«Εμπρός για της γενιάς μας τον Παπαδόπουλο»

Δημήτρης Ψυχογιός 23 Απρ 2013

Κάποτε στο πανεπιστήμιο, μέσα της δεκαετίας του 1990, σε προφορική εξέταση, φοιτήτρια αναφερόταν στη «δικτατορία της 21ης Απριλίου» με τρόπο που μου φάνηκε μηχανικός και αόριστος. Τη ρώτησα λοιπόν το στοιχειώδες, κατά τη γνώμη μου: πότε είχε γίνει η δικτατορία. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς απάντησε αλλά πάντως δεν είπε «το 1967». Και την έκοψα, και ας είχε πάει καλά στα υπόλοιπα, λέγοντάς της «δεν είναι δυνατόν να θέλετε να γίνεται δημοσιογράφος και να μη γνωρίζετε πότε έγινε η δικτατορία». Υποθέτω ότι το έμαθε και θα το θυμάται σε όλη της ζωή αλλά μετά την εξέταση κατάλαβα ότι την αδίκησα: μας χώριζαν από το 1967 περίπου 30 χρόνια, όσα και εμένα όταν ήμουν φοιτητής από την «4η Αυγούστου». Δεν θα το θεωρούσα έγκλημα καθοσιώσεως εκείνη την εποχή αν κάποιος συνομήλικός μου δεν ήξερε αν είχε γίνει το 1936 ή το 1938. Έκτοτε, περίμενα από τους φοιτητές απλώς να μπορούν να προσδιορίσουν τη δεκαετία – και σε κάθε περίπτωση να ξέρουν ότι η «21η Απριλίου» ήταν κάτι που συνέβη πριν τη «μεταπολίτευση».

Έχουν περάσει άλλα 20 χρόνια από τότε· αν υποθέσουμε ότι αρχίζεις να καταλαβαίνεις τον κόσμο γύρω στα 18 και ότι η δικτατορία έπεσε το 1974, grosso modo μόνο όσοι είναι σήμερα κοντά στα 60 και πάνω από αυτά τη γνώρισαν. Και τον εμφύλιο πόλεμο τον θυμούνται ελάχιστοι, μόνο οι άνω των 80. Οι υπόλοιποι και για τις δύο αυτές κρίσιμες περιόδους έχουν ακούσει μόνο αφηγήσεις, συνήθως από την τηλεόραση. Η βιωματική σχέση με τις σφαγές, την ανελέητη βία της δεκαετίας του 1940 που χώριζε τους έλληνες με απόλυτο τρόπο σε κομμουνιστικό και αντικομμουνιστικό στρατόπεδο έχει εκλείψει. Δεν υπήρχε, τότε, οικογένεια από τη μία ή την άλλη πλευρά που να μην έχει θύμα, που να μην έχει υποστεί τη βία του αντίπαλου. Ήταν fait social total ο εμφύλιος, καθολικό κοινωνικό γεγονός, καθόριζε τα πάντα. Από τις προσωπικές σχέσεις ως του θεσμούς. Αντιθέτως, τη μοναξιά της αντίστασης κατά της χούντας τη θυμούνται λίγοι, γιατί λίγοι συμμετείχαν, γιατί λίγοι είχαν δει τη χούντα σαν αποτρόπαια ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση.

Φυσικά αποτελούσε ρήξη για το πολιτικό προσωπικό και τους διανοούμενους, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν στο κομμουνιστικό ή στο εθνικόφρον στρατόπεδο. Φυσικά αποτελούσε ρήξη για τους φοιτητές που κατακτούσαν τότε προσωπικές ελευθερίες ανήκουστες για τις προηγούμενες γενιές, αυτό που ονομαζόταν «αμερικανικός τρόπος ζωής» και ανέτρεπε τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, όπως είχε αρχίσει να γίνεται νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1950, σε όλες τις δυτικές κοινωνίες. Για τη γενιά των γονιών τους όμως που είχε ζήσει τον εμφύλιο και για τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, η δικτατορία αποτελούσε συνέχεια της υφιστάμενης κατάστασης: δεν είχαν περάσει παρά 3-4 χρόνια που από τότε που είχαν βγει οι τελευταίο αριστεροί από τις φυλακές, που είχε ατονήσει η απαίτηση «πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων», που δεν σε καλούσαν στα αστυνομικά τμήματα «δι’ υπόθεσιν σας». Μόλις έξι χρόνια είχαν περάσει από τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, τέσσερα από τη δολοφονία Λαμπράκη – τα Ιουλιανά και η Αποστασία ήσαν τα επίκαιρα γεγονότα που καθόριζαν την πολιτική ζωή.

