Γάλα από τον ΟΟΣΑ

Γιώργος Φλωρίδης 28 Ιαν 2014

Αυτές τις μέρες γινόμαστε ξανά μάρτυρες ενός τρόπου αντιπαράθεσης γνωστού από παλιά: «Είναι καλό γιατί το λέει ο ΟΟΣΑ!», λένε κάποιοι, για να έρθει αμέσως η απάντηση: «Μα ακριβώς επειδή το λέει ο ΟΟΣΑ (το διεθνές όργανο του ιμπεριαλισμού, του νεοφιλελευθερισμού κλπ) δεν χρειαζόμαστε άλλη απόδειξη ότι είναι κακό». Ο λόγος φυσικά για τις μεταρρυθμίσεις -με ή χωρίς εισαγωγικά. Την ίδια ώρα, το πολιτικό σύστημα στη χρεοκοπημένη μας χώρα δεν τολμά ακόμη όχι να αρθρώσει, αλλά ούτε καν να ψελλίσει τη δική του εκδοχή για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και το περιεχόμενό τους. Έτσι, οι μεν οχυρώνονται πίσω από τις προτάσεις των ξένων «ειδικών» τις οποίες προβάλλουν ως «ιδανικές», ενώ οι δε τις χαρακτηρίζουν ως «καταστροφικές».

Πιο πρόσφατη από αυτές τις μάχες είναι εκείνη του φρέσκου ή του λιγότερο φρέσκου ή του καθόλου φρέσκου γάλακτος. «Εκσυγχρονιστές» και «μεταρρυθμιστές» στήνονται απέναντι στους «κρατιστές» και τους υποστηρικτές του «προστατευτισμού». Η αντιπαράθεση τέμνει εγκάρσια τις πολιτικές δυνάμεις, η Κυβέρνηση βρίσκεται ξανά κομμένη στα δύο και η Αντιπολίτευση ακολουθεί το χαβά της. Όμως η αντιπαράθεση εμφανίζει ξαφνικά κι άλλα χαρακτηριστικά. Οι «μεταρρυθμιστές» εμφανίζονται ως υπέρμαχοι των συμφερόντων των καταναλωτών και οι «κρατιστές» ως υπέρμαχοι των παραγωγών. Κι εδώ αρχίζουν πολλά τραγελαφικά. Oι «μεταρρυθμιστές» ισχυρίζονται ότι οι καταναλωτές θα προστατευτούν με την πλήρη απελευθέρωση των εισαγωγών γάλακτος ώστε να κερδίσουν «κάποιες δεκάδες ευρώ ετησίως» (η διατύπωση είναι όπως τη διάβασα), ενώ οι «κρατιστές» επιμένουν ότι έτσι θα καταστραφεί ένας ολόκληρος παραγωγικός κλάδος, από τους ελάχιστους που απέμειναν στη χώρα.

Το σχήμα μοιάζει -και είναι- προβληματικό. Είναι δυνατόν σε μια χώρα που απεγνωσμένα ψάχνει αναπτυξιακές διεξόδους να αναζητάς την ανάπτυξη με την αύξηση εισαγωγών και τη διάλυση ενός σημαντικού παραγωγικού κλάδου; Από την άλλη, είναι δυνατόν ένας κλάδος να στηρίζεται σε βάρος του εισοδήματος των καταναλωτών; Μια τέτοια συζήτηση θα άξιζε να γίνει ψύχραιμα στη βάση κόστους-οφέλους, για να δούμε μήπως μπορούμε να είμαστε όλοι κερδισμένοι.

Σε μια αγορά όπου αρκετές αλυσίδες super-market κρατούν σε εξωφρενικά επίπεδα τις τιμές, κυρίως στα τρόφιμα όπου οι δαπάνες των νοικοκυριών είναι ανελαστικές, κάποιοι κερδοσκοπούν ασύστολα σε βάρος των καταναλωτών και καταστρέφουν πολλούς Έλληνες παραγωγούς, πληρώνοντάς τους μετά από οκτώ και δέκα μήνες. Σ? αυτή την αγορά, όπου οι γνωστές «αλυσίδες» χρησιμοποιούν τα κόλπα των πιστωτικών σημειωμάτων, των «προσφορών» και των ενδοεταιρικών συναλλαγών για να πουλάνε τα όποια ελληνικά προϊόντα ακριβότερα απ? ότι αυτά πωλούνται στην Ευρώπη και στην Αμερική, η Κυβέρνηση βρήκε να ξεκινήσει τον «πόλεμο κατά της ακρίβειας» από το ελληνικό γάλα. Θα μου πείτε, από κάπου έπρεπε ν? αρχίσει. Πράγματι, αλλά για να δούμε τι τελικά συμβαίνει;

