Εύκολοι διαχωρισμοί και ισοπεδωτικές ταυτίσεις

Γιώργος Θεοτοκάς 06 Νοε 2012

Έτσι όπως καταγράφεται σήμερα η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με κυρίαρχο ζήτημα την παραμονή ή όχι της χώρας στην ευρωζώνη, γίνεται λόγος πια για δύο παρατάξεις, την ευρωπαϊκή και την αντιευρωπαϊκή. Ο σχηματικός αυτός διαχωρισμός και η ταύτιση ταυτόχρονα πολλών ετερόκλητων κομμάτων που εμπεριέχει, μπορεί να αποτυπώνει τη συγκυρία με βάση τις παρούσες προτεραιότητες, συγκαλύπτει όμως ταυτόχρονα πολλά εν δυνάμει κρίσιμα και αμφιλεγόμενα ζητήματα, τα οποία θα αναδειχθούν εντονότερα όταν ξεφύγουμε ή αρχίσουμε να ξεφεύγουμε από τη σημερινή κατάσταση ανάγκης και περάσουμε σιγά-σιγά, στην άσκηση της ουσιαστικής πολιτικής.

Ακόμη και αν η χώρα ακολουθήσει το θεωρούμενο (από πολλούς) καλό σενάριο και διασφαλιστεί στην παρούσα φάση η παραμονή της στην ευρωζώνη, τα ζητήματα εφαρμογής και υλοποίησης συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, είναι βέβαιο ότι θα αναδείξουν τις υπαρκτές διαφορές θέσεων, στρατηγικής και τακτικής, που σίγουρα υπάρχουν ανάμεσα και στα τρία φιλευρωπαϊκά κόμματα και ιδιαίτερα ανάμεσα στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ απ’τη μια, και τη ΔΗΜΑΡ απ’την άλλη. Τα θέματα της εργατικής και κοινωνικής πολιτικής, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το μεταναστευτικό, τα κοινωνικά δικαιώματα, είναι μόνο κάποια από αυτά. Ο κίνδυνος ενώνει και καταλαγιάζει τις διαφορές, αλλά όταν αυτός παρέλεθει, ο νέος κίνδυνος μπορεί να προκύψει από την έκφραση των διαφορών και των αντιθέσεων, που είναι πιθανό να καταστήσουν μη βιώσιμη τη σύμπραξη των τριών ευρωπαϊκών κομμάτων.

Είναι γι’αυτό οι διακηρύξεις για κυβέρνηση μακράς πνοής και πρόωρες και πολύ αισιόδοξες. Ήδη, μετά από τέσσερις μήνες συγκυβέρνησης, φτάσαμε στο σημείο να τίθεται εν αμφιβόλω η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, ενώ και στο ΠΑΣΟΚ υπάρχουν φωνές που δεν συντάσσονται με τις αποφάσεις και την πολιτική της κυβέρνησης. Και η συνέχεια, ακόμη και αν εγκριθούν τα μέτρα, θα είναι επίσης δύσκολη. Η συγκεκριμενοποίησή τους και πολύ περισσότερο η υλοποίησή τους, ακόμη και αν προχωρήσει χωρίς διαφωνίες ανάμεσα στα κόμματα (πράγμα δύσκολο), θα είναι πολύ πιο δύσκολη και θα συμπίπτει με την επιδείνωση της κατάστασης στην κοινωνία και την λεγόμενη «πραγματική» οικονομία, που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την κυβέρνηση και τη στάση των κομμάτων που την στηρίζουν.

Αν τώρα πάρουμε το κακό (για πολλούς) σενάριο της αποτυχίας των τριών φιλευρωπαϊκών κομμάτων, είτε με την έννοια της άμεσης αποτυχίας και της αποχώρησης της χώρας από την ευρωζώνη, είτε το μεταγενέστερο, της μη βιωσιμότητας του κυβερνητικού σχήματος όταν θα κληθεί να υλοποιήσει και να κάνει πιο συγκεκριμένη την συμφωνηθείσα πολιτική, τότε είναι πιθανό, μετά από πρόωρες εκλογές, να κληθεί να κυβερνήσει σύμπραξη αντιευρωπαϊκών και «αντιμνημονιακών» κομμάτων (με εξαίρεση τη Χρυσή Αυγή βέβαια). Και στην περίπτωση αυτή, η αναγκαστική συνεργασία κάποιων ετερόκλητων ή και «συγγενών» δυνάμεων προκειμένου να σχηματισθεί κυβέρνηση, είναι βέβαιο ότι θα αναδείξει στη συνέχεια τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους σε όλα τα υπόλοιπα πεδία άσκησης πολιτικής, ίσως και σε πιο σύντομο χρόνο.

Ασφαλώς η διάκριση ευρωπαϊκού-αντιευρωπαϊκού έχει την αξία της και πέρα από την παρούσα συγκυρία, δεν είναι όμως από μόνη της ικανή και καθοριστική για να συγκαλύψει ή να απορροφήσει τις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στους κομματικούς σχηματισμούς, που πάντοτε προσδιορίζονται σε σχέση με τις ιδεολογικές και πολιτικές τους θέσεις πάνω στα πιο θεμελιώδη πεδία, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Είναι, συνεπώς, λίγο εύθραυστη η συγκολλητική ουσία του ευρωπαϊσμού ή του αντιευρωπαϊσμού, για να αναχθεί σε νέο μεγάλο ιδεολόγημα που θα μπορέσει να υποκαταστήσει ή να επικαλύψει όλα τα παραδοσιακά πεδία σύνθεσης και αντίθεσης, με βάση τα οποία οριοθετούνται οι κομματικοί και παραταξιακοί χώροι. Σίγουρα, σε αυτή την κρίσιμη φάση, είναι κάτι που ακούγεται καλά, ας μην το υπερτονίζουμε όμως περισσότερο και ας μην επενδύουμε πάνω σ’αυτό συνεχώς, γιατί ενδέχεται να μην αντέξει για πολύ.