Το να σταλούν στην εξορία ξανά 1.000-2.000 αριστεροί, να δολοφονηθούν 3-4 πολιτικοί, δεν ήταν κάτι έξω από διαμορφωμένη εικόνα του κόσμου που είχαν τότε οι ενήλικες, αριστεροί και δεξιοί. Η μειοψηφία των αριστερών έπρεπε να δείξει εγκαρτέρηση και υπομονή απέναντι στο νέο χτύπημα και τα στελέχη να ξαναχτίσουν τους παράνομους μηχανισμούς που είχαν διαλυθεί μόλις 10 χρόνια νωρίτερα. Η μεγάλη μάζα των δεξιών ήταν ευχαριστημένη που η χώρα σώθηκε από τους κομμουνιστές και την αναρχία, οι κεντρώοι ήσαν αμήχανοι, όπως και πριν: δεν ήθελαν τη δικτατορία, αλλά αφού έγινε; Τι μπορείς να κάνεις απέναντι στη μοίρα, απέναντι στη θέληση των αμερικανών, στους οποίους χρεωνόταν η δικταρορία, όπως ο εμφύλιος στους Άγγλους; Εξαιρούνταν, είπαμε το πολιτικό προσωπικό, οι διανοούμενοι, η πλειοψηφία των φοιτητών. Αλλά και οι πραγματικοί χουντικοί, οι έτοιμοι να στηρίξουν το καθεστώς ήσαν λίγοι. Τουλάχιστον στην αρχή, μετά πλήθυναν. Όπως πλήθαινε από την άλλη πλευρά η νεολαία που απαιτούσε δημοκρατία.

Συνεχιζόταν ο εμφύλιος, αυτό ήταν όλο και όλο. Όσο δραματικό και αν ήταν το γεγονός, δεν ήταν έξω από την κατάσταση των πραγμάτων της δεκαετίας του 1960 – που περιλάμβανε εξορίες, φυλακές, βασανισμούς, απαγορεύσεις, αστυνομοκρατία, πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Η «κοινοτοπία του κακού», που λέμε. Με μέσα βιαιότερα από αυτά που χρησιμοποιούνταν την τελευταία πενταετία, ας πούμε (αν και τα Ιουλιανά ήσαν βίαιη αναμέτρηση), αλλά όχι πολύ διαφορετικά από αυτά που ίσχυαν πριν δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια για φοιτητή είναι ολόκληρη ζωή, για τον μεσήλικα είναι χθες, μόλις το 2003, για σήμερα. Οι φοιτητές είχαν πολιτικά και πολιτιστικά ερεθίσματα από το εξωτερικό, οι μεγαλύτεροι μόνο τις εμπειρίες τους, εμπειρίες αδυσώπητου εμφύλιου πολέμου.

Για δυο τουλάχιστον δεκαετίες μετά την πτώση της χούντας είχαν να λένε στην επαρχία «ο Παπαδόπουλος χάρισε τα χρέη των αγροτών». Ναι, αλλά βασάνιζε στην Ασφάλεια. Σήκωναν τους ώμους: «ας κάθονταν στα αυγά τους» ή «τους κομμουνιστές μόνο». Αυτό, το έλεγαν σχεδόν όλοι. Οι πιο μελετημένοι, οι χουντικοί, είχα να σου πουν και άλλα: αποκατέστησε την τάξη, έδωσε δάνεια για σπίτια, είχαμε μεγάλη ανάπτυξη, έφτιαξε δρόμους, σταμάτησε η μετανάστευση. Αν δεν ήξερες αριθμούς να τους αντιπαραθέσεις, τους στρίμωχνες μόνο στο πλαίσιο του δικού τους εθνικοφρονικού ιδεολογήματος: «ναι, αλλά ο Παπαδόπουλος ανακάλεσε τη μεραρχια που είχε στείλει ο Παπανδρέου στην Κύπρο. Θα είχε γίνει η εισβολή των Τούρκων αν η μεραρχία ήταν εκεί;». Σε αυτό, ένιωθαν αμηχανία – πράγματι το πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου που είχε φέρει την εισβολή θα είχε φέρει την Ένωση, αν είχε μείνει εκεί η μεραρχία. Σε αυτό, θα συμφωνούσε ίσως ακόμη και η Χρυσή Αυγή σήμερα – αλλά πρέπει να προσχωρήσεις στην ιδεολογία της για να χρησιμοποιήσεις αυτό το επιχείρημα.

