Χωρίς συμμάχους

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 07 Μαρ 2016

Οι νίκες των πολιτικών κομμάτων στις κάλπες δομούνται πάντα στη βάση μιας λιγότερο ή περισσότερο σταθερής «κοινωνικής συμμαχίας», δηλαδή ενός συνόλου ομάδων του κοινού στις οποίες η απήχηση του κόμματος είναι μαζική και αναμφισβήτητη. Για παράδειγμα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Βόρεια Ευρώπη στηρίζονταν εκλογικά στην ανενδοίαστη στήριξη των ταξικά συνειδητοποιημένων εργατών, ενώ τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της Κεντρικής Ευρώπης μπορούσαν να βασίζονται στην εδραιωμένη απήχησή τους στα θρησκευόμενα στρώματα του πληθυσμού. Στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ είχε από πολύ νωρίς καταφέρει να δημιουργήσει μια σταθερή «εκλογική συμμαχία» στις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ η αντίστοιχη συμμαχία της ΝΔ συγκροτήθηκε σε μια λιγότερο ταξική, και περισσότερο γεωγραφική και ηλικιακή, βάση, καθώς το κόμμα κέρδιζε σταθερά μεγάλα ποσοστά στη Μακεδονία, στην Ανατολική Πελοπόννησο, αλλά και στους ηλικιωμένους. Οι νίκες του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 είχαν σαφέστερα ένα πολιτικό περιεχόμενο, όμως ακόμα και σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε την αξία της «κοινωνικής συμμαχίας» που το κόμμα πέτυχε στις τάξεις των νεότερων ψηφοφόρων, των δημοσίων υπαλλήλων που κληρονόμησε από το ΠΑΣΟΚ και των μικροεπαγγελματιών, που συντάχθηκαν πίσω από την υπόσχεση ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών. Όμως πόσο δυνατή παραμένει στις αρχές του 2016 η συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ;

Οι έρευνες κοινής γνώμης καταγράφουν, σε επίπεδο πρόθεσης ψήφου, μια εξομοίωση της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις ηλικιακές και επαγγελματικές κατηγορίες, γεγονός που συνιστά ένδειξη απώλειας της υπεροχής που διατηρούσε σε συγκεκριμένα κοινά. Όμως η αποσύνθεση της κοινωνικής συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται περισσότερο ανάγλυφα στις θέσεις της κοινής γνώμης έναντι των αιτημάτων που διατυπώθηκαν τον περασμένο μήνα με αφορμή τη γνωστοποίηση των προθέσεων της κυβέρνησης Τσίπρα για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό. Η εναντίωση ή έστω η επιφυλακτικότητα έναντι των αιτημάτων κάποιων επαγγελματικών ομάδων να διατηρήσουν το υφιστάμενο ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα θα πιστοποιούσε την ύπαρξη μιας «συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ». Αντ’ αυτού, ωστόσο, η τελευταία έρευνα της εταιρείας ProRata καταγράφει καθαρή αποδοχή του συνόλου των αιτημάτων: το 76% της κοινής γνώμης βρίσκει δικαιολογημένα τα αιτήματα των μικροεπιχειρηματιών για διατήρηση του τρόπου φορολόγησής τους, το 58% εκτιμά το ίδιο για το αντίστοιχο αίτημα των αγορών, το 55% για το σχετικό αίτημα των ελευθέρων επαγγελματιών και το 51% εκτιμά ως δικαιολογημένο το αίτημα των δημοσίων υπαλλήλων για διατήρηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι αυτές οι θέσεις συγκροτούν συνηθέστερα την απόλυτη πλειοψηφία, και πάντως υπερέχουν των αντίθετων θέσεων, και μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου 2015. Επίσης, οι κατανομές των προτιμήσεων «υπέρ» και «κατά» των κατά περίπτωση αιτημάτων των ομάδων δεν εμφανίζουν διαφορές μεταξύ των επαγγελματικών κατηγοριών ή, με άλλα λόγια, όλοι αποδέχονται τις διεκδικήσεις των διπλανών τους, κάτι που διαψεύδει τη θεωρία του «κοινωνικού αυτοματισμού» υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται απέναντι σε ένα αρραγές κοινωνικό μέτωπο που συγκολλάται από την αντίδραση στις συμφωνηθείσες μεταξύ της κυβέρνησης και των Ευρωπαίων πιστωτών της αλλαγές. Δηλωτικό της έντασης της αντίδρασης αυτής είναι το γεγονός ότι πάνω από το 1/3 της κοινής γνώμης, σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα της ProRata, δικαιολογεί ακόμα και το πιο ακραίο μέτρο αντίδρασης στις προωθούμενες αλλαγές, αυτό του κλεισίματος των εθνικών οδών, το οποίο υιοθέτησαν οι αγρότες. Παρ’ ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων τάσσεται κατά μια τέτοιας τακτικής εκβιασμού της κοινής γνώμης, το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού κοινού την αποδέχεται συνιστά πρώτης τάξεως ένδειξη της απροθυμίας των εκλογέων να στηρίξουν την κυβέρνηση σε μια εύκολη αντιπαράθεση του «δίκαιου» με το «άδικο». Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να μένει χωρίς κοινωνικούς συμμάχους. Και οι εκλογικές μάχες χωρίς τη σιγουριά μιας «κοινωνικής συμμαχίας» είναι δύσκολες.