Η γοητεία του μικρού μεγέθους

Γιάννηs Κωνσταντινίδηs 06 Φεβ 2016

Η αγωνία της ηγεσίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης να διαμορφώσει μαζί με άλλες δυνάμεις της κεντροαριστεράς έναν «τρίτο πόλο» μαρτυρά τη σημασία που αποδίδεται στο μέγεθος ενός πολιτικού κόμματος στην Ελλάδα ως αυταξία. Είναι αλήθεια ότι σε εδραιωμένα δικομματικά συστήματα, όπως το ελληνικό, το εκλογικό σώμα τείνει να υποτιμά τη συμβολή μικρών κομμάτων στην πολιτική διαδικασία, καθώς η εκλογική απήχηση των δύο μεγάλων κομμάτων εξασφαλίζει συνήθως σε αυτά μονοκομματικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, με συνέπεια η αναμέτρηση να μετατρέπεται εύκολα σε «κούρσα για δύο» και οι υπόλοιπες επιλογές ψήφου να γίνονται εύκολα θύματα της θεωρίας της «χαμένης ψήφου». Ωστόσο, η τρέχουσα μεταβλητότητα των εκλογικών επιλογών και, κυρίως, η απώλεια της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης έναντι των πολιτικά ισχυρών, πλην όμως μη ελέγξιμων, μονοκομματικών κυβερνήσεων του παρελθόντος έχουν καταστήσει τις συμμαχικές κυβερνήσεις την κυρίαρχη επιλογή των Ελλήνων ψηφοφόρων σήμερα. Υπό αυτές τις συνθήκες, μήπως δεν είναι πλέον το μέγεθος που μετράει;

Στην ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία εντοπίζονται πολλά παραδείγματα «μικρών» κομμάτων των οποίων η συμμετοχή σε κυβερνήσεις συνεργασίας εξασφάλισε όχι μόνο την πολιτική τους επιβίωση αλλά και την εδραίωσή τους ως διακριτών επιλογών σε βάθος χρόνου. Τέτοια ισχυρά «μικρά» κόμματα είναι τοποθετημένα συνήθως στον χώρο του κέντρου και όχι στα άκρα, καθώς η προσέγγιση πιο ακραίων κομμάτων με μεγαλύτερα και πιο συμβατικά στο πλαίσιο συμμαχικών κυβερνήσεων αποβαίνει σε βάρος των πρώτων, που κατηγορούνται για προδοσία της ακρότητάς τους. Το κλειδί της επιτυχίας τέτοιων κεντρώων κομμάτων συνδέει τρεις παράγοντες, κανένας από τους οποίους δεν αναφέρεται πάντως στο μέγεθός τους. Πρώτον, η διαθεσιμότητά τους για συμμετοχή –στο βάθος του χρόνου, και όχι βέβαια οπορτουνιστικά– σε συμμαχίες τόσο με το μεγαλύτερο στα αριστερά τους κόμμα όσο και με το μεγαλύτερο στα δεξιά τους. Δεύτερον, η αποδοτικότητά τους σε έναν τομέα κυβερνητικής πολιτικής τον οποίον ανέλαβαν να συντονίσουν και στον οποίο εμφανίζουν διακριτές και καινοτόμες πολιτικές προτάσεις. Τρίτον, η αρτιότητα της οργάνωσης δράσεων ακτιβιστικού χαρακτήρα σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες αφενός ενισχύουν τη διακριτότητα ορισμένων πολιτικών προτάσεών τους, αφετέρου τονώνουν τους δεσμούς μεταξύ των μελών σε τοπικές κομματικές οργανώσεις, δημιουργώντας τελικά θύλακες σταθερής υποστήριξης του «μικρού» κόμματος.

Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα δύο εξαιρετικά επιτυχημένων κομμάτων αυτής της κατηγορίας σε δύο λιγότερο γνωστά στο ελληνικό κοινό κομματικά συστήματα. Οι Δανοί Ριζοσπάστες Φιλελεύθεροι συμπλήρωσαν προσφάτως 110 χρόνια ζωής, χωρίς ποτέ να έχουν βρεθεί μεταξύ των δύο ισχυρότερων κομμάτων του Κοινοβουλίου της χώρας. Οι Ολλανδοί D66 γιορτάζουν φέτος τα 50 χρόνια από την ίδρυσή τους, περίοδο μέσα στην οποία δεν ξεπέρασαν ποτέ το όριο του 15%, αλλά και δεν χάθηκαν από το Κοινοβούλιο της κομματικά κατακερματισμένης πλέον ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Η προσεκτική μελέτη της πορείας των δύο, συγγενών μεταξύ τους, σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων αποκαλύπτει ότι και τα δύο ισορρόπησαν με προσοχή τη συμμετοχή τους σε βάθος δεκαετιών σε κυβερνήσεις τόσο του «αριστερού» όσο και του «δεξιού» πόλου καθεμίας χώρας. Επιπλέον, ταυτίστηκαν με την εφαρμογή από την εκάστοτε συμμαχική κυβέρνηση στην οποία μετείχαν πολιτικών δράσεων με διακριτό χαρακτήρα (κυρίως στους τομείς των ατομικών ελευθεριών, της μετανάστευσης, της παιδείας, του περιβάλλοντος και της ευρωπαϊκής ενοποίησης). Και, τέλος, επένδυσαν στην οργανωτική δόμηση υποστηρικτών του κόμματος σε συγκεκριμένες περιοχές, κάτι που τους εξασφάλισε ευκολία στην εκλογική κινητοποίηση και, ταυτόχρονα, μια «παράδοση» εκλογικών επιτυχιών στις περιφέρειες αυτές, γεγονός που από ένα σημείο και μετά τελικά έθετε τις επιλογές ψήφου στον «αυτόματο πιλότο».

Η διατήρησή τους για δεκαετίες στην κατηγορία του «μικρού κόμματος» είναι εντυπωσιακή, σε σημείο που οι στρατηγικές επιλογές τους να παίρνουν τον χαρακτήρα της λεγόμενης «βέλτιστης πρακτικής» για τα κόμματα του κεντρώου χώρου άλλων συστημάτων. Στην Ελλάδα, εγχώριοι πολιτικοί παίκτες και σχολιαστές πιθανώς να αναζητήσουν την ερμηνεία της επιτυχίας των δύο κομμάτων σε οικονομικά ή μιντιακά συμφέροντα, δηλαδή πολύ ρηχότερα από το βάθος των τριών παραγόντων που παρατέθηκαν προηγουμένως. Είναι επίσης πιθανό ότι οι ίδιοι θα αδυνατούσαν να αντιληφθούν τη γοητεία που ασκεί το μικρό μέγεθος ενός κόμματος σε μια μερίδα του εκλογικού ακροατηρίου, η οποία αναγνωρίζει πως ο ρόλος του παραγωγού συνεκτικών πολιτικών προτάσεων και του αποτελεσματικού εφαρμοστή τους μπορεί να ανήκει μόνο σε κάποιον μικρό πολιτικό δρώντα. Μικρά κεντρώα σχήματα φαίνεται να έχουν λόγο ύπαρξης σε ένα φιλικό προς τις συμμαχικές κυβερνήσεις περιβάλλον. Φαίνεται επίσης να έχουν και καλά παραδείγματα προς μίμηση.