Μπορεί να συνενωθεί η κεντροαριστερά;

Γιώργος Θεοτοκάς 17 Ιουν 2017

Είναι εμφανές ότι μια ακινησία έχει αντικαταστήσει το τελευταίο διάστημα την προηγηθείσα κινητικότητα όλων των φορέων που εκπροσωπούν την κεντροαριστερά ή το κέντρο ή τον αποκαλούμενο πιο εύστοχα μεσαίο χώρο.

Μετά την αρχική σύμπραξη του εναπομείναντος τμήματος της Δημαρ και κάποιων κινήσεων πολιτών με το Πασοκ που του έδωσε την επίφαση της μετάλλαξης και τη δυνατότητα να κατέβει στις τελευταίες εκλογές ως Δημοκρατική Συμπαράταξη, ακολούθησαν οι προσπάθειες της ηγεσίας του για τη συγκρότηση ενός ευρύτερου σχήματος, οι οποίες βρήκαν ανταπόκριση μόνο από το Κιδησο του Γ. Παπανδρέου και από κάποιους μεμονωμένους βουλευτές που είχαν αποχωρήσει από τα κόμματά τους και ανήκαν στην ομάδα των ανεξάρτητων.

Οι αρχικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις της Φ. Γεννηματά μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015 για τη δημιουργία ενός νέου φορέα με εκλογή αρχηγού από τη βάση, δεν υποστηρίχθηκαν έμπρακτα στη συνέχεια από την ηγεσία του Πασοκ και ξεχάστηκαν στην πορεία, με αποτέλεσμα η λεγόμενη Δημοκρατική Συμπαράταξη να χάνει σταδιακά την μικρή έστω δυναμική που εμφανίζονταν να έχει στις μετρήσεις μετά την ένταξη σε αυτήν και του Κιδησο και να καταγράφει πλέον σε αρκετές από αυτές ποσοστά μικρότερα και από αυτά που είχε πριν από την είσοδο σε αυτή του κόμματος του Γ. Παπανδρέου.

Δεν είναι τυχαία λοιπόν η αναδίπλωση της ηγεσίας του Πασοκ και η πρόσφατη επαναφορά της πρότασης με πιο πανηγυρικό τρόπο για ένταξη στη Συμπαράταξη όλων των φορέων του μεσαίου χώρου και για την εκλογή αρχηγού του νέου σχήματος από τη βάση, η οποία όμως έγινε αφού είχε προηγηθεί μία περίοδος αμφιλεγόμενων τακτικών, αλλά και αλαζονικών σε κάποιες περιπτώσεις θέσεων και δηλώσεων, όπως η πρόσκληση της προέδρου του Πασοκ πριν από μήνες προς το νέο σχήμα «Ωρα Αποφάσεων» να ενταχθεί στην Συμπαράταξη με την επισήμανση ότι η πρόσκληση ισχύει μόνο για εκείνη την χρονική στιγμή και όχι για αργότερα.

Βρισκόμαστε πια σε μία περίοδο όπου η Συμπαράταξη εμφανίζεται χωρίς καμία δυναμική ανόδου των ποσοστών της και της επιρροής της, το Ποτάμι είναι καθηλωμένο με βάση όλες τις μετρήσεις σε χαμηλά ποσοστά που δεν του επιτρέπουν να ελπίζει σε είσοδο στη βουλή στις επόμενες εκλογές αλλά παρά ταύτα δείχνει ικανοποιημένο και περιχαρακωμένο και η Ωρα Αποφάσεων μετά το δυναμικό ξεκίνημα εμφανίζει πλέον μία ακινησία και μία διστακτικότητα για τα επόμενα βήματα, επηρεασμένη προφανώς και από την επιφυλακτικότητα για προσέγγιση που φαίνεται να έχει το Ποτάμι.

Αυτή η αμηχανία, η ακινησία και η διστακτικότητα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αποτύπωση της πραγματικής δυσκολίας που υπάρχει για την συνένωση όλων των φορέων του μεσαίου χώρου σε ένα σχήμα, με όρους ουσιαστικής πολιτικής προσέγγισης και όχι συγκυριακής και ευκαιριακής σύμπραξης που θα αποβλέπει κυρίως στην εκλογική διάσωση των επιμέρους δυνάμεων. Η δυσχέρεια αυτή εν μέρει ίσως να βρίσκει εξήγηση και στη διστακτικότητα κάποιων ηγετικών στελεχών ως προς το ενδεχόμενο αλλαγής ρόλων ή απώλειας κομματικών αξιωμάτων, κυρίως όμως οφείλεται στην συναίσθηση της διάστασης πολιτικών θέσεων και απόψεων που δεν μπορούν εύκολα να παρακαμφθούν ή να συγκαλυφθούν.

