την απόδοση του διεθνούς παραγωγικού και εξωστρεφούς τομέα. Αυτός είναι η μοναδική βιώσιμη ατμομηχανή που δίνει τον τόνο και τον ρυθμό στο σύνολο, η κινητήριος δύναμη από την οποία προέρχεται η βιώσιμη αύξηση του εισοδήματος και οι απαραίτητοι επενδυτικοί πόροι. Το 2009 η ατμομηχανή αυτή αντιστοιχούσε περίπου στο 20% της οικονομίας μας. Το πόσο μεγάλη πρέπει να είναι εξαρτάται από την δύναμή της, από την παραγωγικότητα της οικονομίας. Με τα σημερινά επίπεδα παραγωγικότητας, η βιωσιμότητα της οικονομίας μας απαιτεί έναν διεθνή τομέα που θα συνεισφέρει τουλάχιστον το 1/3 του εθνικού προϊόντος.

Ο στόχος αυτός συνεπάγεται την μεταστροφή της αγροτικής πολιτικής από την εγγύηση τιμών και εισοδημάτων. Την επαν-εφεύρεση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής που δεν στοχεύει σε κλάδους και επιχειρήσεις – ή επιχειρηματίες – αλλά σε παραγωγικές αλυσίδες αξίας όπου το κράτος δημιουργεί ευνοϊκούς όρους ανάπτυξης και δίνει προτεραιότητα στην εξασθένηση της δύναμης των ολιγοπωλίων και της ολιγαρχίας, την απελευθέρωση των αγορών από τους κρατικούς ελέγχους που ωφελούν τους λίγους και ισχυρούς, που διατηρούν τα υψηλότερα εμπόδια στην Ευρώπη σχετικά στην επιχειρηματικότητα, το εμπόριο και τις επενδύσεις.

Γνωρίζουμε, όμως, ότι η ελεύθερη αγορά δεν σημαίνει ασυδοσία, την άδεια να παίρνεις ότι μπορείς από όσους μπορείς. Η ελεύθερη αγορά δουλεύει μόνο όταν υπάρχουν κανόνες που διασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός είναι δίκαιος, ανοικτός και έντιμος. Όταν εξαναγκάζει τις επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται προσφέροντας καλύτερες υπηρεσίες και ασφαλή προϊόντα σε καλύτερες τιμές, χωρίς εξαντλητικά και απλήρωτα ωράρια, την κρατική ρύθμιση των κατώτατων μισθών και την συνολική αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων και της συλλογικής διαβούλευσης – που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, (Γιατί πιστεύω ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών δεν θέλουμε απλά να συμμετέχουμε στην ευρωζώνη, αλλά στην Ευρώπη ως σύστημα δημόσιας ζωής) – και οδήγησαν στην πρωτοφανή έξαρση της μαύρης εργασίας. Αυτές είναι οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές της Προόδου, ο μοναδικός τρόπος να έχει αντίκρισμα ο μόχθος του εργαζόμενου. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ.

Είναι σφάλμα, όμως, να αναμένουμε ότι η μείωση της ανεργίας μπορεί να προέλθει γενικά και αόριστα από την οικονομική ανάπτυξη, ή με κάποιον αυτόματο τρόπο από την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ο διεθνής τομέας είναι αναμφίβολα η ατμομηχανή, αλλά ο όγκος της απασχόλησης εξαρτάται από το πόσους επιβάτες χωράνε τα βαγόνια, από τις υπόλοιπες δραστηριότητες, δηλαδή, της οικονομίας, τον εσωτερικό, θα λέγαμε, τομέα όπου τα προϊόντα και οι υπηρεσίες παράγονται και καταναλώνονται τοπικά.

Έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να συνδυάσουμε την σταδιακή αλλά διατηρήσιμη μείωση της ανεργίας με την απαραίτητη αλλαγή στην κοινωνική μας πολιτική, χωρίς την αναγκαστική αύξηση της δημόσιας δαπάνης και των φόρων. Δύο είναι, κατά την άποψή μου, οι στρατηγικές προτεραιότητες.

