Η εξωτερική μας πολιτική πάει καλύτερα από τον δημόσιο διάλογο για την εξωτερική μας πολιτική. Η θέση της Ελλάδας στον πραγματικό κόσμο είναι καλύτερη από τη θέση της Ελλάδας στον φαντασιακό κόσμο της ελληνικής δημόσιας κλοτσοπατινάδας. Ευτυχώς για την Ελλάδα, δυστυχώς για «αυτό που λέγεται δημόσιος βίος», όπως θα έλεγε ο παλαιός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Το ευτυχώς όμως θα έχει περιορισμένο ορίζοντα, δεν μπορεί τέτοια έκπτωση του πολιτικού λόγου να μην προκαλέσει εθνική ζημιά αν παρατείνεται επί μακρόν. Δεν μπορεί τόσοι δημαγωγοί να ετοιμάζονται να σπεκουλάρουν στα «εθνικά ζητήματα» και να μην πληρώσει κάτι ο τόπος. Θα μού πεις πάντα έτσι ήταν στην Ελλάδα. ‘Ε όχι, τέτοια κατρακύλα του κομματικού ανταγωνισμού, τέτοια διάλυση του πολιτικού ορθολογισμού, δεν είναι συνηθισμένη.
Ούτε όμως η πολιτική περίοδος που διανύουμε είναι συνηθισμένη. Ούτε «εξω» ούτε «μέσα». Εκεί «έξω», ο Κόσμος που ξέραμε έχει ανατραπεί, μια νέα άγνωστη ιστορική εποχή αναδύεται με χαρακτηριστικά Ψυχρού Πολέμου, με δύο ανοιχτούς πολέμους στην περιοχή μας, διάσπαση της Δύσης, υποχώρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας ακόμα και στις ΗΠΑ. Αυτό το διεθνές σκοτεινό τοπίο επικάθεται σε μια οξυμένη εσωτερική κατάσταση, λιγότερο δραματική συγκριτικά με τις περισσότερες άλλες δυτικές χώρες, αλλά πάντως επισφαλή. Ένα κομματικό σύστημα ασταθές, ένα κυβερνητικό κόμμα που κυριαρχεί χωρίς να ηγεμονεύει ιδεολογικά, ένας αντιπολιτευτικός χώρος διαλυμένος, συναισθηματική ένταση στα ύψη. ορθολογικός διάλογος στον πάτο. Κοντολογίς, ένα απειλητικό «έξω» επικάθεται σε ένα επισφαλές «μέσα» δημιουργώντας μια αρνητική διαλεκτική. Γιατί η πρόσληψη του «έξω κόσμου», δηλαδή της διεθνούς πραγματικότητας και της θέσης της χώρας σε αυτήν, δεν αφορά μόνο τα ζητήματα της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, αλλά συνδιαμορφώνει τις ιδεολογικές-πολιτικές αντιλήψεις στο εσωτερικό.
Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε εύκολα να καταγράψουμε τρία βασικά μοτίβα, πολιτικά και συναισθηματικά, που διαμορφώνουν μια στρεβλή για τη χώρα μας πρόσληψη του διεθνούς πλαισίου. Ο θαυμασμός για τον Ερντογάν, το «δέος» για τον Τραμπ, η απαξίωση για την Ευρώπη. Τα συναντάμε συχνά-πυκνά στη δημόσια σφαίρα, είτε αυτοτελώς το καθένα είτε σε συνδυασμό και τα τρία.
Το πρώτο το είδαμε στην επεισοδιακή, παράλληλη τελικά, παρουσία του Ερντογάν και του Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη. Ποτάμια καταγγελτικών αναλύσεων για τα κέρδη του πρώτου και την περιθωριοποίηση του δεύτερου, μέχρι να έρθουν τα πράγματα στα μέτρα τους με τις δηλώσεις του Φιντάν και τον γλαφυρό απολογισμό του δυστυχή τούρκου δημοσιογράφου του NTV. Ως συνήθως, ο θαυμασμός για τον Ερντογάν πάει αντάμα με την καταγγελία της ελληνικής κυβέρνησης για «υποχωρητικότητα» και «ενδοτισμό». Πρωτοστατούν οι ακροδεξιοί και οι ποικιλόχρωμοι εθνικιστές, ενώ προστίθενται δημαγωγικές φωνές από όλο το πολιτικό φάσμα. Ο αντιτουρκισμός πάντα είχε πέραση στην κοινή γνώμη. Πίσω όμως από τον μικροκομματισμό, υπάρχουν κάποια βαθύτερα στερεότυπα. Οι «θαυμαστές» εξυμνούν την «ουδετερότητα» του Ερντογάν και την ικανότητα να ελίσσεται χωρίς δεσμεύσεις μεταξύ των διαφορετικών μπλοκ (κόσμων, θα λέγαμε σωστότερα). Ενώ εμείς είμαστε «δεδομένοι» είναι το επιχείρημα – αριστερής κυρίως προέλευσης. Βεβαίως, οι θαυμαστές του παραβλέπουν αρκετά πράγματα. Πρώτον, ότι η Τουρκία είχε το μέγεθος και τις προϋποθέσεις για να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη. Δεύτερον, ότι συχνά πλήρωσε κόστος για τους ελιγμούς του Ερντογάν, το ίδιο άλλωστε συνέβη στη συνάντησή του με τον Τραμπ στη Νέα Υόρκη. Τρίτον και κυριότερο, παραβλέπουν ότι τα υπαρκτά επιτεύγματα της Τουρκίας στην βιομηχανία και τους εξοπλισμούς ήταν αποτέλεσμα μιας σταθερής μακροχρόνιας στρατηγικής που βρήκε ικανούς πολιτικούς εκτελεστές όπως ο Οζάλ παλαιότερα και ο Ερντογάν αργότερα. Αυτό δηλαδή που εμείς εδώ δεν καταφέρνουμε να κάνουμε.