Είναι από την άποψη αυτή η παρούσα κατάσταση στον μεσαίο χώρο και εύλογη αλλά και σόφρων στάση των φορέων που εξακολουθούν να έχουν αυτόνομη παρουσία, γιατί εδράζεται στην εκτίμηση ακριβώς της δυσκολίας που υπάρχει για μία γόνιμη σύμπραξη με ουσιαστικούς πολιτικούς όρους με τη λεγόμενη Δημοκρατική Συμπαράταξη.

Προφανώς είναι δύσκολο στον ίδιο φορέα να συνυπάρξουν δημιουργικά και ουσιαστικά, πρόσωπα που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και νοοτροπίες. Οσο και αν αυτό συμβαίνει ήδη (με τα γνωστά αποτελέσματα) στη Συμπαράταξη -όπου καταφέρνουν να συνυπάρχουν για παράδειγμα οι δύο πρώην πρόεδροι του Πασοκ ή οι προερχόμενοι από τη Δημαρ ή τις κινήσεις πολιτών με αρκετά παλαιοκομματικά και φθαρμένα στελέχη του Πασοκ – το πρότυπο αυτό δεν είναι ούτε ελκυστικό ούτε αποτελεσματικό, όπως έχει καταδειχθεί.

Η Συμπαράταξη ως ενιαίο σχήμα ετερόκλητων προσώπων και κυρίως πολιτικών αντιλήψεων, δεν μπορεί να πείσει όσο και αν διευρυνθεί. Από μία άποψη μάλιστα, όσο διευρύνεται τόσο θα μεγεθύνονται οι διαφορές ανάμεσα στους φορείς και στα πρόσωπα και ακόμη περισσότερο, θα δυσχεραίνεται η διατύπωση ενιαίου και πειστικού λόγου. Αναπόφευκτα θα καταγραφεί ως ευκαιριακή εκλογική σύμπραξη που απλώς θα δώσει τη δυνατότητα σε κάποια ηγετικά ή προβεβλημένα στελέχη να εκλεγούν βουλευτές και ίσως όχι σε όλα, γιατί είναι αρκετά.

Τα περί ενιαίας κεντροαριστεράς μάλλον έχουν με τον καιρό καταντήσει κλισέ χωρίς πραγματική βάση. Ο τόπος και το πολιτικό σύστημα δεν έχουν ανάγκη από σχηματισμούς επίπλαστους και ευκαιριακούς που αναπαράγουν παλαιοκομματικούς συμβιβασμούς και νοοτροπίες. Εξάλλου, όσες φορές έγιναν ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν δεν είχαν επιτυχημένο εκλογικό αποτέλεσμα. Η πολιτική αριθμητική έχει τους δικούς της κανόνες και η πρόσθεση δεν φέρνει πάντα μεγαλύτερο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συνένωσης του Πασοκ με το Κιδησο που τελικά απέφερε άθροισμα μικρότερο και από αυτό που είχε το Πασοκ πριν από τη σύμπραξη.

Η πρόσφατη εξαγγελία της προέδρου του Πασοκ για διαδικασία εκλογής αρχηγού από τη βάση δεν είναι ικανή από μόνη της να γεφυρώσει τις μεγάλες αποκλίσεις που υφίστανται ανάμεσα τους σχηματισμούς.

Δεν είναι μόνο η δυσκολία που υπάρχει για συνεννόηση ανάμεσα στα πρόσωπα και που έχει εξήγηση στις καταβολές τους, το πολιτικό τους στίγμα και την πορεία τους, είναι κυρίως οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές ανάμεσα στους επιμέρους φορείς. Οι θέσεις του Πασοκ για παράδειγμα που αναβιώνουν θεσμούς και πρακτικές της δεκαετίας του ’80 και υποδηλώνουν κρατικιστικές αντιλήψεις για την οικονομία, όπως η πρότασή του για τη σύσταση οργανισμού για τις προβληματικές επιχειρήσεις, δεν έχουν καμία σχέση με τις απόψεις των κομμάτων του μεταρρυθμιστικού κέντρου.