Οι Έλληνες κτηνοτρόφοι πουλάνε το γάλα στις εταιρίες στην καλύτερη περίπτωση προς 40-45 λεπτά το λίτρο. Με κόστος παραγωγής γύρω στα 40 λεπτά το λίτρο. Πληρώνονται για το γάλα που παρέδωσαν στις εταιρίες τρεις μήνες μετά! Οι εταιρίες βέβαια το πουλάνε σε λίγες μέρες, παίρνουν τα λεφτά των παραγωγών και τα χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους για τρεις μήνες. Σε περιόδους πιστωτικής ασφυξίας, αυτό είναι μια χαρά για τις εταιρίες, αλλά ένα δράμα για τους παραγωγούς. Γι’αυτό το θέμα η κυβέρνηση σιωπά. Η «αγορά», βλέπετε, είναι ελεύθερη να τα ρυθμίζει όλα. Και οι παραγωγοί οφείλουν να γίνουν ανταγωνιστικοί, όπως λένε οι θιασώτες των αγορών. Σωστό, αλλά πώς να γίνουν όταν τους κλέβουν από χίλιες μεριές;

Ο καταναλωτής βρίσκει το γάλα στο ράφι από 1,20 ευρώ έως 1,60 ευρώ το λίτρο! Τώρα με την αύξηση του χρόνου «φρεσκότητας» λόγω εισαγωγών, ποια τιμή θα πέσει; Η υψηλότερη ή η χαμηλότερη; Στην πραγματικότητα καμία. Κάποιοι παρατηρούν ότι μέσα σ? αυτή τη βαβούρα περί το γάλα οι εταιρίες αυξάνουν σιωπηρά τις τιμές του λίτρου στα ράφια. Έτσι όταν απελευθερωθούν οι εισαγωγές, θα κατεβάσουν τις τιμές στο ύψος των τωρινών και θα πουν: «είδατε; να το κέρδος του καταναλωτή»! Ωραία δουλειά, πράγματι!

Την ίδια στιγμή, ο συνεταιρισμός αγελαδοτρόφων-γαλακτοπαραγωγών Θεσσαλίας-Μακεδονίας ΘΕΣγαλα που ίδρυσε ο γιατρός Θανάσης Βακάλης στη Λάρισα, δημιούργησε το πρότυπο της παραγωγικής ανάπτυξης της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα: σύγχρονη λειτουργία, διαρκής οργάνωση για τη μείωση του κόστους παραγωγής, σωστή διαπραγμάτευση με τις εταιρίες. Τελευταία του καινοτομία η πώληση φρέσκου γάλακτος με σύγχρονους αυτόματους πωλητές στη Λάρισα, με τιμή 0,90 ευρώ! Να, λοιπόν, ο συνδυασμός της παραγωγικής οργάνωσης με την προστασία και το όφελος του καταναλωτή.

Θα περίμενε κανείς ότι μια στοιχειωδώς σοβαρή κυβέρνηση θα εργαζόταν με βάση το δικό της εθνικό σχέδιο για τη συνολική ανάταξη της χώρας. Αντί γι’αυτό, μεταμφιέζεται κακότεχνα σε «μεταρρυθμιστή» και αδυνατεί ή αρνείται να επιχειρήσει μια παρέμβαση στο χώρο των τιμών, επεμβαίνοντας στις ρίζες του προβλήματος που αναφέρθηκαν παραπάνω. Και δεν οργανώνει ένα σχέδιο παραγωγικής συγκρότησης της χώρας, διαθέτοντας στοχευμένα τους -λιγοστούς έστω- οικονομικούς πόρους. Δεν θα χρειαζόταν να σκεφτεί πολύ. Πολλοί Έλληνες σε κάθε γωνιά της πατρίδας μας έφτιαξαν μόνοι τους, με του κόσμου τις δυσκολίες, πρότυπες παραγωγικές μονάδες σε διάφορους κλάδους. Δεν χρειάζεται παρά να πάψει να τους εμποδίζει. Και, στη συνέχεια, να τους αντιγράψει. Τότε αυτή η συζήτηση για το «γάλα από τον ΟΟΣΑ» θα μοιάζει αστεία.