Η Ελλάδα που αντιστέκεται (αλλά σε τι;)

Θανάσης Διαμαντόπουλος 28 Μαρ 2012

Για ένα, ενδεχομένως πλειοψηφικό, τμήμα του λαού μας είναι ασφαλώς δυσβάστακτη. Αναφέρομαι, βέβαια, στην εξαιρετικά βίαιη προσαρμογή της κοινωνίας μας σε μια νέα πραγματικότητα, άπειρα χειρότερη από αυτήν που είχαμε συνηθίσει να θεωρούμε ως δεδομένη. Και είναι δυσβάστακτη όχι μόνο με τα μέτρα των προσδοκιών που δημιουργήθηκαν – περίπου σε όλους μας – κατά την περίοδο της ανέφελης, άνευ όμως βάσεων ή θεμελίων, ευημερίας μας. Αλλά και με εκείνα που θα προσδιόριζε η απαίτηση λογικών σημερινών ανθρώπων του δυτικού κόσμου για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή. (Αλλωστε η καταβαράθρωση του βιοτικού μας επιπέδου είναι κεντρικό θέμα και στις γαλλικές προεδρικές εκλογές: άλλοι υποψήφιοι καταγγέλλουν ως υπαίτιο γι’ αυτήν τον ανάλγητο διεθνή καπιταλισμό και άλλοι την αφροσύνη του λαού μας και των πολιτικών που επέλεγε). Ωστόσο…

Η προεξοφλούμενη ακραία αντίδραση των ελλήνων πολιτών – και – στις κάλπες, επομένως η αναμενόμενη ευρύτατη απορριπτική στάση τους προς τις πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίστηκαν, είτε εξαρχής είτε στην πορεία, τη μνημονιακή προσαρμογή, δεν οφείλεται αποκλειστικά στη σκληρότητά της, δηλαδή στη βιαιότητα του επιβληθέντος «εξορθολογισμού» (αν και, για ορισμένες τουλάχιστον πτυχές του, δεν πιστεύω πως δικαιολογούνται τα εισαγωγικά στη συγκεκριμένη λέξη). Οφείλεται επίσης, αν όχι κυρίως, στο ότι αυτός είναι ξενόφερτος. Οπως, αντίστοιχα, έξωθεν επιβεβλημένες στην – πάντα αντιστεκόμενη – ελληνική κοινωνία υπήρξαν και οι περισσότερες φάσεις εκσυγχρονισμού μας τα τελευταία 100 χρόνια. Ειδικότερα…

Το 1916 ένα από τα μαζικότερα λαϊκά κινήματα που δημιουργήθηκαν στον τόπο μας, αυτό των αντιβενιζελικών Επιστράτων, είχε ως κύριο, αν και εν μέρει ανομολόγητο, στόχο την εναντίωση στον – εκφραζόμενο από τον βενιζελισμό – πολιτικό και πολιτιστικό εκδυτικισμό μας, επίσης και τότε έξωθεν επιβαλλόμενο. Το ίδιο περίπου θα μπορούσε να αναφερθεί ως βασικό κίνητρο – βασικότερο, πιθανότατα, από την εξισωτική διάσταση του κινήματός τους – για τις κοινωνικές δυνάμεις που στελέχωσαν τον λεγόμενο «Δημοκρατικό Στρατό» την περίοδο 1946-49. Ενώ και στη δυτικόφιλη κεντρική πολιτική επιλογή του (μεταδικτατορικού) Κωνσταντίνου Καραμανλή το εθνικό εκλογικό σώμα απάντησε το 1981 ψηφίζοντας, σε ποσοστό κατά τι παραπάνω από 60%, κόμματα μετωπικά εναντιούμενα σ’ αυτήν.

