Το δύσκολο στοίχημα

Τάσος Παππάς 05 Αυγ 2013

Η Αμερικανίδα φιλόσοφος Μάρθα Νουσμπάουμ (αντλώ το σχετικό απόσπασμα από τη στήλη του Θ. Γιαλκέτση «Ιδέες παλιές και νέες», «Εφ.Συν.», 20-7-2013) θυμίζει τη φράση του Σωκράτη ότι «η δημοκρατία είναι ένα υπέροχο, αλλά νωθρό άλογο και για να την κρατάμε σε εγρήγορση, χρειάζεται μια σκέψη που επαγρυπνεί». Οι εξουσίες δεν θέλουν να σκοτώσουν το άλογο-δημοκρατία, επιχειρούν όμως, στερώντας του την «τροφή» και περιορίζοντάς του τον ζωτικό χώρο, να το μετατρέψουν σ’ ένα ψωράλογο που θα σέρνεται ακίνδυνο.

Τα κλασικά χαρακτηριστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πουθενά στην Ευρώπη δεν έχουν καταργηθεί. Εκλογές γίνονται κανονικά, τα κοινοβούλια λειτουργούν, έστω και κάτω από ασφυκτικές συνθήκες, οι θεσμοί διατηρούν τη δομή τους και μέρος της ισχύος τους, ωστόσο η έννοια της δημοκρατίας δεν εξαντλείται μόνο σ’ αυτά τα στοιχεία. Η περίφημη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας –η πηγή δηλαδή νομιμοποίησης των κυβερνήσεων– έχει συρρικνωθεί στο τυπικό και τελετουργικό της μέρος.

Οι ηγετικές ελίτ αδιαφορούν (ακριβολογώντας, θα λέγαμε ότι βολεύονται) για τη μείωση της συμμετοχής των πολιτών στις εκλογικές διαδικασίες, για την απαξίωση των κομμάτων ως συλλογικών μορφών παρέμβασης και δράσης. Διακωμωδούν και συκοφαντούν τις ριζοσπαστικές ιδεολογίες ως παλιομοδίτικες επιβιώσεις του προηγούμενου αιώνα. Χλευάζουν ως ξεπερασμένη τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς. Αποθεώνουν τους μέσους όρους και τη λογική των συναινέσεων-σούπα απέναντι στο συγκρουσιακό περιεχόμενο της πολιτικής. Δαιμονοποιούν τις στρατηγικές που επαγγέλλονται τον μετασχηματισμό της κοινωνίας ως τυχοδιωκτικές και επικίνδυνες. Στηρίζουν και ενισχύουν τις αντιλήψεις που παρουσιάζουν τη διακυβέρνηση ως μια δύσκολη και σύνθετη υπόθεση που δεν μπορεί να αφορά τις μάζες, παρά μόνο τους ειδικούς, από τις τάξεις των οποίων επιστρατεύουν εμπειρογνώμονες και τους διορίζουν πρωθυπουργούς, με το επιχείρημα ότι αυτοί, επειδή δεν είναι αιρετοί, δεν φοβούνται να αναλάβουν αντιδημοφιλείς πρωτοβουλίες ούτε υπολογίζουν το πολιτικό κόστος. Εχουν αποδεχθεί το προβάδισμα της οικονομίας (στις μέρες μας, του χρηματοπιστωτικού τομέα) έναντι της πολιτικής. Καταγγέλλουν ως λαϊκιστική οποιαδήποτε αφήγηση ξεφεύγει από τα στερεότυπα και απ’ ό,τι αυτές ορίζουν ως φυσική τάξη των πραγμάτων, με το σκεπτικό ότι μυθοποιεί τον λαό, στρώνει το έδαφος στην κατάργηση των μεσολαβήσεων ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνωμένους, ευνοεί μεσσιανικές λύσεις και προτείνει απλοϊκές απαντήσεις σε δύσκολα προβλήματα.

