Ο Νικολά Σαρκοζί θα είναι ο πρώτος πρ. Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ο οποίος σε λίγες μέρες θα οδηγηθεί στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή φυλάκισης πέντε ετών που του επέβαλε το 32ο Τμήμα του Πλημμελειοδικείου του Παρισιού. Η απόφαση (25/9/2025) της Γαλλικής δικαιοσύνης στην υπόθεση της λεγόμενης «Λιβυκής χρηματοδότησης» της προεκλογικής καμπάνιας του τότε υποψήφιου για την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας Ν. Σαρκοζί παρουσιάζει σειρά σημαντικών στοιχείων με εξαιρετικό νομικό και πολιτικό ενδιαφέρον.
Ποια ήταν η υπόθεση της «Λιβυκής χρηματοδότησης»;
Πρόκειται για ένα πολιτικο-οικονομικό σκάνδαλο που ενέπλεκε τον Ν. Σαρκοζί – Υπουργό Εσωτερικών το 2007- με τον ηγέτη της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι. Σύμφωνα με τις μετέπειτα αποκαλύψεις, ο Καντάφι ανέλαβε να χρηματοδοτήσει την προεκλογική καμπάνια του Ν. Σαρκοζί, υποψήφιου για την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας με 50 εκ. ευρώ έναντι της βοήθειας του Σαρκοζί για την αποκατάσταση της διεθνούς εικόνας του Καντάφι, ο οποίος κατηγορείτο για τις στενές σχέσεις του καθεστώτος του με τρομοκρατικές οργανώσεις. Πράγματι, τον Μάϊο του 2007 ο Ν. Σαρκοζί εξελέγη Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς υποδέχτηκε στο Προεδρικό Μέγαρο τον Μ. Καντάφι, σε μια προσπάθεια επανένταξης του τελευταίου στη διεθνή κοινότητα και εξομάλυνσης των σχέσεων της Ευρώπης με το καθεστώς του. Το 2011, με την Αραβική Άνοιξη ξέσπασε εμφύλιος στη Λιβύη και υπήρξε διεθνής στρατιωτική επέμβαση, πρωτοστατούσης της Γαλλίας, η οποία κατέληξε στην ανατροπή του καθεστώτος και στο θάνατο Καντάφι, σε συνθήκες που όλοι θυμόμαστε. Το 2012 και ενώ ο Σαρκοζί ετοιμαζόταν να διεκδικήσει μια δεύτερη προεδρική θητεία, ένα μέσο ερευνητικής δημοσιογραφίας δημοσίευσε δύο έγγραφα που ενέπλεκαν τον Καντάφι στη παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής καμπάνιας του Σαρκοζί. Από τότε ξεκίνησε και εξελίχθηκε ένα μαραθώνιο πολιτικο-δικαστικό θρίλερ, με εμπλοκή στενών συνεργατών του Σαρκοζί και ενδιάμεσων πολιτικών προσώπων, νομικών και οικονομικών παραγόντων, με επηρεασμό μαρτύρων, με τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και δικαστικές έρευνες για χρηματισμό ανώτατων δικαστών, παραβίαση της μυστικότητας της ανάκρισης και διαφθορά, οι οποίες κατέληξαν σε μία πρώτη καταδίκη του Ν. Σαρκοζί και συνεργών του στο Εφετείο το 2024 και κατόπιν στη χθεσινή καταδικαστική απόφαση για την κύρια υπόθεση σε πέντε χρόνια φυλάκισης.
Το νομικό σκέλος της υπόθεσης της «Λιβυκής χρηματοδότησης» του Ν. Σαρκοζί είναι εξίσου συνταρακτικό. Ενώ από το 2018 είχε ασκηθεί ποινική δίωξη στο Ν. Σαρκοζί για παθητική δωροδοκία, παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής καμπάνιας, και υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κρατικών κονδυλίων ξένου Κράτους, το 2023 του ασκήθηκε ποινική δίωξη για επηρεασμό (χειραγώγηση) μαρτύρων, για σύσταση και συμμορία (association de malfaiteurs), καθώς και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό την τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων. Το ενδιαφέρον της καταδικαστικής απόφασης του 32ου Τμήματος του Πλημμελειοδικείου του Παρισιού έγκειται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Ν. Σαρκοζί - αντίθετα με την πρόταση της οικονομικής εισαγγελίας- μόνο για το πλημμέλημα της σύστασης και συμμορίας, ενώ τον απήλλαξε για τα εγκλήματα της παθητικής δωροδοκίας, της παράνομης χρηματοδότησης προεκλογικής καμπάνιας, και υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με το σκεπτικό ότι δεν προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία επαρκείς αποδείξεις για το ότι in fine τα χρήματα του λιβυκού καθεστώτος κατέληξαν στα ταμεία της προεκλογικής καμπάνιας του Ν. Σαρκοζί. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ίδιος επέτρεψε σε στενούς του συνεργάτες να αναζητήσουν παράνομη χρηματοδότηση από το λιβυκό καθεστώς. Σημαντικό είναι επίσης ότι το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη γνησιότητα των εγγράφων που δημοσιεύθηκαν αρχικά από το μέσο ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Ωστόσο και η επιβληθείσα ποινή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο Ν. Σαρκοζί καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση με προσωρινή άμεση έκτιση της ποινής και χωρίς να του αναγνωριστεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην άσκηση έφεσης. Σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα της σύστασης και συμμορίας, στις συνθήκες που τελέσθηκε είναι εξαιρετικά βαρύνουσας ποινικής απαξίας γιατί επηρεάζει την αντίληψη των πολιτών σε αυτούς που ψηφίζονται για να τους αντιπροσωπεύσουν. Με αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο επέβαλε την άμεση έκτιση της ποινής με αναβλητική προθεσμία την 13η Οκτωβρίου 2025 για την εκτέλεσή της. Η προσωρινή (άμεση) έκτιση της ποινής (exécution provisoire de la peine prononcée) είναι ένα εξαιρετικό μέτρο (παρεπόμενη ποινή) που μπορεί να επιβάλλει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης και της επιμέτρησης της ποινής, κατά παρέκκλιση του ανασταλτικού αποτελέσματος της άσκησης έφεσης (άρθρο 506 γαλλικού ΚΠΔ), ιδιαίτερα όταν επιβάλλεται ταυτόχρονα στον καταδικασθέντα η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων και της μη εκλογιμότητας. Να σημειωθεί ότι δεν προβλέπεται από το γαλλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κανένα ένδικο μέσο εναντίον της απόφασης για προσωρινή έκτιση της ποινής. Αυτή εφαρμόζεται άμεσα (στο Δικαστήριο κατά την εκφώνηση της απόφασης) ή σε δήλη ημέρα (κατόπιν ορισμού ημερομηνίας από το Δικαστήριο για να αφήσει χρόνο προετοιμασίας στον κατηγορούμενο).
Η απόφαση για προσωρινή έκτιση της ποινής έχει επομένως έντονο συμβολικό αλλά και ποινικό περιεχόμενο. Ο Ν. Σαρκοζί καταδικάστηκε με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και την πολιτική ιδιότητα που κατείχε στο χρόνο τέλεσης του αδικήματος και όχι μόνο θα οδηγηθεί στη φυλακή στις 13/10, αλλά, κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του, στο Εφετείο θα προσαχθεί φρουρούμενος και με χειροπέδες.
Η πολιτική διάσταση της υπόθεσης Σαρκοζί σηματοδοτεί μια αλλαγή εποχής. Μέχρι τώρα, την πολιτική και δικαστική επικαιρότητα είχαν απασχολήσει καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον Υπουργών, Βουλευτών και Ευρωβουλευτών, συχνά με ανασταλτικό χαρακτήρα. Ο πρ. Πρόεδρος Ζ. Σιράκ είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή το 2011, για την υπόθεση πλασματικών προσλήψεων υπαλλήλων στο Δήμο του Παρισίου. Ωστόσο, εγκλεισμός στη φυλακή ενός πρ. Προέδρου της Δημοκρατίας για ένα αδίκημα ποινικά και πολιτικά απαξιωτικό είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση που επηρεάζει άμεσα το ήδη βεβαρημένο κλίμα κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος στη Γαλλία. Ο Ν. Σαρκοζί και οι συνήγοροί του μίλησαν για ένα «πραξικόπημα των δικαστών», για το «Κράτος των δικαστών που στοχοποιεί πολιτικούς», αλλά και για μία καταδίκη που στερείται αποδεικτικών στοιχείων για τα βασικά εγκλήματα της διαφθοράς και της δωροδοκίας και καταφεύγει σε ένα επικουρικό αδίκημα για να στείλει έναν πρ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη φυλακή.
Είναι σίγουρο ότι στην υπόθεση Σαρκοζί τιμωρούνται πρακτικές παράνομης χρηματοδότησης πολιτικών προσώπων και κομμάτων και ανεξέλεγκτης ροής πολιτικού χρήματος ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος, οι οποίες προφανώς δεν αποτελούν παρελθόν, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν, με άλλα πιο σύγχρονα και ψηφιακά πλέον μέσα. Όμως αυτή η διαπιστωμένη παθογένεια δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το μέτρο προσωρινής εκτέλεσης της ποινής για έναν καταδικασθέντα ο οποίος ήδη εκτίει περιοριστική της ελευθερίας ποινή με ηλεκτρονικό βραχιόλι. Δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος διαφυγής που να δικαιολογεί τον εγκλεισμό. Αλλά το πρόβλημα γίνεται περισσότερο πολιτικό αφού σε νομικό επίπεδο φαίνεται να παραβιάζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική Δίκη με πρώτο το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμά του σε δικαστική κρίση σε δεύτερο βαθμό. Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν δικαιολογείται ούτε από την ιδιότητα του πολιτικού προσώπου, ούτε από την αδυναμία απόδειξης άλλων σοβαρότερων εγκλημάτων στα οποία αυτό φέρεται να εμπλέκεται. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει η βασική διδασκαλία του Δικαίου των Ποινών: όταν η αυστηρότητα των ποινών παραβιάζει την αναλογικότητα μεταξύ ποινών και εγκλημάτων, πλήττονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αλλά πλήττεται επίσης η λειτουργία της δικαιοσύνης στην εξατομίκευση των ποινών, δηλαδή πλήττεται η ασφάλεια Δικαίου την οποία πρέπει η Δικαιοσύνη να εγγυάται σε κάθε πολίτη.