Από τη συγκεκριμένη άποψη, λοιπόν, η ιστορική εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, σύντομης παρένθεσης ανάμεσα στο 2ο και το 3ο γερμανικό Ράιχ – στην οποία τόσο συχνά γίνεται αναφορά στις μέρες μας από πολλούς δημοσιολογούντες -, είναι περισσότερο από διαφωτιστική. Δημοκρατία «επιβληθείσα» σε έναν λαό χωρίς σχετικά βιώματα, επιβληθείσα μάλιστα από τους εχθρούς του, άντεξε μόνο όσο η «προσβολή» δεν συνοδευόταν και από οικονομική κρίση. Στη συνέχεια, το ξενόφερτο έδειξε πόσο εύτρωτο είναι. Ανεξάρτητα από τον εκσυγχρονιστικό του χαρακτήρα…

Το ότι στην Ελλάδα της τελευταίας δραματικής διετίας αντιμετωπίζεται ως εκδήλωση ξενικής κατοχής οτιδήποτε έχει να κάνει με οικονομίες, και άρα εξορθολογισμό στα δημόσια οικονομικά, αυτό είναι λοιπόν φυσικό. Συνδέεται, άλλωστε, και με την ιστορία του τόπου. Χαρακτηριστικό: ο Αρθούρος ντε Γκομπινό, πρόδρομος των φυλετικών θεωριών αλλά και ταξιδιώτης με διεισδυτικό βλέμμα πάνω στη χώρα μας του 19ου αιώνα, έγραφε τότε πολύ διεισδυτικά: «Αυτό που δεν είχαμε δει πουθενά στον κόσμο είναι ένα έθνος το οποίο ολόκληρο κυριαρχείται από την αντίληψη ότι μόνο το κράτος έχει λεφτά και η κοινωνία πρέπει να κάνει οτιδήποτε για να του τα αφαιρέσει και να τα ενθυλακώσει»…

Η προσέγγιση, δε, αυτή επιβεβαιώνεται και από το παρόν μας, από τις ακόμη και σήμερα απόλυτα κυριαρχούσες αντιλήψεις μας. Ας μου επιτραπεί ένα προσωπικό, αλλά ενδεικτικό πιστεύω, παράδειγμα. Αφού εξόφλησα προ ημερών τον υπεύθυνο τελετών για την εκδημία της μητέρας μου, επειδή είχα κάνει ιδιαίτερα λιτή τελετή και το ποσό ήταν σχετικά μικρό, μου πρότεινε – με απόλυτη εκ μέρους του ανιδιοτέλεια(!) – να μου δώσει απόδειξη με υψηλότερο ποσό, γιατί το Ταμείο της μπορούσε να δικαιολογήσει περισσότερα. Ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν το σκεπτικό του: «Μα αφού δικαιολογούνται περισσότερα, άρα τα δικαιούσθε»…

Φαντάζεται κανείς πώς σε έναν λαό με τέτοια βαθύρριζη νοοτροπία είναι δυνατόν να επιβληθούν «καταναγκασμοί», όπως η υποχρέωση αυτοπρόσωπης περιοδικής απογραφής των συνταξιούχων, η πάταξη της υπερσυνταγογράφησης, η κατάργηση των προνοιακών επιδομάτων σε ευκατάστατους υγιείς ή σε νεκρούς, η αληθινή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ο ουσιαστικός πειθαρχικός έλεγχος των δημοσίων υπαλλήλων (είχα αναφέρει παλαιότερα περίπτωση υπαλλήλου του πανεπιστημίου μου, ο οποίος, πριν καταδικαστεί πρωτοδίκως τρις ισόβια για διαφθορά, είχε αθωωθεί πανηγυρικά από το Πειθαρχικό) κ.ο.κ.; Ολα αυτά, πράγματι, είναι μνημονιακά, άρα ξενόφερτα, έκφραση κατοχικής βούλησης, και η αντίσταση στην εφαρμογή τους συνιστά… εθνικό πατριωτικό καθήκον! Επομένως; Το πολιτικό μέλλον καμένων και καιόντων είναι διασφαλισμένο…

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο