Η εποχή της ισχύος επέστρεψε

Albrecht von Lucke 07 Δεκ 2025

«Δεν είναι τίποτε λιγότερο από μια νέα μορφή εξουσίας, η οποία λειτουργεί χωρίς ένα σύστημα αξιών, η οποία καταστρέφει το Πολιτικόν και η οποία βασίζεται σε μια κεντρική έννοια: Στο deal». Ο κοινωνικός ψυχολόγος Χάραλντ Βέλτσερ (Harald Welzer) είναι πεπεισμένος ότι έτσι έχουν τα πράγματα τώρα. Υπό τον Τραμπ, η πολιτική έχει συρρικνωθεί σε απλή επιχειρηματική συμφωνία. Ο Βέλτσερ καταλήγει: «Αυτή είναι μια στιγμή η οποία συμβολικά σηματοδοτεί την μετάβαση από την εποχή της πολιτικής στην εποχή της μεταπολιτικής».

Ωστόσο, όσο και αν η σημειολογία των deal προσκαλεί τον Βέλτσερ και άλλους σχολιαστές σε μια τέτοια ερμηνεία, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Στην πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί ο Τραμπ αντιστοιχεί με το Πολιτικόν όπως αυτό υπάρχει εδώ και αιώνες. Βλέπουμε την επιστροφή της βάναυσης πολιτικής ισχύος και το τέλος μιας 80ετούς ιστορικής κατάστασης εξαίρεσης στην Ευρώπη. Είναι το τέλος του κόσμου της Γιάλτας, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες εγγυήθηκαν την ασφάλεια της δημοκρατικής (Δυτικής) Ευρώπης. Και μέσω της υποστήριξης που παρείχαν προς τα Ηνωμένα Έθνη, εγγυήθηκαν επίσης τον πολυμερισμό και μια παγκόσμια τάξη βασισμένη σε κανόνες.
Αυτή η φάση πράγματι τελειώνει με τον Τραμπ. Ωστόσο, είναι παραπλανητικό να υποθέτουμε μια νέα συνολική πολιτική κατάσταση, ή ακόμα και μια «μεταπολιτική εποχή», βασισμένη στον όρο «επιχειρηματική συμφωνία», deal. Διότι πίσω από τις συμφωνίες του Τραμπ δεν βρίσκεται η ιδέα μιας οικονομικής συμφωνίας προς όφελος κάποιων ή κάποιου συμβαλλόμενου μέρους, αλλά ο ωμός εκβιασμός. Αυτό που αποτελούσε τον πυρήνα της πολιτικής επί αιώνες και συνεχίζει να είναι, σε μεγάλα μέρη του κόσμου σήμερα (η κυριαρχία του ισχυρότερου επί του ασθενέστερου), τώρα,  υπό τον Τραμπ, έχει επιστρέψει με όλη του τη βιαιότητα και στην Δύση.
Είναι κάτι περισσότερο από αυτό: Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ της εποχής Τραμπ, μια ασφαλής, υποτίθεται, δημοκρατία, μετατοπίζονται προς το στρατόπεδο της απολυταρχίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι το «προφανές» της Δυτικής εγγύησης της ασφάλειας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη, το οποίο διήρκεσε επί οκτώ δεκαετίες, αποτελεί και αυτό μιαν ιστορική εξαίρεση, ίσως ακόμη και μια θεμελιώδη ανωμαλία.
Υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ βρίσκονται όλο και λιγότερο στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Αυτή η επιστροφή στην παλιά πολιτική της ισχύος, ακόμη και στην Ευρώπη, είναι η αποφασιστική διαφορά από την εποχή προ Τραμπ. Είναι η πραγματική ρήξη και την οφείλουμε στον υποτιθέμενο κατασκευαστή συμφωνιών. Την οφείλουμε σ΄ αυτόν ακόμη περισσότερο από όσο την οφείλουμε στην επιστροφή στην ρωσική εξουσία ενός πολιτικού σαν τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Αυτός, ως διάδοχος του Μπόρις Γέλτσιν και σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το «μόνο» που έκανε ήταν να ενσαρκώσει  την αναζωογόνηση του παλιού ρωσικού ιμπεριαλισμού. Όμως τώρα, η πολιτική ισχύος του Τραμπ και ο ιμπεριαλισμός της Ρωσίας αλληλοενισχύονται.
Τούτων δοθέντων, αυτό που μας βρήκε τώρα δεν είναι κάτι το νέο, αλλά μάλλον η γνωστή κυριαρχία μέσω της ισχύος των ισχυρών κρατών έναντι των αδύναμων. Το παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο πολύ τις συμφωνίες του Τραμπ, και στο οποίο το ένα μέρος κερδίζει ό,τι χάνει το άλλο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει απαραίτητα να υπάρχουν ηττημένοι, δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδιαιτερότητα του Τραμπ, αλλά μάλλον μια κρατική πρακτική αιώνων. Η βούληση για εκβιασμό και καταναγκασμό, από τον Πούτιν προς την Ουκρανία, από τον Τραμπ προς την Δανία ή την Βενεζουέλα, είναι και στις δύο περιπτώσεις η ίδια και αποτελεί τη βάση του κοινού και για τους δύο τρόπου κατανόησης της πολιτικής. Σ’ αυτό το σημείο, ο Τραμπ και ο Πούτιν, ακόμη και ο Σι Τζινπίνγκ, διαφέρουν μεταξύ  τους όχι ποιοτικά αλλά μόνον ποσοτικά (αν και ο Τραμπ σαφώς ζηλεύει τον Πούτιν και τον Σι για τις δικτατορικές τους δυνάμεις).
