Η αλαζονεία του «σαράντα-τα-κατό»

Χρήστος Λιόλιος 28 Ιαν 2024

Τι ήταν η αιφνιδιαστική τροπολογία Κεραμέως στο νομοσχέδιο για την επιστολική ψήφο, με την οποία η διαδικασία θα είχε εφαρμογή -εκτός των ευρωεκλογών- και στις εθνικές εκλογές; Τίποτα λιγότερο από μία ακόμα απόδειξη της αίσθησης που έχει η κυβέρνηση ότι είναι πολιτικά κυρίαρχη και μπορεί να νομοθετεί ό,τι, όποτε το θέλει. Ταυτόχρονα, ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης αίσθησης, που αλληλοτροφοδοτείται και από τη μιντιακή της μονοκρατορία, μπορεί να παρουσιάζει τη δική της αλήθεια ως μοναδική και όστις θέλει οπίσω της έλθειν.

Καθέτως και πλαγίως

Είναι όμως αυτή η αίσθηση και ψευδαίσθηση; Μάλλον όχι. Όλο το κυβερνητικό αφήγημα, με τα συνεχή κρούσματα αλαζονείας που συναντώνται από την κορυφή, δηλαδή από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, έως τα πιο χαμηλά κομματικά στελέχη -βλέπε τα απαράδεκτα παιχνίδια της διοίκησης Μπακογιάννη στον δήμο Αθηναίων, μόλις λίγες μέρες πριν παραδώσει στον Χάρη Δούκα-, έχουν ως αφετηρία τις συνεχείς εκλογικές νίκες, με ποσοστά μάλιστα που κάθε φορά αυξάνουν, και ταυτόχρονα σε μια δημοσκοπική “άνοιξη” μακράς διαρκείας, της οποίας κύριος τροφοδότης είναι ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης.

Αθώοι της… κάλπης

Κάπως έτσι ο πρωθυπουργός, κρυπτόμενος πίσω από τα υψηλά εκλογικά και δημοσκοπικά ποσοστά, προσπαθεί να δικαιολογήσει τα πάντα. “Μα παρακολουθούσατε τους πολιτικούς σας αντιπάλους”, του λένε. “Ναι αλλά πήραμε 40%”, απαντάει. “Το λεγόμενο επιτελικό κράτος αποδεικνύεται συνεχώς αποτυχημένο”, σημειώνουν. “ΟΚ, αλλά στις διπλές εκλογές πήραμε 40%” αντιτείνει. Αποτέλεσμα; Η κάλπη -σε οποιαδήποτε μορφή της- μετατρέπεται στην γνωστή κολυμπήθρα του Σιλωάμ, μέσα στην οποία οι ίδιοι αθωώνουν πολιτικά τους εαυτούς τους. 

Ώρα κεντροαριστεράς

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Η υπαρκτή πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη δεν οφείλεται μόνο στην από μέρος του υιοθέτηση ζητημάτων, έστω αποσπασματικών, που επί πολλές δεκαετίες ήταν βασικά επίδικα για την κεντροαριστερά. Ούτε στην επικοινωνιακή του επιτυχία να φιλοτεχνήσει το προφίλ του “κεντρώου μεταρρυθμιστή”, το οποίο πλέον είναι ξεκάθαρα ψευδές. Οφείλεται και στη συνεχή αδυναμία της ίδιας της κεντροαριστεράς να παρουσιαστεί ως σοβαρός εναλλακτικός πόλος εξουσίας, που με σύγχρονες απαντήσεις θα προσπαθήσει να βρει λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα. Μιας κεντροαριστεράς που δεν θα λειτουργεί ούτε ως “λέσχη ανάγνωσης” με αφ’ υψηλού κριτική, ούτε θα επαναλαμβάνει χιλιοειπωμένα συνθήματα 20 και 30 χρόνων πίσω, ούτε θα μοιρολογάει τα περασμένα της μεγαλεία.