Deal στην άβυσσο;

Harald Welzer 07 Δεκ 2025

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, καμίας άλλης υπερδύναμης ο ρόλος δεν έχει αλλάξει τόσο ραγδαία όσο ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών· αυτή την αλλαγή παρατηρούμε τώρα. Δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία λειτουργεί χωρίς ένα σύστημα αξιών η οποία καταστρέφει το Πολιτικόν και η οποία βασίζεται σε μια κεντρική έννοια: Στο deal.
Εξίσου εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι αυτή η μεταμόρφωση δεν προκύπτει και δεν βασίζεται ούτε σε μια επανάσταση, ούτε σ’ έναν πόλεμο, ούτε σε μια συστημική κατάρρευση. Προκύπτει έχοντας ως αφετηρία πολύ φυσιολογικές συνθήκες. Πρόεδροι των ΗΠΑ όπως ο Τζορτζ Μπους ο Νεότερος, ο Μπιλ Κλίντον, ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Τζο Μπάιντεν, είχαν την ίδια ισχύ με τον Ντόναλντ Τραμπ. Γιατί δεν την χρησιμοποίησαν όπως εκείνος, ειδικά στην εξωτερική πολιτική; Η απάντηση είναι η εξής: Επειδή υπό τις προηγούμενες προεδρίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα ο πυλώνας του εγχειρήματος των  Δυτικών κοινωνιών, όπως αυτό είχε μορφοποιηθεί γύρω από την κεντρική κατηγορία της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό το σχέδιο ήταν τόσο επιτυχημένο επί δεκαετίες, ώστε ο αριθμός των δημοκρατιών μεγάλωνε συνεχώς.
Μόνον με την άνοδο της ελευθεριακής (libertarian) ιδεολογίας και της δικής της, καθαρά ατομιοκεντρικής αντίληψης περί ελευθερίας, η οποία δεν ενδιαφέρεται ούτε για την δημοκρατία ούτε για το κοινό καλό, άρχισε να διαβρώνεται η δημοκρατική κουλτούρα. Οι Daniel Ziblatt και Steven Levitsky έχουν καταδείξει ότι οι δημοκρατίες πεθαίνουν εκ των έσω όταν οι πολιτικοί παράγοντες παύουν πια να είναι προσανατολισμένοι προς την αυτονόητη έννοια της κρατικής υπόστασης και να την  προϋποθέτουν ως αυτονόητη. Όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα άρχισε να εγκαταλείπει αυτήν την μέχρι τότε ισχύουσα προϋπόθεση, άνοιξε ο δρόμος για την εποχή την οποία ενσαρκώνει τώρα ο Τραμπ. Εκείνη η προϋπόθεση [η οποία τώρα εγκαταλείφθηκε] ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν άσκησαν ποτέ εξουσία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό με τον τρόπο που το κάνουν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι πραιτοριανοί του: Άλλωστε, οι Ηνωμένες Πολιτείες έβλεπαν τον εαυτό τους ως την ενσάρκωση αυτής της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, η οποία, ως το Δυτικό μεταπολεμικό μοντέλο, ήταν σε θέση να διεκδικεί  για ένα διάστημα την παγκόσμια κυριαρχία.

Πολιτική; Απλώς κλείσιμο μιας επιχειρηματικής συμφωνίας 

Σήμερα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι στις ΗΠΑ αναδύεται μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία, για ό,τι αφορά το οργανωτικό πεδίο, περιέχει πολλά στοιχεία της παραδοσιακής φασιστικής μορφής εξουσίας. Όμως, πέρα από αυτό, καθιερώνει κάτι νέο από πλευράς κοινωνιολογίας της εξουσίας: Συγκεκριμένα, την κατάργηση του Πολιτικού. Αυτό το νέο εμφανίστηκε αναγλυφα όταν η Πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ, Ursula von der Leyen έδωσε μια συνέντευξη Τύπου μαζί με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Σκωτία, στις 27 Ιουλίου 2025. Καθόταν δίπλα του σαν καλή μαθήτρια και επαναλάμβανε τα λόγια του. Επικεντρώθηκαν στο γεγονός ότι, ευτυχώς, είχαν καταφέρει να διαπραγματευτούν και να κλείσουν ένα deal, ένα μεγάλο deal, ένα καλό deal.
Ακόμη και για την φον ντερ Λάιεν, η οποία έδειχνε απέραντα ανακουφισμένη επειδή με την διαπραγμάτευση είχε καταφέρει να μειώσει τους δασμούς που επέβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος από 30 σε 15 %, η πολιτική είχε συρρικνωθεί σε μια επιχειρηματική συμφωνία. Είναι ενδιαφέρον ότι, εν μέσω της ανακούφισης για τους μειωμένους τιμωρητικούς δασμούς, σχεδόν καθόλου δεν προσέχτηκε ότι, πριν από τον Tραμπ, τις διεθνείς συμφωνίες ποτέ δεν τις αντιλαμβανόμασταν ως deals, αλλά μάλλον ως προσεγγίσεις στα οικονομικά συμφέροντα, μερικές φορές περίπλοκες, τις οποίες συμμερίζονταν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Αυτό ήταν πάντα το σημείο εκκίνησης για τις διεθνείς και παγκόσμιες οικονομικές αλληλεξαρτήσεις, οι οποίες κατά κανόνα οδηγούσαν στην επέκταση των αγορών και, επομένως, σε βελτιωμένες ευκαιρίες για τους εμπλεκόμενους να δρουν εντός των αγορών. Τα κόστη αυτής της πρακτικής επιβάρυναν τα συστήματα της Γης και του κλίματος, ωστόσο, κατά τα άλλα, όλα τα μέρη έμεναν με την εντύπωση ότι έβγαιναν ωφελημένες όλες οι εμπλεκόμενες οικονομίες, άρα, δυνητικά αύξανε και το μερίδιο κάθε κράτους.
Γιατί αυτή είναι η διαφορά μεταξύ συμφωνιών και deals. Οι συμφωνίες μεταξύ κρατών παραδοσιακά εξυπηρετούν τον σκοπό της βελτίωσης της ζωής των πολιτών τους. Το κλείσιμο μιας συμφωνίας για τους όρους του διεθνούς εμπορίου ήταν το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ένα deal είναι απλώς ένα deal και αξιολογείται με βάση το ποιος απέσπασε το καλύτερο αποτέλεσμα για τον εαυτό του και για τους δικούς του σκοπούς. Αυτό ισχύει και για ένα deal με το οποίο τερματίζεται ένας πόλεμος ή για ένα άλλο με το οποίο τιμωρείται ένα κράτος θεωρούμενο ως εχθρικό· ή και για ένα άλλο deal, με το οποίο αναγκάζονται οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν ένα εντελώς αυθαίρετα καθορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ τους σε εξοπλισμούς (κυρίως αγοράζοντας αμερικανικά όπλα), εις βάρος των δαπανών για βασικές ανάγκες των πολιτών τους.

Ο Τραμπ θεωρεί τον Πούτιν ως επιχειρηματικό συνεργάτη του
Η διαπραγμάτευση και το κλείσιμο ενός deal είναι πράξη εντελώς αδιάφορη από ηθική άποψη· το να μη αποφύγεις έναν πιθανό πόλεμο μπορεί να είναι εξίσου «καλό deal» όπως η απέλαση αστέγων ή φτωχών. Η αντικατάσταση της πολιτικής με ένα deal σημαίνει το να αποβάλεις κάθε κανονιστικό περιεχόμενο από την δράση του κράτους. Επομένως, είναι το αντίθετο από το παραδοσιακό Δυτικό μοντέλο κοινωνίας.
Όπως βλέπευμε, αυτό που ήταν η ουσία της σύγχρονης διεθνούς διακυβέρνησης, δηλαδή η δράση που επιδιώκει την ισορροπία μεταξύ παραγόντων θεωρούμενων ως ίσων, αντικαθίσταται με κάτι άλλο. Σήμερα η πιο ισχυρή πλευρά προβάλλει εκβιαστικές απαιτήσεις προς την ασθενέστερη πλευρά, εξαναγκάζοντας την να χύσει ιδρώτα και αίμα για να αντιπαρατάξει κάτι. Με άλλα λόγια: Το Πολιτικόν έχει αντικατασταθεί από μια αγορά, στην οποία κάποιος μπορεί να υπαγορεύει την τιμή επειδή διαθέτει μεγαλύτερα οικονομικά, στρατιωτικά, επικοινωνιακά και συμβολικά μέσα δύναμης. Τα λίγοι κράτη που δεν υποκύπτουν στον εκβιασμό, όπως η Βραζιλία ή ο Καναδάς, αρνούνται de facto να εγκαταλείψουν το Πολιτικόν και αναλαμβάνουν το σχετικό ρίσκο στο χρηματικό πεδίο. Οι άλλοι πράττουν αντίθετα και κάνουν παραχωρήσεις πολιτικής κυριαρχίας, προκειμένου να βγουν από το bullying αυτού του deal με όσο γίνεται ελαφρότερες οικονομικές ζημίες.
Αυτές τις μέρες, βλέπουμε πώς ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί να συνάψει ένα deal με τον Ρώσο εξουσιαστή, επειδή, όπως έχει πει, δεν θέλει πια να επωμίζεται το κόστος για την υποστήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμό της με τη Ρωσία. Σ΄αυτό το deal, ως  επιχειρηματικό εταίρο του  βλέπει μόνον τον Πούτιν. Έτσι οι παρεμβάσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά, η οποία φοβάται ένα κακό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία, εισάγουν στο θέμα ένα παράδοξο στοιχείο μη-συγχρονισμού: Ο ένας από τους παράγοντες, ο πιο ισχυρός, λειτουργεί με τρόπο που επιδιώκει το κατά το δυνατόν πιο ευνοϊκό για τον ίδιο deal, ενώ οι άλλοι εξακολουθούν να λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο της βασισμένης σε κανόνες πολιτικής.
Αυτή είναι μια στιγμή η οποία συμβολικά σηματοδοτεί την μετάβαση από την εποχή της πολιτικής στην εποχή της μεταπολιτικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ολόκληρο το σενάριο φαίνεται τόσο παράδοξο, σαν σουρεαλιστική οπερέττα. Ο Τραμπ απολαμβάνει για άλλη μια φορά το να γίνεται ο σκηνοθέτης της παντοδυναμίας του, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι ευγνώμονες επειδή τους επιτρέπεται να προβάλλουν τις απόψεις τους.
Τα ρεπορτάζ πολλών μέσων ενημέρωσης είναι αντίστοιχα αμήχανα: Τι διάολο είναι όλο αυτό το πράγμα; Τελικά, να θεωρήσουμε ήδη επιτυχία το γεγονός ότι κανέναν δεν πέταξαν έξω από το Οβάλ Γραφείο, ή ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος, χαρούμενος και μεγαλοπρεπής, είναι πρόθυμος να οργανώσει μια άλλη Σύνοδο Κορυφής. Σαν ένα είδος αντανακλαστικής κίνησης, συζητούν στην Γερμανία για τα υπέρ και τα κατά της ανάπτυξης στρατιωτών της Bundeswehr [ως ειρηνευτικής δύναμης] χωρίς να είναι έστω και στο ελάχιστο σαφές ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, εάν και όταν γίνουν. Το ερώτημα ποιό ακριβώς deal θέλει να δει ο Τραμπ στο τέλος, παραμένει τόσο ανοιχτό, όσο και το μέγεθος της αντίστοιχης απώλειας εδάφους και κυριαρχίας την οποία τελικά θα συνεπάγεται για την Ουκρανία.
Ακόμα και αν σ’ αυτό το κωμικοτραγικό σενάριο, το dealmaking χωρίς κανόνες  είναι αναμειγμένο με ναρκισσιστικά κίνητρα (ο Τραμπ θα ήθελε πολύ να κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης) και με προσομοιώσεις της μέχρι τώρα συμβατικής εξωτερικής πολιτικής της Δύσης, οι υπολογισμοί των dealers παραμένουν κρυφοί. Σαφές είναι μόνον ποιος είναι εδώ το αφεντικό· και ότι δεν έχει καμία επιθυμία να το κρύψει.

Μέσα άσκησης εξουσίας πρωτόφαντα έως τώρα
Τα μέχρι σήμερα γνωστά αυτοκρατικά συστήματα εξουσίας δεν είχαν ποτέ  συγκρίσιμου μεγέθους μέσα άσκησης εξουσίας επί κυρίαρχων κρατών. Και το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό το τρέχον καθεστώς τους, όχι απλά κατέχουν αυτή την εξουσία αλλά και την εφαρμόζουν ως δόγμα εξωτερικής πολιτικής, αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο. Το αλλάζει με τέτοιο τρόπο ώστε, μέχρι νεωτέρας, μόνον τρεις δυνάμεις - οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία - θεωρούν τους εαυτούς τους ως παράγοντες τους οποίους λαμβάνουν αμοιβαία σοβαρά υπόψη, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος, στα μάτια τους τουλάχιστον, φαίνεται αδύναμος και επομένως τον θεωρούν αμελητέο παράγοντα.