Στην πραγματικότητα, η εισβολή στην Κύπρο ήταν που απονομιμοποίησε τη δικτατορία στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών και δημιούργησε την αντιδιδακτορική μεταπολιτευτική συναίνεση, όχι το Πολυτεχνείο – η εξέγερση αφορούσε προφανώς πολύ περισσότερους από όσους η αντίσταση των πρώτων χρόνων αλλά ήσαν ακόμα μειοψηφία οι αντιδικτατορικοί, με την έννοια που απέκτησε μετά το 1974 ο όρος. Αφού η δικτατορία είχε επιτελέσει το μεγάλο κακό, την εθνική καταστροφή, είμαστε εναντίον της. Τα υπόλοιπα κακά της (εξορίες, βασανισμοί, στέρηση πολιτικών ελευθεριών, κτλ) τα αποδεχόμαστε για λόγους πολιτικής ορθότητας, και ας μην μας ενδιαφέρουν κατά βάθος. Για τούτο έγιναν «όλοι» αντιδικτατορικοί μετά το 1974. Υπήρχε δόση ειλικρίνεια σε αυτό το φρόνημα, δεν ήταν πόζα. Άλλωστε το Κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική ζωή ως την ομαλοποίηση που πέτυχαν οι Κώστας Σημίτης-Γιώργος Παπανδρέου.

Σε κάθε περίπτωση ακόμα και σήμερα, οι δύο κορυφαίες αναφορές στη δικτατορία γίνονται μέσω της «Κυπριακής Τραγωδίας» και του «Έπους του Πολυτεχνείου». Η μεν παλια γενιά που έφευγε και φεύγει σιγά-σιγά και είχε τις αντιλήψεις που αναφέραμε προσδιόρισε τη μεταπολιτευτική στάση της απέναντι στη χούντα από την πρώτη αναφορά, τον δε αντιδικτατορισμό της νέας γενιάς καθόρισε κυρίως η «Γιορτή του Πολυτεχνείου» στα σχολεία, που είναι ισότιμη σχεδόν με την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου. Και οι τρεις επέτειοι έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι τις συνοδεύει το ιδεολογικό περιτύλιγμα της νίκης των λίγων και αδύναμων επί των πολλών και ισχυρών – το Πολυτεχνείο, αντί να είναι γιορτή της δημοκρατίας, είναι συγκρουσιακή επέτειος, όπως ήταν και το πραγματικό γεγονός του Πολυτεχνείου. Ταυτόχρονα έγινε και εθνικιστική-αντιιμπεριαλιστική επέτειος με τη σηματοδότηση που της δίνει η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, συγκρουσιακή και αυτή όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και επί του πεδίου συνήθως.

Το σημαντικότερο όμως ίσως είναι ότι το σημείο «Χούντα» (=εμφύλιος, καταπίεση, εξορίες, βασανιστήρια, κατάργηση δημοκρατίας) επισκιάστηκε από το σημείο «Πολυτεχνείο» (= ανυπακοή, αντίσταση, εξέγερση, ανατροπή). Ίσως και επειδή, όπως είπαμε, τα πρώτα ήσαν κοινοί τόποι πριν και κατά τη δικτατορία. Ίσως και για να ισοφαρίσει ο ηθικός θρίαμβος του Πολυτεχνείου την οδυνηρή πολιτική ήτττα της Κύπρου. Πάντως οι δύο έννοιες διαχωρίστηκαν, το «Πολυτεχνείο» αυτονομήθηκε ως καθεαυτό αγαθό, όχι ως συνέπεια των δεινών της δικτατορίας – το διαχρονικό μεταπολιτευτικό σύνθημα «εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» δείχνει ακριβώς αυτή την αυτονομία. Γιατί όσοι το φώναζαν δεν πίστευαν ότι έχουμε χούντα. Μόνο η «17Ν» και κάποιοι αντίστοιχοι ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο. Ακριβώς επειδή αυτονομήθηκε, επειδή υπήρξαν «Πολυτεχνεία» (κατά τη φαντασίωση των συμμετεχόντων σε πορείες, διαδηλώσεις καταλήψεις) προέκυψε, δεκαετίες αργότερα το «η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73» των ετών της κρίσης – αφού υπήρχαν «Πολυτεχνεία», έπρεπε να υπάρχει και χούντα.

