Συνομιλώντας με τον εθνικισμό…

Προκόπης Δούκας 26 Μαρ 2013

«Με τους ΑΝΕΛ, σε πολλά, με χωρίζει άβυσσος. Αυτούς όμως, που διυλίζουν τον Καμμένο και καταπίνουν αμάσητους Γεωργιάδη, Βορίδη κ.λπ. δεν τους μπορώ». Αυτή η δήλωση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη στο twitter, που προσπαθεί εμφανώς να δικαιολογήσει την πρόσφατη προσέγγιση Τσίπρα-Καμμένου, είναι ενδεικτική του πώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα.

Η πρώτη λογική αντίρρηση είναι ότι αφού «τους χωρίζει άβυσσος», ποια μπορεί είναι η σκοπιμότητα της προσέγγισης πέρα από έναν πολιτικό οπορτουνισμό, εμφανώς εδρασμένο στην ιδεολογία της «αντιμνημονιακής ομπρέλας, που όλους τους χωρεί». Η δεύτερη έχει να κάνει με την αιχμή που εμπεριέχει, στη λογική του «κι εσείς σκοτώνατε τους μαύρους»: Είναι προφανές ότι απευθύνεται στους πρώην συντρόφους του Παπαδημούλη (με τους οποίους θα μπορούσε ανέτως να συμπορεύεται και τώρα, αν ήταν λίγο διαφορετικές οι πολιτικές εξελίξεις), που στηρίζουν την κυβέρνηση – μόνο που αμελεί να σημειώσει ότι λόγω ακριβώς της συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ, οι δύο ακροδεξιές μεταγραφές από το ΛΑΟΣ δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα υπουργοί. Κι έτσι, η συνεργασία με τον καφενειακό λαϊκισμό της ψεκασμένης ακροδεξιάς «ξεπλένεται», θεωρείται δηλαδή λιγότερο κακό από την κυβερνητική συνεργασία με μια ακροδεξιού προσανατολισμού ηγεσία του μεγάλου συντηρητικού κόμματος.

Αυτή η διαδικασία του συμψηφισμού είναι μονίμως παρούσα στην πολιτική αντιπαράθεση. Ποιο είναι άραγε το νόημα να επιχειρείς να φανείς ανώτερος από τους αντιπάλους «που καταπίνουν αμάσητους τους Γεωργιάδη και Βορίδη», όταν ζητούμενο είναι να ικανοποιείς τους δημοκρατικούς ψηφοφόρους που ακριβώς δεν αποδέχονται καμία από αυτές τις πολιτικές «προσωπικότητες»; Και γιατί είναι κώνωπας ο Καμμένος, και κάμηλοι οι ομογάλακτοί του; Μόνο που η συζήτηση (και μόνο) με όσους απευθύνονται στη μικρονοϊκή πελατεία του φανατικού συντηρητισμού και του δημαγωγικού εντυπωσιασμού, είναι από μόνη της καταστροφική, όποιος κι αν είναι ο σκοπός, που υποτίθεται ότι «αγιάζει το μέσο». Κι ακόμα χειρότερα, όταν (έστω και έμμεσα) κλείνεις το μάτι στην πελατεία της ακροδεξιάς, την ώρα που ο μεγαλύτερος κίνδυνος της χώρας είναι ο εκφασισμός, αποτελεί πολύ σοβαρό λάθος. Δεν χρειάζονταν οι εξελίξεις στην Κύπρο, για να διαπιστώσουμε πόσο καταφεύγουμε στα καθυστερημένα εθνικιστικά αντανακλαστικά για να μπαλώσουμε την ανεπάρκειά μας.

Η εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου δίνει μια ακόμα ευκαιρία για να ακούσουμε πάσης φύσεως δηλώσεις παρωχημένου πολιτικαντισμού και λαϊκισμού, που απευθύνονται στα χαμηλά μας ένστικτα. Όπως συμβαίνει και με το ρατσισμό, ο λιγότερο ανεπτυγμένος προσπαθεί να φανεί ανώτερος (από τον αμέσως λιγότερο) και να επιβεβαιώσει οπαδικά την υπόστασή του, επικαλούμενος εθνικές ταυτότητες, θρησκευτικές ανωτερότητες και γονίδια γεμάτα περήφανο DNA, αντί για αρχές και αξίες.

Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο (ακόμα κι αν η Ευρώπη και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα έχουν πάρει την κατεύθυνση που δεν θέλουμε), η περιχαράκωση σε «εθνικά στρατόπεδα» μοιάζει εντελώς ανεδαφική για τον δημοκρατικό, σκεπτόμενο πολίτη. Τι τον ενώνει με όποιον κουτοπόνηρο πολιτικό, ιερωμένο ή επιχειρηματία «φωλιάζει» τις μεθόδους του στην Ανατολική Μεσόγειο; Και γιατί είναι κανείς πιο κοντά σε όποιον ανεγκέφαλο ομοεθνή του ρέπει προς τη μισαλλόδοξη ακροδεξιά και όχι στον αντίστοιχο του Ευρωπαίο συμπολίτη, που κατοικεί στη Γαλλία ή στη Δανία – και με τον οποίον μοιράζεται τις ίδιες δημοκρατικές ιδέες και αξίες;

Οι «εθνικές επέτειοι» θα έπρεπε να είναι μια ευκαιρία όχι για να λάβουμε θέση σε στρατόπεδα φανατισμού, αλλά για να τιμηθούν αποκλειστικά οι αξίες που αυτές (θα έπρεπε να) εκπροσωπούν: Ο αγώνας για ανεξαρτησία και πολιτική αυτοδιάθεση (κι όχι για «περήφανα όχι», που αγνοούν ότι μόνοι μας, με απύθμενο θράσος, εκτινάξαμε το έλλειμμα και το χρέος εν μέσω παγκόσμιας κρίσης), η αταλάντευτη άρνηση του φασισμού και του ναζισμού (κι όχι η εξομοίωσή του με τις δεσποτικές και κοντόφθαλμες πολιτικές που εφαρμόζουν οι ισχυροί), η προάσπιση των αξιών του Διαφωτισμού και όλων των δικαιωμάτων και κατακτήσεων του σύγχρονου ευρωπαϊκού χάρτη (ακόμα κι αν αυτός παραβιάζεται από ηγεσίες, υποκινούμενες ακριβώς από συμφέροντα και άπληστους εθνικισμούς) – και όχι οι παρωχημένες και μίζερες (εν μέσω οικονομικής κρίσης) στρατιωτικές παρελάσεις, επενδεδυμένες με θρησκευτικο-πολιτικό κιτς, σε πλήρη αρμονία χουντικής αισθητικής, τα τελευταία χρόνια διανθισμένες με μερικές πινελιές «αγανακτισμένης πλατείας», που ζητούν κρεμάλες αντί για θεσμούς.

Πατριωτικό είναι πραγματικά μόνο ότι ενισχύει (ή διασώζει) την οικονομία της χώρας και προάγει τη συνεργασία, τον εκσυγχρονισμό και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Όταν αντιληφθούμε ότι το «εθνικό συμφέρον» υπηρετείται μόνο μέσω της εντιμότητας, της αλήθειας, της αξιοκρατίας, του επαγγελματισμού, της μετριοπάθειας, της πολιτικής ωριμότητας και σωφροσύνης, με ταυτόχρονη απώθηση του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και του πολιτικού τυχοδιωκτισμού, ίσως έχουμε κάνει ένα βήμα στην απομόνωση της (αναπόφευκτης σε κάθε χώρα) συντηρητικής καθυστέρησης. Κι ίσως βρεθούμε σταδιακά στη θέση μιας οργανωμένης κοινωνίας, που με ανοιχτό μυαλό προβλέπει και προσπαθεί να αποτρέψει τις δυσκολίες, αντί να αντιδρά σπασμωδικά, επικαλούμενη τις «εθνικές υπερηφάνειες» και τα «προαιώνια δίκαια».

Όχι ότι στη μεταπολιτευτική μας ιστορία το προνόμιο ανήκει στην ακροδεξιά πλευρά της φαιδρότητας. Όπως προκλητικά δείχνουν και οι δύο σύζυγοι των πρωταγωνιστών της δικαστικής ζωής των τελευταίων μηνών, η υποκρισία και οι παθογένεις είναι απολύτως διαστρωματωμένες στο πολιτικό φάσμα: Η κυρία Σταμάτη δήλωσε ότι «οι γυναίκες της τάξης της (sic) δεν ρωτούν τον άντρα τους πού βρήκε τα λεφτά», ενώ η κυρία Παπαγεωργοπούλου τόλμησε να λοιδορήσει τον Γιάννη Μπουτάρη για το σκουλαρίκι του, σε αντιδιαστολή με το καθωσπρέπει νεοδημοκρατικό κιτς του συζύγου της, «που ήταν πάντα καλοντυμένος» όσο το ταμείο του Δήμου άδειαζε.

Ωστόσο η σημαντικότερη έκφραση της σημερινής αριστεράς στην Ελλάδα (που επίσης «καταπίνει αμάσητους» τους στενούς πρώην συνεργάτες του Άκη Τσοχατζόπουλου) θα έπρεπε να ξέρει ότι όσο πιο πολύ φλερτάρεις με την ακροδεξιά, τόσο πιο πολύ κινδυνεύεις να βλάψεις τη χώρα: Παντού και πάντα (όπως θυμίζουν και οι παλιότερες περιπέτειες της Κύπρου), τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές τις έχουν κάνει οι μετρ της υποκρισίας, οι «πατριώτες» και οι «εθνικόφρονες»…