Η πρώτη αφορά στην δημιουργία ενός μεγάλου δικτύου κοινωνικών υποστηρικτικών υπηρεσιών μέσω συμπράξεων του δημοσίου, του ιδιωτικού και του κοινωνικού τομέα. Υπηρεσίες προς τα παιδιά, τους νέους, τους ανέργους, τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα την εργαζόμενη γυναίκα, τις οικογένειες και τους ηλικιωμένους. Αυτό, όμως, απαιτεί την ριζική μεταστροφή της κοινωνικής μας πολιτικής που σήμερα βασίζεται κατά 70% σε επιδόματα – που δίνονται με βάση την ομάδα που ανήκει κανείς και όχι την κοινωνική ανάγκη – και 30% σε ασταθείς υπηρεσίες αμφίβολης ποιότητας, πελατειακού χαρακτήρα, και περιορισμένης κοινωνικής αξίας. Ένας εφικτός στόχος θα ήταν η αύξηση της αναλογίας των κοινωνικών υπηρεσιών στο 40% – 50%, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ένα δίκτυο υπηρεσιών δημοσίου χαρακτήρα, υπό την εποπτεία, τη ρύθμιση, την καθολική ή μερική χρηματοδότηση και τον έλεγχο του κεντρικού κράτους, με κυρίαρχο τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά χωρίς την αναγκαστική επέκταση της δημόσιας απασχόλησης. Γιατί, όπως διαπιστώσαμε με οδυνηρό τρόπο, το κρατικό δεν εξυπηρετεί αναγκαστικά το δημόσιο, το δημόσιο δεν είναι ταυτόσημο με το κρατικό. Μια υπηρεσία δεν λειτουργεί αναγκαστικά για το δημόσιο συμφέρον, απλά και μόνο επειδή χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους, ο φορέας που την παρέχει είναι κρατικός και οι εργαζόμενοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Μια υπηρεσία είναι δημοσίου χαρακτήρα όταν αποδίδει κοινωνική αξία, όταν η τιμή της δεν καθορίζεται με όρους αγοράς αλλά με όρους ανάγκης των πολιτών στους οποίους απευθύνεται, όταν ο φορέας που την παρέχει -δημόσιος, ιδιωτικός, κοινωνικός ή η σύμπραξή τους – καθορίζεται με όρους αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Όταν δηλαδή το αναγκαίο κόστος αποδίδει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος. Μόνο τότε ο κόπος των εργαζόμενων πιάνει τόπο. Μόνο έτσι μπορούν οι πολίτες της χώρας να υπερασπίζουν το δημόσιο συμφέρον στην καθημερινή πρακτική.

Η δεύτερη στρατηγική προτεραιότητα αφορά στην μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για τους χαμηλόμισθους και τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, που θα συμβάλλει σημαντικά στην ριζική καταπολέμηση της μαύρης εργασίας. Σήμερα, και μετά τις διάφορες οριζόντιες και συνεπώς αναποτελεσματικές παρεμβάσεις του μνημονίου, η φορολογική σφήνα για τους χαμηλόμισθους είναι 40%. Τι σημαίνει αυτό; ¨Ότι για τα 586 μεικτά του κατώτατου μισθού, ο εργαζόμενος παίρνει καθαρά τα 500 ενώ ο εργοδότης πληρώνει σχεδόν τα διπλά, 850 ευρώ. Ο ένας πληρώνει πολλά ενώ ο άλλος παίρνει πολύ λίγα. Δεν είναι ηθικοί οι λόγοι έξαρσης, λοιπόν, της μαύρης εργασίας. Το σημαντικό είναι ότι ενώ η φορολογική επιβάρυνση των χαμηλόμισθων δεν έχει ουσιαστική επίπτωση στην απασχόληση στον διεθνή τομέα, έχει τρομακτική επίδραση, αρνητική φυσικά, στους κλάδους χαμηλότερης παραγωγικότητας του εσωτερικού τομέα, τις υπηρεσίες, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, που είναι όπως είπαμε, ο χώρος από τον οποίο μπορεί να προέλθει η αύξηση του όγκου της απασχόλησης.

Μα, η μείωση των εισφορών δεν θα μειώσει τα έσοδα άρα και την δαπάνη που μπορεί να χρηματοδοτηθεί; είναι η λογική ερώτηση. Δηλαδή, πως είναι δυνατή η πολιτική αυτή χωρίς περαιτέρω μείωση των δαπανών για συντάξεις και πρόνοια, στη σημερινή συγκυρία; Η απάντηση είναι αυτή που στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουμε. Σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή ανέρχεται σήμερα σε περίπου 6,5 μονάδες του ΑΕΠ. Η απόκρυψη εισοδήματος εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 10% για τα δηλωμένα φτωχότερα και μέσα εισοδήματα, αλλά ως 60% για τα δηλωμένα εισοδήματα των πλουσιότερων στρωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι μια ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής μπορεί να αποφέρει τα αναγκαία έσοδα για την απαραίτητη στοχευμένη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στους χαμηλόμισθους και τους νέους, την καταπολέμηση της μαύρης εργασίας και την αύξηση της απασχόλησης, χωρίς την αύξηση των φορολογικών συντελεστών. ΑΥΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ.

Είναι ευνόητο ότι δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε τα κοινωνικά δικαιώματα ούτε να υπάρξει πολιτική για δουλειές με αξιοπρέπεια και προστασία χωρίς να θεμελιώνεται και να είναι συντονισμένη με μια νέα βιομηχανική, φορολογική, δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική. Το αναζητούμενο Εθνικό Σχέδιο. Δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τις αξίες μας για πλήρη απασχόληση και κοινωνική προστασία, αν δεν κατανοήσουμε ότι πλήρης απασχόληση σήμερα δεν έχει σχέση με τη δεκαετία του 1960, αλλά σημαίνει μια κοινωνία στην οποία η ανεργία έχει πολύ μικρή διάρκεια, μια κοινωνία ευκαιριών, χωρίς συντεχνιακές κάστες όπου ο καθένας έχει διαρκώς τη δυνατότητα να αλλάζει επάγγελμα, να μαθαίνει και να ξαναμαθαίνει. Κοινωνικά δικαιώματα δεν σημαίνουν μια κοινωνία θυλάκων, τη διανομή επιδομάτων σε «ομάδες» που η καθεμία υπερασπίζεται το χώρο της σαν «εθνική επικράτεια», αντιμετωπίζει τους άλλους ως «ξένο έδαφος» και όλα γίνονται στο όνομα του λαού. Σημαίνει κοινωνικές υπηρεσίες δημόσιου χαρακτήρα, αλλά όχι αναγκαστικά κρατικής ιδιοκτησίας, υψηλής ποιότητας και αποδοτικότητας, που να στηρίζουν τους νέους, τους ανέργους, τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Για να διατηρήσουμε τις ουσιαστικές αξίες μας πρέπει να ανατρέψουμε τα κατεστημένα πρότυπα.

Ελπίζω επόμενες εκδηλώσεις σαν τη σημερινή να μας δώσουν την ευκαιρία να μιλήσουμε πολύ πιο συγκεκριμένα και αναλυτικά για τις προτεραιότητες που πιστεύουμε ότι πρέπει να τεθούν από τις δυνάμεις της προόδου στο σχεδιασμό του νέου ΕΣΠΑ αλλά και τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πολιτικές. Οι πάνω από 25 εκατ. άνεργοι, τα 62 εκατ. που ζουν σε οικογένειες χωρίς κανένα εργαζόμενο και οι 130 εκατ. φτωχοί στη σημερινή Ευρώπη, δηλώνουν την παταγώδη αποτυχία των πολιτικών για τις οποίες δαπανήθηκαν 70 δις. ευρώ από την ΕΕ την τελευταία πενταετία

Τα παραπάνω αποτελούν, πιστεύω, ένα ρεαλιστικό πλαίσιο που προδιαγράφει με αρκετά σαφή τρόπο την χάραξη μιας συγκεκριμένης, προοδευτικής και δυναμικής πολιτικής απασχόλησης, εργασιακών σχέσεων και κοινωνικής προστασίας, συμβατής με την ανταγωνιστικότητα και τον οικονομικό δυναμισμό, αλλά πάνω απ’ όλα με την προσδοκία ότι ο κόπος μας ως εργαζόμενοι μπορεί να διασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή στις οικογένειες μας και προοπτική για τα παιδιά μας στο μέλλον.

Πιστεύω ακράδαντα ότι μια οικονομική πολιτική με κέντρο τον άνθρωπο, τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους, την μικρή και μεσαία τάξη, αφορά στην ουσία το δημοκρατικό περιεχόμενο του κοινωνικού κράτους. Γιατί, τα πολιτικά δικαιώματα αποκτούν δημοκρατικό νόημα μόνο στον βαθμό που θεμελιώνονται σε κοινωνικά δικαιώματα. Η ανεργία και η φτώχεια αλλά πάνω από όλα ο φόβος και η έλλειψη προοπτικής αποτελούν το μέτρο του δημοκρατικού ελλείμματος της κοινωνίας μας.

* Ομιλία στην Ημερίδα της Δημοκρατικής Αριστεράς για την Οικονομία «Ποιος δρόμος; Ύστερη μνημονιακή και μεταμνημονιακή Ελλάδα»