Από την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ και μέχρι την επανεκλογή του, ήταν πολλοί οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί σοβαροί παρατηρητές των συμβαινόντων στις ΗΠΑ, αλλά και οι πολιτικοί από όλο το δημοκρατικό φάσμα, οι οποίοι υπέθεσαν ότι η ανάδυση του Τραμπ οφείλεται, κυρίως, στην αντίδραση μιας πολιτισμικά και οικονομικά μειονεκτούσας, σχεδόν «προλεταριακής», μερίδας της Αμερικανικής κοινωνίας, εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Αρκετοί είδαν το κίνημα MAGA και το φαινόμενο του «Τραμπισμού» ως έκρηξη διαμαρτυρίας και περαστική καταιγίδα. Ακόμη περισσότεροι ήταν εκείνοι που αδυνατούσαν έστω και να φανταστούν την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ για μια δεύτερη Προεδρία των ΗΠΑ και την ολοκληρωτική άλωση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ερμήνευσαν έτσι τα συμβαίνοντα, με αποτέλεσμα να πέσουν τόσο έξω στις προβλέψεις, εκτός των άλλων και επειδή παρέβλεψαν την προϊστορία των σημερινών εξελίξεων στις ΗΠΑ, δηλαδή την μακρά προετοιμασία ενός «Τραμπισμού πριν από τον Τραμπ».
Παρέβλεψαν π.χ., την χρήση της «μονοπολικής στιγμής» (The Unipolar Moment, όρος για την γεωπολιτική ανατροπή του 1989, του Charles Krauthammer μετριοπαθούς φιλελεύθερου ο οποίος μεταλλάχθηκε σε νεοσυντηρητικό), από πολλούς πριν τον Τραμπ προπαντός από τους νεοσυντηρητικούς, ως βάσης για την οικοδόμηση μιας ιδεολογίας διαρκούς και σταθερού μονοπολικού κόσμου, με μοναδικό πόλο ισχύος τις ΗΠΑ. Βλ. και το περιβόητο «τέλος της ιστορίας» του συντηρητικού Εγελιανού Φράνσις Φουκουγιάμα, αλλά και την μετέπειτα αντιφατική αυτοκριτική του, όταν σύντομα έγινε σαφές στον ίδιο ότι το μονοπολικό εγχείρημα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Η φαντασίωση ότι η «μονοπολική στιγμή» του 1989 ήταν υπόσχεση για έναν χρυσό αιώνα ή χιλιετές βασίλειο της Αμερικής και της Δύσης και η χρήση της ιστορικο-πολιτικής μεταφυσικής του Χέγκελ στην πραγματική πολιτική, γέννησαν τον ουτοπισμό των νεοσυντηρητικών: Make America Great Forever.
Κατά παράδοξο τρόπο, αυτή η διαψευσμένη ουτοπία των νεοσυντηρητικών προβλήθηκε την στιγμή που άρχιζε η ραγδαία άνοδος της Κίνας. Πράγμα που δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι ήδη από τα χρόνια του 1970, με το «δόγμα Κίσσιγκερ» (το πολιτικό, οικονομικό και τεχνολογικό άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα για να απομονωθεί η ΕΣΣΔ), μακροπρόθεσμα οι ΗΠΑ υπονόμευαν την παγκόσμια ηγεμονία τους.
Αυτό διέφευγε της προσοχής και του έτερου «Αμερικανού Μακιαβέλι», του Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ακόμη και το 1997 (Η Μεγάλη Σκακιέρα). Βλ. και την πολύ περιεκτική κριτική του Χέλμουτ Σμιτ στην Zeit (31.10.1997). Έγραφε τότε ο Σμιτ: Ο Μπρζεζίνσκι «υποεκτιμά έντονα» την δυναμική της Κίνας. Έγραφε όμως και πράγματα ακόμη πιο σημαντικά. Ότι ο Μπρζεζίνσκι παραβλέπει την «απειλητική για την ζωή βλάβη της ατμόσφαιρας και των ωκεανών, ενώ τις μελλοντικές επιπτώσεις της ηλεκτρονικής παγκοσμιοποίησης δεν τις αξιολογεί επαρκώς».
Ιδού και το κρυστάλλινο συμπέρασμα του Σμιτ εν έτει 1997: Για τους πολίτες της ηπειρωτικής Ευρώπης, «η υποστηριζόμενη από τον Μπρζεζίνσκι αξίωση των ΗΠΑ να κυριαρχούν, πρέπει να γίνει ένα επιπλέον κίνητρο για την περαιτέρω ενδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση μιας αυτοπροσδιοριζόμενης Ευρώπης». Δυστυχώς ο Σμιτ δεν εισακούσθηκε έγκαιρα από τις τρείς πιο ισχυρές πολιτικές οικογένειες της ηπείρου μας. Ούτε από την δική του την Σοσιαλιστική. Τώρα όλοι τρέχουν και δεν φτάνουν.