Παρά τις ποικίλες αντιστάσεις που εκδηλώνονται σε διάφορα σημεία του κόσμου (κυρίως στη Λ. Αμερική, δευτερευόντως σε μερικές χώρες της ηπείρου μας), το μοντέλο της «σχετικής» δημοκρατίας είναι κυρίαρχο και έχει κατασκευαστεί η προϋπόθεση για τη μακροημέρευσή του, δηλαδή ο ανάλογος τύπος πολίτη. Σύμφωνα με την περιγραφή των Νέγκρι και Χαρντ («Να πάρουμε τη σκυτάλη», εκδόσεις Βιβλιόραμα), πρόκειται για τον φοβισμένο, χρεωμένο, μεσοποιημένο και αντιπροσωπευόμενο πολίτη.

Φοβισμένος πολίτης απέναντι στο άλλο, το περίεργο, το μη συμβατό με τις παραδόσεις του και έτοιμος να δεχθεί τις αυταρχικές επιλογές της εξουσίας, την κλιμάκωση της καταστολής για το καλό του, τον έλεγχο της προσωπικής ζωής του πάλι για το καλό του, την αναστολή κάποιων εκ των ελευθεριών του για να μην τις χάσει όλες από την «επιδρομή» των διαφορετικών, των υπόπτων, των μεταναστών, των πάσης φύσεως τρομοκρατών.

Χρεωμένος πολίτης για το υπόλοιπο του βίου του στις τράπεζες, βουτηγμένος στην ανασφάλεια και την αγωνία για τον ίδιο και την οικογένειά του και συνεπώς ευάλωτος στις πιέσεις των εργοδοτών και των εκπροσώπων της φιλελεύθερης ολιγαρχίας για περισσότερη εργασία και μικρότερες αμοιβές, για λιγότερα εργασιακά δικαιώματα (γιατί καραδοκεί το φάσμα της ανεργίας), για αποψίλωση των προνοιακών δικτύων επειδή είναι σπάταλα και τελικώς χωρίς κανένα διαπραγματευτικό εκτόπισμα, έρμαιο στη βούληση των ισχυρών του χρήματος.

Αντιπροσωπευόμενος και μεσοποιημένος πολίτης, με την προσοχή του υπνωτικά κολλημένη στην οθόνη του, που ζει με την ψευδαίσθηση ότι εκπληρώνει το συμμετοχικό καθήκον του προσερχόμενος κάθε τέσσερα χρόνια στις κάλπες για να αναδείξει τους άρχοντές του, χωρίς όμως καμία δυνατότητα ανάκλησης όταν αυτοί παραβιάζουν την εντολή που έχουν λάβει. Ρουφάει καθημερινά άχρηστες πληροφορίες και εκφράζει τη διαμαρτυρία του για την κατάσταση που βιώνει είτε στον κλειστό κύκλο του είτε στον χαοτικό κόσμο του διαδικτύου. Αυτός ο πολίτης πιστεύει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο γιατί ο αντίπαλος είναι πανίσχυρος, παγκοσμιοποιημένος, ενώ ο ίδιος κινείται στον μικρόκοσμό του και δεν διακρίνει καμία εναλλακτική λύση.

Το στοίχημα λοιπόν για τις πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν τη δημοκρατική ανατροπή είναι δύσκολο. Πρέπει να «ξεφοβίσουν» τον κόσμο, να τον βγάλουν από τον πεσιμιστικό λήθαργο, να δείξουν καθαρά τον αντίπαλο και φυσικά να εξουδετερώσουν εκείνες τις θεωρίες που ναρκώνουν τις συνειδήσεις, υποστηρίζοντας ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν, αλλά και τις άλλες που παραπέμπουν τα πάντα στο μέλλον, όταν οι συνθήκες θα είναι ώριμες και το επαναστατικό υποκείμενο έτοιμο να χτίσει το «βασίλειο της ελευθερίας». Οπως λέει ο Κ. Δουζίνας («Η Αυγή», 7-4-2013), «η μελλοντική αλλαγή φτιάχνει την ιστορική πορεία τού σήμερα. Είμαστε σήμερα συστατικά του μέλλοντος που θα αλλάξει το παρόν μας».