Η πολιτική ήταν πάντα καταναγκασμός και εκβιασμός, κάθε φορά που οι ισχυρότεροι μπορούσαν να εκβιάσουν τους ασθενέστερους. Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, ισχύει το παλιό απόφθεγμα: Οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν, οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει. Γιατί ο Πούτιν βομβαρδίζει την Ουκρανία τόσο ξεδιάντροπα, ακυρώνοντας με τρόπο χλευαστικό αυτό που ο ίδιος διακηρύσσει, την δήθεν προθυμία του να διαπραγματευτεί; Για έναν απλό λόγο: Επειδή μπορεί. Επειδή κανείς δεν είναι πρόθυμος να εμποδίσει τον Πούτιν και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το διεθνές δίκαιο ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και υπάρχει μια άλλη, πιο βαθιά ομοιότητα μεταξύ του Πούτιν και του Τραμπ: Kαι οι δύο αντιστρέφουν το ρητό του Κλαούζεβιτς - «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» - και κατανοούν την πολιτική ως τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Επομένως, σε τελευταία ανάλυση όλα τα μέσα είναι επιτρεπτά, είτε εφαρμόζονται ως κραυγαλέα ψέματα είτε ως βάναυσα ειπωμένες αλήθειες. Και ενώ ο Πούτιν σ' όλη την διάρκεια της κυριαρχίας του κατέστειλε και καταστέλλει με την μέγιστη σκληρότητα κάθε αντιπολίτευση στην χώρα του, ο Τραμπ ακολουθεί και αυτός ολοένα και περισσότερο μια πολιτική της ανοιχτής κήρυξης πολέμου εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών του. Δεν δίστασε καθόλου να μετονομάσει το Υπουργείο Άμυνας σε Υπουργείο Πολέμου, διαψεύδοντας έτσι στην πράξη την δική του δικηρυγμένη βούληση για ειρήνη, αλλά και σε πείσμα της φιλοδοξίας του για το βραβείο Νόμπελ. Όμως αυτό δεν είναι το μόνο, διότι επίσης όλο και πιο ανοιχτά κηρύσσει τον πόλεμο στους εγχώριους αντιπάλους του, είτε αναπτύσσοντας την Εθνοφρουρά σε Πολιτείες κυβερνώμενες από Δημοκρατικούς είτε στέλνοντας  αστυνομικούς μασκοφόρους, λες και είναι τάγματα θανάτου [όπως σε Λατινοαμερικανικές δικατατορίες], εναντίον μεταναστών. Υπάρχει όμως και το tweet του Τραμπ «λατρεύω τη μυρωδιά των απελάσεων το πρωί», το οποίο παραπέμπει στο «λατρεύω τη μυρωδιά της βόμβας ναπάλμ το πρωί», στην ταινία για τον πόλεμο του Βιετνάμ «Apocalypse Now». Ταυτόχρονα, μετά την δολοφονία του ακροδεξιού influencer και υποστηρικτή του Τραμπ, Τσάρλι Κερκ, ο Τραμπ αυτοπροβλήθηκε φιλάρεσκα δημοσίως, μιλώντας για εισαγωγή συνοπτικών δικαστικών διαδικασιών «όπως στην Κίνα, εκείνοι έχουν κάτι τέτοιο» (τα ακριβή λόγια του Τραμπ στο Fox News).
Στον πυρήνα της πολιτικής τόσο του Πούτιν όσο και του Τραμπ βρίσκεται ένας κοινός τρόπος σκέψης, ο οποίος ουσιαστικά βλέπει οποιονδήποτε βρίσκεται πολιτικά απέναντι τους όχι ως αντίπαλο στον πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά ως εχθρό, τον  οποίο μπορούν να πολεμήσουν με όλα τα μέσα, ακόμη και με εκτός νομιμότητας μέσα.
Ο Welzer, συνεχίζοντας την δική του ερμηνεία για την πολιτική των συμφωνιών του Τραμπ, γράφει: «Όσον αφορά τις θεωρίες περί κυριαρχίας και εξουσίας» [...] «αυτό σημαίνει όχι μόνον ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική, αλλά, επίσης, ότι ένας καπιταλισμός ο οποίος δεν περιορίζεται από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο, έχει πάρει την θέση της ίδιας της πολιτικής. Η ονείρωξη όλων των ελευθεριακών γίνεται πραγματικότητα».