 

Ο καπιταλισμός δεν έχει γίνει απλά και μόνον πολιτική. Αντικαθιστά την πολιτική.
Τούτο ακριβώς το σχήμα πολιτικής σκέψης είναι η βάση, η οποία δίνει στην αμερικανική νεο-αυτoκρατία κάθε ελευθερία να διαλύει το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της, να παραβιάζει την διάκριση των εξουσιών, να καταδιώκει τις μειονότητες, να καταργεί ή να αποδυναμώνει θεσμούς της δημοκρατίας και, εν ολίγοις, να συμπεριφέρεται ακριβώς όπως οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, χωρίς να αντιμετωπίζει εκ των έξω καμία κριτική ή περιοριστικό εμπόδιο, πόσο μάλλον κυρώσεις.
Όσον αφορά τις θεωρίες περί κυριαρχίας και εξουσίας, αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική, αλλά ότι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει πάρει την θέση της ίδιας της πολιτικής. Η ονείρωξη όλων των ελευθεριακών [libertarians - αναρχοκαπιταλιστών] γίνεται πραγματικότητα.


 
© The Nation

Και πού βρίσκεται η γραμμή αντίστασης;
Kάθε πολίτης της Ευρώπης, ο οποίος θεωρεί την διαφύλαξη και την διατήρηση του δημοκρατικού κράτους δικαίου ως το πιο σημαντικό καθήκον της πολιτικής, στέκεται γεμάτος απογοήτευση και έκπληξη μπροστά στην υπερβολικά επιφυλακτική ή ακόμη και υποτακτική στάση της της Ευρώπης απέναντι στον Πρόεδρο των ΗΠΑ· η τέτοια στάση δηλώνει ραγδαία αυτο-εγκατάλειψη και λησμοσύνη των βασικών καθηκόντων της. Με την έναρξη της εφαρμογής του προϋπάρχοντος και ήδη γνωστού τοις πάσι Τραμπικού σεναρίου Project 2025 [βλ. Alison Durkee, «Τι είναι το Project 2025; Το ριζοσπαστικό δεξιό σχέδιο διακυβέρνησης για τη δεύτερη θητεία Τραμπ», Forbes, 17.7.2024]2 δεν θα ‘πρεπε να αναμένουμε ότι η Ευρώπη θα σχημάτιζε μια πολιτισμική γραμμή άμυνας ενάντια σε αυτή την επίθεση στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων; Από ποιον, πού και πώς αναμένουμε να αμυνθεί ενάντια στις καταπατήσεις των αυταρχισμών και των δικτατοριών, από ποιον αναμένουμε να εμψυχώσει και εξορκίσει τους πληθυσμούς της επικράτειάς του σε αντίσταση ενάντια στον πειρασμό της ατιμώρητης απανθρωπιάς, όπως τον αποκάλεσε κάποτε ο φιλόσοφος Γκίντερ Άντερς (Günther Anders), εάν η Ευρώπη αποτύχει στην πρώτη κιόλας δοκιμασία, όπως βλέπουμε να συμβαίνει αυτή τη στιγμή;
Αντί να σχηματίσουμε μια γραμμή αντίστασης ενάντια στον νέο απολυταρχισμό και ιμπεριαλισμό, σύντομα θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε επιχειρήματα ότι η καταπολέμηση της μετανάστευσης και του εγκλήματος στις ΗΠΑ λειτουργεί, το ίδιο και η επανεθνικοποίηση της οικονομίας. Θα ακούσουμε ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός της δημοκρατικής Δύσης δυστυχώς έχει αποδειχθεί μη βιώσιμος και ότι όλες οι ιδέες του έχουν αποτύχει τελειωτικά. Σε αντιστοιχία με τα  τεκταινόμενα στις ΗΠΑ, αυτοί που κουβαλούν νερό στον μύλο του απολυταρχισμού είναι ήδη πανέτοιμοι σε όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια. Και προκαλεί βαθύ φόβο το γεγονός, ότι το κυρίαρχο πολιτικό ενδιαφέρον δεν στέφεται προς την υπεράσπιση του πολιτισμικού σχεδίου μας, αλλά λανθασμένα, αφενός στον επανεξοπλισμό και  αφετέρου στην καταπολέμηση της μετανάστευσης.
Η επόμενη πολιτισμική ρήξη όχι απλώς προετοιμάζεται, αλλά είναι ήδη σε εξέλιξη. Οι περαιτέρω διαταραχές που επιφυλάσσει ήδη προετοιμάζονται και δεν είναι πλέον μόνον στην αρχική φάση, εκεί όπου θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, τα βλέπουμε και κανείς δεν παρεμβαίνει.