Υποθετικές, μεθαυριανές, μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις

Θόδωρος Σούμας 27 Ιουν 2021

Επειδή διαφαίνεται πως στον κεντροαριστερό, σοσιαλιστικό και κεντροαριστερό χώρο αριστερότερα της κεντροδεξιάς, φιλελεύθερης ΝΔ, θα κυριαρχεί πολιτικά και εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι προσεχείς πολιτικές εξελίξεις μπορούν να έχουν δύο πιθανές εκδοχές:  Μεγάλη παράταση της ηγεμονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη αν διασφαλίσει για μεγάλο διάστημα την υποστήριξη των κεντρώων πολιτών, αλώνοντας τον κεντρώο, μεσαίο χώρο επί πολύ. Ή σύγκλιση και συνεργασία ΚΙΝΑΛ – ΣΥΡΙΖΑ υπό την προϋπόθεση πως το ΚΙΝΑΛ (της Φώφης Γ. και μόνο της Φώφης Γ.) θα συνεχίσει την “αντιδεξιά”, αντινεοδημοκρατική τακτική της και πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μαλακώσει τη σκληρή και άτεγκτη, επιθετική, ριζοσπαστική αριστερή πολιτική του έναντι του κράτους και της πολιτείας (από τη σκοπιά της αντιπολίτευσης κι από τη σκοπιά ενός μεθαυριανού, συστημικού, αριστερού, σοσιαλιστικού κόμματος εξουσίας). Αποτελεί ένα ερώτημα αν ο  ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να μετεξελιχθεί, ενδεχομένως να αλλάξει όνομα, αν θα υπάρξει μια πολιτική μετεξέλιξη αυτού του ριζοσπαστικού αριστερού χώρου (ίσως σε σύγκλιση και συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ κ.λπ.) ώστε να προκύψει ένα νέο, ρεαλιστικό, προσγειωμένο, εποικοδομητικό, αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα. Αυτό που έχουν τώρα απέχει παρασάγγας από ένα θετικό, πραγματιστικό, εποικοδομητικό κόμμα, το θέμα βέβαια δεν είναι το όνομα μα η ουσία, το πολιτικό περιεχόμενο (που σήμερα είναι προβληματικότατο, στρεβλό κι επιβλαβές για τη χώρα).

Ενδιάμεσα θα παίξει καθοριστικό ρόλο η έκβαση των εκλογών για νέο Πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ. Αν αργήσουν, πιθανά το ΚΙΝΑΛ θα έχει πάρει οριστικά τον δρόμο της κατηφόρας και η αντιστοιχία δυνάμεων μεταξύ ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ θα έχει κριθεί τελεσίδικα. Υπάρχει καταρχάς το πρόβλημα πως αν αργήσουν πολύ, μπορεί το ΚΙΝΑΛ να έχει μπει σε τόσο γρήγορη κι επίφοβη κατηφόρα, που τα οποιαδήποτε αποτελέσματα να μην μπορούν πλέον να την ακυρώσουν και η μεγάλη πτώση του ΚΙΝΑΛ να έχει πάψει να είναι αντιστρέψιμη, όποιος αρχηγός κι αν έχει εκλεγεί· αν συνεχιστεί για πολύ η αφασία της τωρινής, ανεπαρκούς ηγεσίας Φ.Γεννηματά, το ΚΙΝΑΛ βαίνει προς τη σμίκρυνσή του. Ο ενδεχόμενος, αυριανός διάδοχος της Φ.Γ. θα παραλάβει ένα πολύ μικρό κόμμα και οι πιθανότητες και δυνατότητές του να το ανορθώσει θα είναι πλέον πολύ λίγες.