Αλλά και αυτή η ερμηνεία είναι άστοχη και παραπλανητική. Το αντίθετο ισχύει: Οι ΗΠΑ έχουν τόσο ισχυρή υπεροχή όχι επειδή ο καθαρός καπιταλισμός έχει γίνει πολιτική υπό τον Τραμπ, αλλά επειδή η Ευρώπη έχει αποσυρθεί από αυτό που συνιστούσε την νομιμοποιητική βάση της κρατικής πολιτικής από την εποχή του Τόμας Χομπς, δηλαδή την προστασία των πολιτών της μέσω της ικανότητας να υπερασπίζεται το έδαφός της. Επειδή είναι προφανές ότι η Ευρώπη τούτη τη στιγμή δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό μόνη της, τουλάχιστον όσον αφορά την Ουκρανία, η ήπειρος μας είναι τόσο αβοήθητα εκτεθειμένη στην επιθετική τανάλια που την σφίγγει από Ανατολή και Δύση, δηλαδή στον εκβιασμό από τον Πούτιν και από τον Τραμπ.
Εξάλλου, η ερμηνεία του Welzer αντιφάσκει με την ίδια την πολιτική του δασμολογικού προστατευτισμού, η οποία μάλλον υποδηλώνει μια μερική τουλάχιστον απόκλιση από τον καθαρό νεοφιλελευθερισμό.