Το ότι η βίαιη εξέγερση ή η επανάσταση για τη δημοκρατία γίνεται για να εξαλειφθεί η βία των ισχυρών και να μη χρειάζονται νέες εξεγέρσεις ή επαναστάσεις (που να αφορούν τη δημοκρατία, δεν ξέρω για ποιους λόγους θα γίνονται εξεγέρσεις και επαναστάσεις σε 50 ή 100 χρόνια) είναι κάτι που ούτε καν αναφέρεται στους εορτασμούς. Η 25η Μαρτίου είναι η επέτειος της ανολοκλήρωτης εθνικής επανάστασης (οι υπόδουλοι αδελφοί μάς περίμεναν), η 28η Οκτωβρίου είναι η επέτειος της ανολοκλήρωτης νίκης κατά του Άξονα (νικήσαμε τους Ιταλούς, οι Γερμανοί μας στέρησαν τη νίκη), το Πολυτεχνείο είναι η επέτειος του ανολοκλήρωτου εκδημοκρατισμού – όπου εκδημοκρατισμός σημαίνει το δικαίωμα να κάνουμε νέες εξεγέρσεις. Ενώ η εξέγερση, η διαδήλωση, η κατάληψη είναι σημάδια πως κάτι δεν πάει καλά με τη δημοκρατία, η μεταπολιτευτική ιδεολογία λέει πως ολα αυτά είναι «Η Δημοκρατία». Ενώ η εξέγερση δεν είναι δικαίωμα, δημοκρατικός κανόνας, αλλά απρόβλεπτη εξωθεσμική ρυθμιστική (ή απορρυθμιστική) κατάσταση, στην τρέχουσα ιδεολογία έχει γίνει η ύψιστη απόδειξη δημοκρατικότητας.

Βεβαίως, για το γεγονός ότι η δια της εξεγέρσεως κατάργηση του δημοκρατικού κανόνα θεωρείται «Ο Δημοκρατικός Κανόνας» (κάτι που μόνο πολύ διαλεκτικά μυαλά σαν του περιώνυμου Ζϊζεκ θα το υποστήριζαν) ευθύνεται η Αριστερά, του ΠαΣοΚ συμπεριλαμβανομένου. Η εμπειρία της αντίστασης στην κατοχή και της αντίστασης κατά της χούντας αναγορεύονται σε ύψιστο παράδειγμα, αδιαφορώντας για το ότι αυτά υπήρξαν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, αιματηρές συγκρούσεις ενάντια σε επώδυνες πραγματικότητες· αποσιωπώντας ότι ανάμεσα σε αυτά υπήρξε αιματηρός εμφύλιος, ότι οδήγησαν σε εθνικές καταστροφές. Οι συνεχείς αναφορές κατά την τριετία της κρίσης σε «χούντα» και «κατοχή» σε αυτό το υπόστρωμα εδράζονται.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι έχουμε μεγάλη αντίσταση ενάντια στα μνημόνια αλλά καμιά πρόταση για το μέλλον. Ούτε ότι 30% εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να εκφράζεται θετικά για την περίοδο της δικτατορίας. Όπως και για τη φοιτήτρια που δεν πέρασε το μάθημά μου, είναι πολύ παλιά κατάσταση η «21η Απριλίου». Όμως αυτή δεν θυμόταν την ημερομηνία, το 30% δεν ξέρει ή δεν νοιάζεται για το τι ήταν η δικτατορία. Το μόνο που γνωρίζουν για αυτή είναι ότι την έριξε εξέγερση. Που οι σημερινοί εξεγερμένοι την ταυτίζουν με τις δικές τους. Και για όσους φοβούνται τις εξεγέρσεις, αυτό φθάνει για να θεωρούν τη δικτατορία καλύτερη κατάσταση από τη σημερινή. Ευτυχώς, μόνο το 10% της Χρυσής Αυγής φωνάζει «εμπρός για της γενιάς μας τον Παπαδόπουλο». Αν η πολιτική κατασταση συνεχίσει να εξομαλύνεται, αν τα «Πολυτεχνεία» γίνουν λιγότερα, το 30% και το 10% θα γίνουν και αυτά μικρότερα, θα πάψουν να είναι απειλητικά.