Όταν η κλιματική απειλή συναντά την πολιτική απογοήτευση, το μέλλον της κοινωνίας απαιτεί νέες συμμαχίες και πραγματική πολιτική βούληση.
Η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας. Δεν αποτελεί ένα μακρινό ενδεχόμενο, αλλά μια καθημερινή πραγματικότητα που μετριέται σε απώλειες ζωών, σε καταστροφή φυσικού πλούτου και σε κοινωνικές αναταράξεις. Οι πυρκαγιές, οι καύσωνες, οι πλημμύρες η λειψυδρία και η ερημοποίηση δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Η Πολιτική Προστασία δεν μπορεί να είναι ένα απλό διαχειριστικό εργαλείο μετά την εκδήλωση μιας κρίσης. Χρειάζεται πολυπαραγοντική προσέγγιση που θα συνδυάζει την επιστημονική γνώση, την τεχνολογική καινοτομία, την εκπαίδευση, τον θεσμικό συντονισμό και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών.
Παράλληλοι μονόλογοι αντί για διάλογο
Κι όμως, η πολιτική λειτουργία παραμένει εγκλωβισμένη σε παράλληλους μονόλογους. Κόμματα και πολιτικό προσωπικό ξοδεύουν ενέργεια σε τοξικές αντιπαραθέσεις, σε αλληλοκατηγορίες και σε προεκλογικές υποσχέσεις, οι οποίες σπανίως υλοποιούνται. Η υπερκομματική διάθεση που θα έπρεπε να διαπερνά τα μεγάλα εθνικά ζητήματα –όπως η κλιματική προσαρμογή, η Πολιτική Προστασία, η υπογεννητικότητα– απουσιάζει. Αντί για ενότητα και σχεδιασμό, επικρατεί καταγγελτικός λόγος και βραχυπρόθεσμη πολιτική σκοπιμότητα.
Απογοήτευση και αποστασιοποίηση
Η κοινωνία το αντιλαμβάνεται και αντιδρά με απογοήτευση και αποστασιοποίηση. Ήδη ένα 60% των πολιτών στην Ελλάδα δεν συμμετέχει στις εκλογές. Η νέα γενιά, ειδικά, δείχνει να αδιαφορεί πλήρως για το πολιτικό σύστημα, θεωρώντας το αναξιόπιστο, χωρίς προοπτική και ξένο προς τις αξίες και τις ανάγκες της. Αυτή η αποχή μεταφράζεται σε ένα παράδοξο: οι κυβερνήσεις εκλέγονται τελικά από τις επιλογές μειοψηφιών, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η ίδια η αντιπροσωπευτικότητα της δημοκρατίας.
Μια Ελλάδα που αργοπεθαίνει
Σε περιοχές που επλήγησαν από μεγάλες καταστροφές –φωτιές και πλημμύρες– η εικόνα είναι αποκαλυπτική. Οι νέοι εγκαταλείπουν τον τόπο τους, μη βρίσκοντας προοπτική. Τα χωριά ερημώνουν, η περιφέρεια γερνάει, και η ύπαιθρος χάνει σιγά-σιγά τον ζωντανό της ιστό. Η υπογεννητικότητα έρχεται να ενισχύσει αυτόν τον φαύλο κύκλο: λιγότερες γεννήσεις, λιγότερες οικογένειες, λιγότερη ζωή.
Μια Ελλάδα που αργοπεθαίνει δεν μπορεί να αντέξει τις νέες προκλήσεις. Όταν η κοινωνία συρρικνώνεται και οι νέοι απομακρύνονται, δεν υπάρχει η κρίσιμη μάζα για να στηρίξει την ανασυγκρότηση μετά από μια καταστροφή, ούτε για να δημιουργήσει την ανάπτυξη που χρειάζεται ο τόπος.
Η κλιματική κρίση και οι φυσικές καταστροφές δεν χτυπούν απλώς το περιβάλλον. Επιταχύνουν την εγκατάλειψη της υπαίθρου και φέρνουν πιο κοντά τον δημογραφικό μαρασμό. Κι ενώ η χώρα αποδυναμώνεται εσωτερικά, η συνεχώς αυξανόμενη παρουσία μεταναστών δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα: ένας «σιωπηλός εποικισμός», που δεν χρειάζεται πόλεμο για να μεταβάλει τα δεδομένα. Αν η Ελλάδα δεν στηριχθεί στους ανθρώπους της, κινδυνεύει να παραδοθεί μόνη της, μέσα από τη φθορά του χρόνου και την αδράνεια.