© Patrick Chappatte

Η αποπολιτικοποίηση της Ευρώπης
Ο Πούτιν και ο Τραμπ θέτουν ως κεντρικό στόχο της δικής τους πολιτικής τής ισχύος, την καταπολέμηση αυτού που αναγνωρίζουν ως εχθρό τους. Την ίδια στιγμή, εδώ σε μας, στην Ευρώπη, η εστίαση στο Οικονομικόν έχει καταλήξει να υποκαταστήσει το Πολιτικόν και έχει απωθήσει το γεγονός ότι τουλάχιστον από την οπτική γωνία των αντιπάλων μας, η εχθρότητα εξακολουθεί να υπάρχει και πιθανώς πρόκειται πάντα να υπάρχει.
Έχουμε συστηματικά απωθήσει το γεγονός ότι τα τελευταία 80 χρόνια επωφεληθήκαμε από συνθήκες τις οποίες θεωρούσαμε ως τις κανονικές, παρόλο που είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κανονικές: Συγκεκριμένα, επωφεληθήκαμε από το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εγγυώνταν την ασφάλεια της (Δυτικής) Ευρώπης. Όχι και τόσο από αλτρουισμό, αλλά από αμερικανικό συμφέρον, επειδή η Ευρώπη ήταν πολύ σημαντική για να αφεθεί στην Σοβιετική Ένωση και στην αξίωσή της για κυριαρχία. Αυτό επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως κορυφαία εξαγωγική χώρα στον κόσμο, να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην οικονομική της ευημερία, εγκαταλείποντας έτσι τον Raison d’être, τον λόγο ύπαρξης κάθε κράτους: Την ικανότητα να εγγυάται το ίδιο την δική του ασφάλεια. Αυτή ακριβώς είναι η παγίδα στην οποία είναι τώρα πιασμένη η ήπειρος μας, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό την ηγεσία του Τραμπ είναι σαφώς απρόθυμες να εγγυηθούν με οποιονδήποτε τρόπο την ελευθερία και την ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά, αντίθετα, εκμεταλλεύονται την ανάγκη της για προστασία για να εκβιάσουν την ΕΕ.
Αυτή είναι η εκδίκηση και για την θεμελιακή πολιτική αποτυχία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να μάθει και να κατανοήσει ότι είναι υπεύθυνη για τη δική της ασφάλεια. Είναι ιδιαίτερα ειρωνικό το γεγονός ότι η παλιά Δημοκρατία της Βόννης [η τότε Δυτική Γερμανία] είναι λιγότερο υπεύθυνη για αυτήν την ιστορική πράξη απώθησης από την τωρινή Δημοκρατία του Βερολίνου [η επανενωμένη Γερμανία]. Αν και η τότε Δημοκρατία της Βόννης, ως κράτος στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ήδη γεμάτη με όπλα, ακόμη και με πυρηνικούς πυραύλους, εξαιτίας της παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων, ωστόσο και η ίδια συνέβαλε σημαντικά για την δική της εθνική άμυνα, συνεισφέροντας 3 έως 5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Και παρόλο που πολλοί φοβόντουσαν ότι η μετακόμιση της πρωτεύουσας στο Βερολίνο θα οδηγούσε σε συνέχιση της ατυχούς παράδοσης του μιλιταρισμού του [Κάιζερ] Γουλιέλμου, ήταν ακριβώς η Δημοκρατία του Βερολίνου αυτή που ολοκλήρωσε τον ειρηνευτικό μετασχηματισμό  (Pazifizierung) της Γερμανίας, δηλαδή με την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας (2011). Και μάλιστα υπό τον Karl-Theodor zu Guttenberg, αναμφισβήτητα τον πιο εκκεντρικό υπουργό Άμυνας στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας [από το Βαυαρικό Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα CSU, στη συνέχεια εκδιώχτηκε από την κυβέρνηση Μέρκελ λόγω λογοκλοπής στο διδακτορικό του και κατέφυγε στις ΗΠΑ ως πολιτικός πρόσφυγας].
Με το τέλος του διπολισμού το 1989 και την απόκτηση του λεγόμενου μερίσματος ειρήνης, βασιστήκαμε ακόμη περισσότερο στους Αμερικανούς. Ταυτόχρονα, βασιστήκαμε στην υπόθεση ότι η Ρωσία θα παρέμενε μόνιμα ειρηνική και ότι η Ευρώπη, όπως και η Γερμανία, μακροπρόθεσμα θα περιβαλλόταν μόνο από φίλους. Ακόμα και όταν επικράτησε η επιθυμία να μπεί ένα τέλος στον καταστροφικό Γερμανικό Ιδιαίτερο Δρόμο (Sonderweg), και στην επιτυχή, επιτέλους, άφιξη στη δημοκρατία μετά τον «Μακρύ Δρόμο προς τη Δύση» της Γερμανίας (Heinrich August WinklerDer lange Weg nach Westen), πίσω από τα πράγματα ήταν κρυμμένη η σαγηνευτική υποψία μιας διαρκούς ειρηνικής κατάστασης στη Γερμανία και μιας αιώνιας κατάστασης ειρήνης στην δημοκρατική Δύση.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η ανιστορική άποψη του Χάραλντ Βέλτσερ για την πολιτική δεν είναι απλώς μια μεμονωμένη, ατομική στάση, αλλά σύμπτωμα που αντιπροσωπεύει τη κατάσταση των πνευμάτων σε μια χώρα, η οποία εξακολουθεί να κάνει το σοβαρό λάθος να θεωρεί την κατάσταση εξαίρεσης των τελευταίων 80 ετών ως φυσιολογική, και μάλιστα να την θεωρεί κάτι απόλυτο, παρόλο που ο Μπαράκ Ομπάμα είχε ήδη χαράξει  πορεία μακριά από την Ευρώπη και προς την Ασία με την δική του «Στροφή προς την Ασία» [Pivot to Asia]. Αλλά ίσως χρειζόμασταν τον Τραμπ, ο οποίος τώρα, με όλη του τη βιαιότητα, μας υπενθυμίζει ποιός είναι ο κανόνας της Πολιτικής: Δηλαδή ότι κάθε πολιτική κοινότητα ενεργεί πρωτίστως για λογαριασμό της και, στην μακρά διάρκεια, μόνον αυτή η ίδια υπερασπίζεται τον εαυτό της, όσο δυσάρεστο κι αν είναι να το αποδεχτούμε αυτό.
 