Εκεί, γύρω στο 2000, και ιδίως μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, περάσαμε από την εποχή της υπερβολικής αλλά σταθερής Αμερικανικής αυτοπεποίθησης στην σπασμωδική (προπαντός για τις ΗΠΑ) εποχή της κρίσης και της μετάβασης. «Το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να έρθει στον κόσμο».
Εκείνοι που τώρα πια έχουν εξολοθρευτεί πολιτικά, Ρεπουμπλικανοί νεοσυντηρητικοί και Δημοκρατικοί «δικαιωματιστές», ήταν αυτοί που προπόνησαν τους εξολοθρευτές τους. Και οι τελευταίοι προσπαθούν να τα αλλάξουν όλα στην Αμερική, επειδή ελπίζουν (μάταια!), ότι έτσι θα μπορέσει να μείνει, στα πιο βασικά, ίδια όπως ήταν κάποτε: «Η μοναδική παγκόσμια δύναμη». «Εξαιρετικά προκλητική αμερικανική αυτοπεποίθηση» το αποκαλούσε αυτό ο Χέλμουτ Σμιτ, στην κριτική του προς τον Μπρζεζίνσκι. Δεν ήταν προφήτης, απλά έβλεπε και λίγο πιο πέρα από τη μύτη του.
Οι μεγάλες στιγμές της μακράς επώασης του αυγού από το οποίο βγήκε ο «Τραμπισμός» είναι πολλές:
Π.χ. πολύ σημαντική τομή ήταν η αντίθετη στο διεθνές δίκαιο, στις αποφάσεις του ΟΗΕ και στις κυβερνήσεις των ηπειρωτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, απόφαση του κυβερνώντος και πανίσχυρου στις τότε ΗΠΑ νεοσυντηρητικού ρεύματος (neocons), υπό τους Μπους Τζούνιορ, Ντικ Τσένι και Ντόναλντ Ράμσφελντ να εισβάλουν στο Ιράκ το 2003, και μάλιστα με ψευδείς δικαιολογίες.
Σύντομα, η αντίδραση στους neocons - «εξαγωγείς δημοκρατίας» ήρθε από το αντίστροφων ιδεολογικών προσήμων κοινωνικοπολιτικό κίνημα Tea Party, ως προετοιμασία της πλήρους άλωσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τους «Τραμπιστές» και της εκμηδένισης των neocons. Όμως ουσιαστικά, και σε πείσμα της ιδεολογικής αντιπαλότητας, neocons αφενός, Tea Party και «Τραμπιστές» αφετέρου, στρατεύτηκαν στον ίδιο αγώνα: Μονοπολισμός, America First, αντιευρωπαϊσμός.
Πίσω από αυτή την σύγκλιση των αντιθέτων εντός του Κόμματος του Ελέφαντα, διακρίνεται η πολύ πιο ευρεία σύγκλιση των απομονωτικών, εθνικολαϊκίστικων ή και λαϊκοφασιστικών κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων στις ΗΠΑ, με τα ισχυρά σε επιρροή «ελευθεριακά» (Libertarian) ή αναρχοκαπιταλιστικά λόμπυ και ινστιτούτα ή δεξαμενές σκέψης, καταστροφικά εργαλεία της οικονομίας ορυκτών καυσίμων κατά πρώτο λόγο. Τώρα, αυτά τα απολιθώματα της οικονομίας και της πολιτικής συμμάχησαν και με τους τεχνικο-ουτοπιστές bro-ολιγάρχες της Silicon Valley, των μέσων κοινωνικοφασιστικής δικτύωσης και των μεγάλων ψηφιακών μοντέλων, των προβαλλόμενων ως τεχνητή νοημοσύνη.
Στην επώαση του Τραμπικού αυγού συνέβαλαν και πολλά άλλα πράγματα, πάντα σχετικά με πτυχές της υποτιθέμενης Αμερικανικής Μοναδικότητας ή Εξαίρεσης (American Exceptionalism), όπως αυτές αναδιπλώνονται σε εποχή ταραχής και μετάβασης.
Ας μην αυταπατώμαστε. Η εξελικτική ιστορία του America First και του MAGA κράτησε πολλά χρόνια. Σε τελευταία ανάλυση, βλέπουμε τώρα πιο καθαρά, πώς, ειδικά στις ΗΠΑ, ισχυρότατες και πολύ ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, κατέληξαν να αντιλαμβάνονται την ελευθερία και τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Υπό συνταγματική τάξη πραγμάτων του 19ου Αιώνα, με νομικό και πολιτικό πολιτισμό ημινεωτερικού τύπου, βλέπουμε πια μια κοινωνία αγεφύρωτα πολωμένη, υλικά και πνευματικά, με πολύ μεγάλα τμήματα της (όχι μόνον του ενός πόλου) βυθισμένα σε καταστροφική πολιτισμική παρακμή.