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη όλων αυτών είναι ότι από άποψη ισχύος η Τουρκία κινείται σε άλλο επίπεδο από την Ελλάδα. Δεν είμαστε όμως η μόνη χώρα στον κόσμο που ζει δίπλα σε έναν μεγαλύτερο γείτονα, ούτε αυτό προδικάζει τη μοίρα μας. Όσοι λένε να γίνουμε Ισραήλ δείχνουν λάθος δρόμο, ούτε μπορούμε να γίνουμε ούτε θα θέλαμε. Μας αρκούν ισχυρές συμμαχίες, επαρκής στρατιωτική δύναμη αποτροπής, αποφυγή των εθνικιστικών κουτσαβακισμών, πολιτική σωφροσύνη και εθνική συνεννόηση. Μας χρειάζεται επίσης ένα διεθνές περιβάλλον όπου τα εθνικά σύνορα γίνονται σεβαστά και αποθαρρύνεται ο ιστορικός αναθεωρητισμός. Μόνο η ανοησία των ακροδεξιών και των εθνικιστών μπορεί να καταγγέλλει τον τουρκικό επεκτατισμό και ταυτόχρονα να εγκωμιάζει τον πουτινισμό και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (εκτός αν δεν είναι μόνο η ανοησία αλλά και τα πολλά ρωσικά λεφτά που κυκλοφορούν στη χώρα).
Μέχρι πρόσφατα, η ισχυρή συμμαχία που προστάτευε την Ελλάδα και έκανε τον επιδιαιτητή στις στιγμές όξυνσης με την Τουρκία ήταν η ενωμένη Δύση με τους δύο πυλώνες– την Αμερική και την Ευρώπη. Τώρα η ενότητα έχει διαρραγεί καθώς προέκυψε η περίπτωση Τραμπ. Προς το παρόν, μόνο ένα μικρό μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης και του συντηρητικού πολιτικού κόσμου έχουν γοητευτεί από τον τραμπισμό. Αντιθέτως, η πλειοψηφία απορρίπτει ή απεχθάνεται την αυταρχική ιδεολογία και την αποθέωση της ωμής ισχύος ως κανόνα του διεθνούς συστήματος. Όπως όμως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζουμε τον Τραμπ με το «δέος» που αισθάνονται οι άνθρωποι έναντι του άγνωστου, του απρόβλεπτου και του ασυνάρτητου. Τι θα κάνει αν προκύψει μια ελληνοτουρκική όξυνση στο Αιγαίο, είναι το ερώτημα που συχνά συζητάμε. Το ενδιαφέρον όμως των ΗΠΑ και του Τραμπ έχει μεταφερθεί περισσότερο στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνάρτηση με τη Μέση Ανατολή. Μήπως αυτή η μετατόπιση δίνει ευκαιρία στην Ελλάδα ως ευρωπαϊκή χώρα να συνενώσει την αμερικανική και την ευρωπαϊκή ματιά στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου; Είναι π.χ. ρεαλιστικό η Ελλάδα να εργαστεί για μια πολυμερή διάσκεψη των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου με παρουσία των ΗΠΑ και της ΕΕ και στόχο τη διευθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και των συναφών θεμάτων της περιοχής; Υπάρχει μια πλούσια πολιτική και διπλωματική εμπειρία τέτοιων προσπαθειών στο παρελθόν ήδη από την εποχή του μεταπολεμικού διπολικού κόσμου.
Υπάρχει όμως και μια καινούργια δυναμική. Η ανάγκη συμπερίληψης της Μεσογείου στην νέα γεωπολιτική οντότητα που επιδιώκει να αποκτήσει η Ευρώπη. Η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου έθεσαν το ζήτημα στην πρόσφατη Σύνοδο της Κοπεγχάγης με σωστό τρόπο. Η Ευρώπη δεν έχει σύνορα μόνο στο βορειοανατολικό τμήμα της αλλά και στο νότιο, χρειάζεται να φροντίσει την ασφάλεια του συνόλου της ηπείρου. Το έχουμε πει επανειλημμένα. Η Ευρώπη τρέχει έναν αγώνα δρόμου με άγνωστη κατάληξη. Το εθνικό συμφέρον δεν είναι να συμμετέχουμε στην επιχειρούμενη απαξίωσή της, αλλά να συμβάλλουμε όσο μπορούμε στην επιτάχυνση μιας διαδικασίας ιστορικών διαστάσεων.
Προϋπόθεση όμως είναι να μην χάνεται το εθνικό συμφέρον σε αυτό που λέγεται δημόσιος βίος.
Πηγή: www.tanea.gr