Είναι επίσης οι διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν καταγραφεί ανάμεσα στους σχηματισμούς ως προς τη στάση τους σε σχέση με τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις, όπως η αντιφατική τακτική του Πασοκ αναφορικά με την απλή αναλογική που δεν την ψήφισε, αλλά με την τακτική του επιδιώκει την εφαρμογή της, αφού όπως δήλωσε η πρόεδρος του, μετά τις εκλογές θα αρνηθεί να στηρίξει κυβέρνηση Ν.Δ. χωρίς συμμετοχή και του Συριζα, με συνέπεια να οδηγήσει τη χώρα σε δεύτερες εκλογές με απλή αναλογική την οποία είχε απορρίψει, ενώ επίσης σε περίπτωση δεύτερων εκλογών θα παραγραφούν όλες οι τυχόν ποινικές ευθύνες της διακυβέρνησης Συριζα – Ανελ.

Ακόμη, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αρκετά ηγετικά στελέχη της Συμπαράταξης, δεν θα απέρριπταν μια συνεργασία με τον Σύριζα και δεν είναι τυχαίο ότι η ηγεσία του Πασοκ επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι θα πρέπει να αποτραπεί «η δεξιά παλινόρθωση».

Αλλά και πέραν τούτων, όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις, είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος των υποστηρικτών των σχημάτων που έχουν μείνει εκτός Συμπαράταξης, δεν επιθυμούν την ενσωμάτωσή τους σε ένα σχήμα με το Πασοκ και σε αντίθετη περίπτωση θα οδηγηθούν σε άλλες επιλογές ή και σε αποχή. Για όσους η συμμετοχή στην πολιτική δεν είναι αυτοσκοπός ή επάγγελμα ή κοινωνική συνήθεια, το να κρατηθούν απέξω είναι προτιμότερη επιλογή από την έκπτωση.

Είναι επίσης ανιστόρητες αλλά και γραφικές οι απόψεις ότι μια ενωμένη «κεντροαριστερά» θα εμποδίσει την αυτοδυναμία της Ν.Δ. και θα κατακρημνίσει τον Συριζα. Το δίπολο Ν.Δ. – Συριζα δεν πρόκειται να κλονισθεί από μια συνένωση όλων των δυνάμεων του μεσαίου χώρου. Ακόμη και μια μεγάλη Συμπαράταξη δεν μπορεί να καταλάβει τη θέση του Συριζα στον νέο δικομματισμό. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορέσει να καταγράψει ποσοστά λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 10%, όπως εξάλλου αρκετά στελέχη της έχουν θέσει ως ρεαλιστικό στόχο.

Ο Συριζα εξακολουθεί να ενσωματώνει παραδοσιακούς αριστερούς ψηφοφόρους που υπήρχαν πάντα στο Πασοκ, κάποια λαϊκά στρώματα που τον υποστηρίζουν ακόμη και αρκετούς ευκαιριακούς που καρπώνονται κάθε φορά τα οφέλη από την στήριξη ενός κόμματος εξουσίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι παρά την σημαντική πτώση των ποσοστών του Συριζα, το Πασοκ δεν έχει εισπράξει ούτε ένα ελάχιστο μερίδιο από τις κομματικές μετακινήσεις που συντελούνται. Το κυβερνητικό κόμμα παρά τη θεαματική φθορά του, θα κρατηθεί στη χειρότερη περίπτωση, με βάση όλες τις έγκυρες εκτιμήσεις, σε ποσοστά λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 20% που θα του επιτρέψουν να διατηρήσει τη θέση του στο γνωστό δίπολο. Οι προσδοκίες για υποκατάσταση του Συριζα από τη Συμπαράταξη είναι υποκριτικές για όσους τις διακινούν ως δέλεαρ και αφελείς για όσους τυχόν τις ενστερνίζονται.

Συνεπώς η τυχόν σύμπραξη όλων των δυνάμεων του μεσαίου χώρου θα είναι σίγουρα μία εντυπωσιακή κίνηση, που θα κινδυνεύει όμως στην πορεία να μην έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Αυτό που θα μπορούσε να γίνει, είναι η συνένωση των δυνάμεων του λεγόμενου μεταρρυθμιστικού κέντρου, που με δεδομένη την καθήλωση της Συμπαράταξης, εξακολουθεί να έχει έναν πολιτικό και εκλογικό χώρο να καλύψει, χωρίς βέβαια πολύ μεγάλες προσδοκίες αλλά με ρεαλιστικό και εφικτό στόχο την είσοδο στη βουλή, κάτι που με τις παρούσες συνθήκες θα είναι επιτυχής εξέλιξη. Αν πράγματι οι δυνάμεις αυτές έχουν αποφασίσει να μην συμπράξουν με το Πασοκ, προς τα εκεί πρέπει να στραφούν άμεσα.

Δημοσιεύτηκε στην iefimerida