Χρήματα χωρίς αποτύπωμα
Την ίδια στιγμή, τεράστια ποσά από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία εισρέουν στη χώρα με στόχο την ανάπτυξη και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Κι όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι αυτά τα κονδύλια σπάνια αφήνουν ουσιαστικό αποτύπωμα στην κοινωνία ή στο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας. Δεν κατευθύνονται σε βιώσιμες υποδομές, σε καινοτομία ή σε έργα που θα δώσουν μέλλον στις τοπικές κοινωνίες.
Αντίθετα, δημιουργούν έναν «αέρα ευημερίας» που σύντομα εξατμίζεται, αφήνοντας πίσω απογοήτευση. Οι μοναδικοί πραγματικά ωφελημένοι είναι οι κοντινοί κύκλοι της εκάστοτε εξουσίας, που αξιοποιούν τα προγράμματα για να αναπαράγουν σχέσεις εξάρτησης και να συντηρούν πελατειακές δομές. Έτσι, αντί να ενισχύεται η χώρα, ενισχύεται η ανακύκλωση των ίδιων παθογενειών.
Η σκιά των εξαρτήσεων
Ένα από τα πιο δύσκολα ερωτήματα που αναδύονται μέσα από αυτή την πραγματικότητα είναι κατά πόσο η πολιτική έχει σήμερα την αυτονομία να χαράξει επιλογές με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Συχνά παρατηρείται ότι οι αποφάσεις που αφορούν καίρια ζητήματα –από την ενέργεια και το περιβάλλον μέχρι την κοινωνική πολιτική– δεν προκύπτουν από έναν ειλικρινή διάλογο με την κοινωνία, αλλά μέσα από ένα πλέγμα πιέσεων και συσχετισμών.
Κι ενώ οι κοινωνίες αναζητούν λύσεις με αξιακό υπόβαθρο και βιώσιμο προσανατολισμό, η πράξη δείχνει ότι προκρίνονται επιλογές που εξυπηρετούν κυρίως βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Αυτό εξηγεί και γιατί, παρά τις μεγαλόστομες δεσμεύσεις, πολλές μεταρρυθμίσεις μένουν στα χαρτιά ή υλοποιούνται αποσπασματικά.
Το συμπέρασμα είναι αβίαστο: όσο η πολιτική αδυνατεί να αποδεσμευθεί από αυτούς τους μηχανισμούς εξάρτησης, τόσο πιο μακριά θα μένουμε από τις ουσιαστικές απαντήσεις που απαιτούν η κλιματική κρίση, η κοινωνική συνοχή και το ίδιο το μέλλον της χώρας.
Η ανάγκη μιας νέας πολιτικής κουλτούρας
Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Η κλιματική κρίση δεν θα περιμένει μέχρι να «ωριμάσει» ο πολιτικός διάλογος. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, οι κοινωνικές αναταράξεις και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος επιβάλλουν άμεσες, συντονισμένες και βιώσιμες λύσεις. Αυτό προϋποθέτει μια νέα πολιτική κουλτούρα: υπερκομματική συνεργασία, θεσμική σοβαρότητα, σεβασμό στη γνώση και ουσιαστική συμμετοχή της κοινωνίας.
Η κρίση του περιβάλλοντος είναι στην πραγματικότητα και κρίση της πολιτικής. Αν η πολιτική δεν ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, αν δεν πείσει τη νέα γενιά ότι υπάρχει λόγος να συμμετέχει, αν δεν αποδείξει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα το ανθρώπινο συμφέρον και τη βιωσιμότητα, τότε το πρόβλημα δεν θα είναι μόνο η κλιματική αλλαγή. Θα είναι μια ολική κρίση εμπιστοσύνης και δημοκρατίας, που θα αφήσει την κοινωνία ακόμη πιο ευάλωτη και ανίσχυρη μπροστά στις προκλήσεις του μέλλοντος.