Βλέπουμε επίσης την ένωση παλιών, πολύ «προσγειωμένων» οικονομικών-ιδεολογικών ελίτ με τους νέους ολιγάρχες του τεχνικο-ουτοπισμού και «επιταχυντισμού» (accelerationism). Βάση της είναι η σύμπραξη επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία συρρέουν αφενός στις εταιρείες των βαρώνων-ληστών του πετρελαίου και αφετέρου στα ολιγοπωλιακά μεγαθήρια, αλλά και σε νεοφυείς, της Silicon Valley.
Αυτό το καθόλου λαμπερό μείγμα από υδρογονάνθρακες και πυρίτιο επιχειρούν να το επιχρυσώσουν με αντιανθρωπιστικές και μηδενιστικές ιδεολογίες, ενίοτε και με οράματα Αποκαλυψιακά ή εσχατολογικά, οδηγητές-μάνατζερς τύπου Elon Musk, Peter Thiel, Curtis Yarvin, Marc Andreessen και άλλοι της αδελφότητας. Επίσης μεταστραφέντες με παρελθόν, π.χ. ο Michael Anton, εκ της Black Rock προερχόμενος (πρώην εκτελεστικός), λογογράφος του Ρούπερτ Μέρντοχ και σύμβουλος της κυβέρνησης Μπους του Νεώτερου. Οι πιο πολλοί τεχνικο-ουτοπιστές προφήτες επικαλούνται πιστά την αθεϊστική θρησκεία τους. Μερικοί, π.χ. ο Peter Thiel, ο ομόφυλος σύζυγος του οποίου διετέλεσε επίσης διαχειριστής χαρτοφυλακίων της Black Rock, επικαλούνται έναν «ετερόδοξο Χριστιανισμό», εμφανώς χωρίς Χριστό.
Στο έτερο ημισφαίριο, επιχειρείται το άλλο μισό της εφόδου των ολιγαρχών προς τον ουρανό. Εκεί, το οικονομικο-πολιτικό σύμπλοκο περί τα ορυκτά καύσιμα και ο μέγιστος ηγέτης του προτιμούν αυλικούς φιλοσόφους, ίσως και αμιγείς ιδεολόγους χωρίς γιγαντιαίο πακέτο μετοχών. Τύπου Αλεξάντρ Ντούγκιν. Τους αρέσουν όμως και οι πιο επιδραστικοί στην πολιτική (και στον πόλεμο), οι γεωπολιτικοί ανατροπείς ή πολιτισμικοί αντιστροφείς κοσμοϊστορικής κλίμακας: Π.χ., όσοι προτείνουν να ακυρωθεί η στροφή της Ρωσίας προς την Ευρώπη, την οποία είχε επιβάλει ο Μεγάλος Πέτρος (1682 -1725). Λόγου χάρη ο Σεργκέι Καραγκάνωφ, επικεφαλής του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παρακοιμώμενος προεδρικός σύμβούλος του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Πίσω από τις υστερικές φωνές των οραματιστών ιδεολόγων-μάνατζερς πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά και των γεω-πολιτισμικών ανατροπέων εξ ανατολών, καγχάζουν παλιοί γνώριμοι με μεγάλη ιστορία. Έρχονται κυρίως από τον Μεσοπόλεμο, αλλά και από το δεύτερο μισό του 20ό Αιώνα: «Νεαροί συντηρητικοί» (Jungkonservativen) επαναστάτες του ανορθολογισμού και του αντι-Διαφωτισμού ή «Σκοτεινού Διαφωτισμού», όπως οι Καρλ Σμιτ, Όσβαλντ Σπένγκλερ, Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Με απόκοσμο φως λάμπει και η παράδοξη μαγική εικόνα του παλαιοσυντηρητικού Leo Strauss, στοχαστή όχι απολυταρχικού αλλά σαφώς ολιγαρχικού, όχι φιλο-ολοκληρωτικού αλλά σαφώς αντι-Διαφωτιστή, με τον οποίο έχουν εμμονή στην Αμερική τόσο οι νεοσυντηρητικοί όσο και οι άσπονδοι εχθροί τους, οι «νεαροί συντηρητικοί» επαναστάτες MAGA.
Μερικά επεισόδια και συνέπειες αυτής της παλιάς ιστορίας στα μυαλά των πολλών ανθρώπων και στην πολιτική, καθ΄ οδόν προς την σημερινή τερατογονία της, εξιστορεί ο Timothy Snyder στο βιβλίο του On Freedom.