Πώς όμως να αντιδράσουμε σε τούτη την κατάρρευση της πολιτικής «κανονικότητας»

Με δύο τρόπους. Πρώτον, είναι σημαντικό να μην κλείνουμε πια τα μάτια μας στο γεγονός ότι κάθε χώρα, αλλά και κάθε κοινότητα, εάν βλέπει τον εαυτό της ως πολιτική οντότητα όπως η ΕΕ, πρέπει πάντοτε να φροντίζει για τη δική της ασφάλεια. Άν δεν το κάνει, θα γίνει ένα απλό πιόνι στο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων.
Τίποτε δεν το έδειξε αυτό πιο καθαρά από την πρόσφατη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με την Χιονάτη (Ζελένσκι) και τους Επτά Νάνους από την Ευρώπη στο Οβάλ Γραφείο. Εκεί, το μόνο που μπορούσε να κάνει η ΕΕ, ήταν να προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ για το έργο της υπεράσπισης της Ουκρανίας. Σ΄ αυτή την δυσχερή θέση βρέθηκε η ΕΕ, επειδή μόνη της δεν είναι ικανή  - και, επιπλέον, ήταν για πολύ καιρό απρόθυμη - να υπερασπιστεί η ίδια την Ουκρανία. Και μάλιστα, να κερδίσει την εύνοια του Τραμπ ανεξάρτητα από το πόσο θα της κοστίσει αυτό, ακόμη κι αν δοθεί για την άμυνα ένα επιβλητικό 5 % του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ και ο Πούτιν καταγίνονται με το παλιό πάρε-δώσε των μεγάλων δυνάμεων, με το «do ut des» («ξύσε μου την πλάτη να ξύσω τη δική σου» - «σου δίνω για να μου δώσεις»), πάνω από τα κεφάλια των μικρότερων δυνάμεων. «Αν μου δώσεις εξουσία στην Λατινική Αμερική, ιδίως στην Βενεζουέλα και στη Νικαράγουα», λογαριάζει ο Τραμπ, εντελώς μέσα στο πνεύμα του παλιού Δόγματος Μονρόε, «τότε θα σου επιτρέψω, Βλαντίμιρ, να έχεις υπό την επιρροή σου την Ανατολική Ευρώπη. Άν μη τι άλλο για να μπορέσω να αφοσιωθώ εντελώς στην πραγματικά κεντρικής σημασίας σύγκρουση, των ΗΠΑ με την Κίνα». Στο τέλος, αυτό το πάρε-δώσε σηματοδοτεί μια νέα «τάξη πραγμάτων ευρείας περιφερειακής κλίμακας, με απαγόρευση να παρεμβαίνουν στην εκάστοτε ευρεία περιφέρεια δυνάμεις ξένες προς αυτήν» (Carl Schmitt, Völkerrechtliche Großraumordnung mit Interventionsverbot für raumfremde Mächte, Ein Beitrag zum Reichsbegriff im Völkerrecht, 1941).3 Σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων, τα μικρά κράτη θα χάσουν τα πάντα.
Αυτήν την από εδώ και εμπρός ισχύουσα πολιτική πραγματικότητα και τον διαρκή κίνδυνο, η Ευρώπη πρέπει επιτέλους να τα λάβει υπόψη και να γίνει ανεξάρτητη. Πολιτικά, οικονομικά αλλά και στρατιωτικά.
Δεύτερον, είναι ωστόσο ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη να υπερασπιστεί ακόμη πιο αποφασιστικά τα επιτεύγματα του δεύτερου μισού του 20ού Αιώνα. Δηλαδή τον προσανατολισμό προς μια πολυμερή, βασισμένη σε κανόνες, τάξη πραγμάτων του ΟΗΕ, την ώρα που οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ την εγκαταλείπουν και η νέα φάλαγγα των αυτοκρατών περί τον Σι και τον Πούτιν αυτοπαρουσιάζεται εντελώς στοχευμένα και συστηματικά ως το πολιτικό αντίβαρο στην φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Η αρμονική ομοψυχία των Πούτιν, Σι, αλλά και του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) κατέδειξε πόσο λίγο μπορεί να γίνει λόγος για απομόνωση της Ρωσίας. Αντιθέτως: Οι οικονομικές και πολιτικές αναταραχές, τις οποίες προκάλεσε η δασμολογική πολιτική του Τραμπ, ευνοούν τον Ρώσο δικτάτορα, όπως ακριβώς και η αυξανόμενη υπεροπλία του στην Ουκρανία.
Από αυτή την άποψη, το κεντρικό μάθημα που έλαβαν η Γερμανία και η Ευρώπη από τον Τραμπ και τον Πούτιν είναι το εξής: Χωρίς δικές μας στρατιωτικές και γενικότερα αμυντικές δυνατότητες, όλα τα άλλα είναι ένα τίποτα. Χωρίς αυτές, θα είμαστε μόνον ένα πιόνι στο παιχνίδι των μεγάλων παικτών.

Η παλιά παροιμία  ισχύει και για το μέλλον: «Όποιος δεν είναι στο τραπέζι, είναι στο μενού».