Μια ακόμη παγκόσμια διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP30) διεξάγεται στη Βραζιλία με δυσοίωνες προβλέψεις ως προς το αν θα επιβεβαιωθούν οι στόχοι των προηγούμενων διασκέψεων. Κυρίως όμως, το αν θα μπορέσει να επιτευχθεί κάτι πιο ουσιαστικό για να μπει φρένο στη κλιματική κατάρρευση και στα ολοένα και πιο έντονα καταστροφικά φαινόμενα που αυτή προκαλεί σε όλο τον κόσμο.
Τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα επιδίωξης για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5ο C χαρακτηρίστηκαν από τον Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ ως «ηθική αποτυχία και θανατηφόρα αμέλεια». Οι αντιθέσεις μεταξύ των χωρών και η αποχή μεγάλων χωρών-ρυπαντών από τη Διάσκεψη, δεν προμηνύει κάτι αισιόδοξο για να υπάρξουν οι αναγκαίες συναινέσεις.
Ιδιαίτερα, οι ΗΠΑ όχι μόνο απέχουν, αλλά υπονομεύουν με κάθε τρόπο τους στόχους και τις πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Προέδρου Ντ.Τραμπ «drill baby, drill” και η παρότρυνση για μεγαλύτερη χρήση ορυκτών καυσίμων. Στο πλαίσιο αυτό, ο Υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Κρις Ράιτ, κατά την πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα, άσκησε αρνητική κριτική στην ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυριζόμενος ότι η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (AΠE) οδήγησε σε αποβιομηχάνιση, στασιμότητα της οικονομίας και υψηλές τιμές ενέργειας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει πράγματι προβληματισμός για την αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας περιβαλλοντικής προστασίας και ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής παραγωγής, χωρίς όμως να αλλάζουν προς το παρόν οι στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με τάση όμως ενίσχυσης της πυρηνικής ενέργειας, λόγω και τις αυξανόμενης ζήτησης.
Για την Ελλάδα, οι τελευταίες συμφωνίες με τις ΗΠΑ που την μετατρέπουν σε περιφερειακό κόμβο διέλευσης του φυσικού αερίου είναι θετικές για την γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας και την εθνική ασφάλεια, πλεονεκτήματα στα οποία συμβάλει και η συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών στις έρευνες υδρογονανθράκων.
Στο ίδιο όμως το ενεργειακό της σύστημα, η Ελλάδα έχει ακολουθήσει και θα πρέπει στο προβλεπτό μέλλον να συνεχίσει να ακολουθεί μια στρατηγική ενίσχυσης των ΑΠΕ, με δεύτερο μεταβατικό καύσιμο το φυσικό αέριο και ελαχιστοποίηση της χρήσης λιγνίτη για λόγους όχι μόνο περιβαλλοντικούς, αλλά και οικονομικούς. Επιπλέον, η σταδιακή σύνδεση των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα, με πρόσφατη τη διασύνδεση και της Κρήτης, ελαχιστοποιεί τη χρήση πετρελαίου λόγω του κλεισίματος των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στα νησιά.
Σήμερα, πάνω από το 50% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια καλύπτεται από τις περιβαλλοντικά φιλικές και οικονομικά φθηνότερες πλέον μονάδες των ΑΠΕ και των υδροηλεκτρικών.
Για να επιτευχθούν οι επόμενοι στόχοι διείσδυσης των ΑΠΕ (75% μέχρι το 2030 και 100% το 2050) προτεραιότητα αποκτούν θέματα αναγκαία για την προσαρμογή στις νέα δεδομένα και για την εξυπηρέτηση της ενεργειακής στρατηγικής με κυριότερα: α)αύξηση της χωρητικότητας του δικτύου (ήδη σε περιόδους αιχμής ένα μέρος της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ απορρίπτεται), β) κατασκευή συστημάτων αποθήκευσης, γ) εσωτερικές διασυνδέσεις στο δίκτυο για την ολοκλήρωση του ενεργειακού συστήματος ως ενιαίου και δ) η ενίσχυση των διασυνδέσεων με άλλες χώρες για να αυξηθούν οι εξαγωγές του περισσεύματος και να μετατραπεί η Ελλάδα σε εξαγωγική χώρα στον ενεργειακό τομέα.