Προς το παρόν, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ απλά παράγει εχθροπάθεια, πόλωση και διχασμό, γι΄ αυτό και ο φιλελεύθερος Κυρ.Μητσοτάκης δεν χάνει την πολιτική ηγεμονία (αφού δεν την χάνει στον πολυπληθή χώρο του Κέντρου και των μικροαστικών και μεσαίων στρωμάτων). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται να κάνει προγραμματική αντιπολίτευση στη ΝΔ. Δεν αντιπροτείνει μα απαιτεί να μην εφαρμοστούν οι νόμοι που ψήφισε η Βουλή, δηλαδή αρνείται την πεμπτουσία της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Το μόνο υπαρκτό συριζαϊκό αφήγημα είναι αυτό της στρατηγικής της έντασης και της όξυνσης, της «επιστροφής του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς», της «αστυνομοκρατίας», της «καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και με κορύφωση την τελευταία ανακάλυψη ότι «η πανδημία χρησιμοποιείται ως σχέδιο από την κυβέρνηση για την εξόντωση επιχειρήσεων και εργαζομένων».
Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας θέλει να ξεχάσει την τυχοδιωκτική, πρόχειρη, άτσαλη κι αδέξια, ατελέσφορη, τυχοδιωκτική ή άπραγη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο από όλους, όπως δείχνουν τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, οι ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής και του ΠΑΣΟΚ. Που είναι για ευνόητους λόγους  οι «πιο αντιΣΥΡΙΖΑ» από όλο το φάσμα των ψηφοφόρων εξαιτίας του βρισίματος που εισέπραξαν από τους συριζαίους οι ηγέτες τους... Έχουν υποστεί, κυρίως αυτοί, το πιο άγριο πολιτικό μπούλινγκ επί μια ολόκληρη δεκαετία. Όπως αποδεικνύει σχεδόν κάθε έρευνα, η βάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να το ξεχάσει. Ως εκ τούτου, λοιπόν, ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει ο χώρος και να αντιστρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς είναι να σηκώσει τα λάβαρα του πολέμου στον ΣΥΡΙΖΑ: Να καταδείξει ότι όχι απλώς δεν είναι προοδευτικό κόμμα, αλλά ότι πιο οπισθοδρομικό στην κοινωνία (ό,τι επιχειρούν οι Λοβέρδος και Ν.Ανδρουλάκης), να περιγράψει τις αντιδημοκρατικές πρακτικές του, να αναδείξει τον λαϊκίστικο χαρακτήρα του. Να τα κάνει με λόγο ξεκάθαρο, μεταρρυθμιστικό, κοινωνικό, εκσυγχρονιστικό και ευρωπαϊκό. Την ίδια στιγμή, σχεδόν ως άσκηση αντίστιξης, η γεννηματική ηγεσία του ΚΙΝΑΛ πασχίζει να φαίνεται αριστερή διεκδικώντας τους παλιούς φίλους που πήγαν απέναντι. Αλλά δυστυχώς γι? αυτήν εκείνοι δεν επιστρέφουν, έτσι, στη δημοκρατική-προοδευτική παράταξη. Έτσι τα αμήχανα αριστερά καλέσματα δεν βρίσκουν αποδέκτες, μένουν μετέωρα και εκθέτουν όσους τα κάνουν.

Σχετικά με την “αστυνόμευση” του υπουργείου προστασίας του πολίτη, το κοινό, ποινικό έγκλημα δυστυχώς δεν βρίσκεται σε κάμψη επί κυβέρνησης ΝΔ, συνεχίζει να αλωνίζει, βασισμένο κυρίως σε αλλοδαπούς “μετανάστες” εγκληματίες, οι οποίοι εξήγαγαν στην Ελλάδα, ως ξέφραγο αμπέλι, την κακόβουλη τεχνογνωσία τους. Οι αναρχικοί και εντιεξουσιαστές συνεχίζουν την παράνομη, παρά και έξω-θεσμική δράση τους που έχουν εξάγει από τα Εξάρχεια – λόγω των μέτρων του Χρυσοχοΐδη εκεί – σε άλλες συνοικίες της Αθήνας. Οι Έλληνες αστυνομικοί άρα χρειάζονται οπωσδήποτε στην Αθήνα, στις μεγαλουπόλεις και στην επαρχία. Πιθανά απαιτείται πρόσληψη κι άλλων αστυνομικών – όπως και των απαραίτητων περισσότερων νοσηλευτών κι υγειονομικών – ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα τα εγκλήματα και οι βίαιες παραβιάσεις του νόμου. Χρειάζονται, όμως, αναντίρρητα επανεκπαίδευση, ψυχολογικά τεστ για το αν είναι κατάλληλοι γι αυτή την τόσο δύσκολη δουλειά, η οποία απαιτεί διαύγεια, ήθος και ψύχραιμο ταμπεραμέντο· κάμερες στα κράνη που θα καταγράφουν τι ακριβώς συμβαίνει για αποκάλυψη της αλήθειας όταν προκύπτουν αψιμαχίες και συγκρούσεις και τα πράγματα γίνονται δύσκολα· αλλαγή του πειθαρχικού δικαίου των αστυνομικών (δυστυχώς, ελάχιστες ΕΔΕ κατέληξαν στην απόδοση ευθυνών, η πειθαρχική δίωξη κινείται είτε από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου δημοσίας τάξης, είτε από την ιεραρχία της αστυνομίας, αλλά πάντοτε διεξάγεται εντός του σώματος δίχως εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας). Αλλά τα ζητήματα της αστυνομικής βίας είναι δυστυχώς διαχρονικά, υπάρχουν ήδη από την πτώση της χούντας, γι αυτό πρέπει η αστυνομία να εξυγιανθεί και να εκσυγχρονιστεί. Τα προβλήματα πρέπει να διορθωθούν άμεσα, προσφέροντας μοντέρνα, δημοκρατική εκπαίδευση και ψυχιατρική βοήθεια στους αστυνομικούς, ιδίως στους ανεπαρκείς. Και οι ψυχικά προβληματικοί κι οι συστηματικά βίαιοι να απομακρυνθούν άμεσα, πριν κάνουν περισσότερο κακό στην κοινωνία, στην ασφάλειά της, στο κράτος και στους πολίτες.