Την Τρίτη 31 Αυγούστου, ο νέος κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, προχώρησε στην ανακοίνωση του ανασχηματισμού της κυβέρνησης στον οποίο και προχώρησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα τονίσουμε αρχικά πως ο συγκεκριμένος ανασχηματισμός, δεν εμπίπτει στην κατηγορία του δομικού ανασχηματισμού, ούτε του ευρέος ανασχηματισμού που εν προκειμένω θα αφορούσε μία ευρεία αναδιάταξη υπουργείων και προσώπων, αλλά, αντιθέτως, αποκτά συγκεκριμένες στοχεύσεις. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;
Σημαίνει πως οι αλλαγές στις οποίες και κατέληξε ο πρωθυπουργός σχετίζονται με συγκεκριμένα πρόσωπα και υπουργεία, συνεχίζουν την τάση που είχε παρατηρηθεί και στον προηγούμενο ανασχηματισμό του περασμένου χειμώνα που θέλει την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας να λειτουργεί και ως δεξαμενή άντλησης στελεχών και βουλευτών προς υπουργοποίηση-υφυπουργοποίηση, με την κυβέρνηση να συνεχίζει να διατηρεί έναν κεντρικό ή αλλιώς βασικό πυρήνα που παραμένει συγκεκριμένος και ως προς την πρόθεση πραγματοποίησης αλλαγών, αλώβητος.
Και αυτός ο βασικός πυρήνας περιλαμβάνει τα υπουργεία Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας,1 Οικονομικών, Ανάπτυξης,2 Πολιτισμού, Παιδείας,3 Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δικαιοσύνης, από κοινού με την εν στενή εννοία υπουργική ομάδα που λειτουργεί με κέντρο αναφοράς το Μέγαρο Μαξίμου.4
Έτσι, με άξονα αυτές τις σταθερές, ο κυβερνητικός ανασχηματισμός επηρέασε δύο από τα κεντρικά πολιτικά πρόσωπα της μέχρι τώρα κυβερνητικής θητείας της Νέας Δημοκρατίας, ήτοι, τον Βασίλη Κικίλια και τον Νίκο Χαρδαλιά, ενώ επίσης, ανεπηρέαστος δεν έμεινε και ο μέχρι τώρα υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο οποίος και αντικαθίσταται από τον Τάκη Θεοδωρικάκο, που επιστρέφει στο κυβερνητικό σχήμα και μάλιστα σε κεντρικό υπουργείο μετά από παύση λίγων μηνών. Είναι η απομάκρυνση του διδύμου Χρυσοχοϊδη και Χαρδαλιά από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και του υφυπουργείου Πολιτικής Προστασίας, αυτή που δεικνύει προς την κατεύθυνση του μηνύματος που επιδιώκει να κομίσει ο πρωθυπουργός.
Έτσι, οι δύο πολιτικοί αντικαθίστανται, παρά τα εύσημα που απέσπασαν κατά καιρούς από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, διότι: Θεωρήθηκε ό,τι θόλωσαν το στίγμα που εξέπεμπε το επιτελικό κράτος ως απόρροια των μεγάλων πυρκαγιών που ξέσπασαν στα τέλη του Ιουλίου και στις αρχές του Αυγούστου σε Αττική, Βόρεια Εύβοια και Ηλεία.
Όντας τα δύο πρόσωπα που ήταν επιφορτισμένα με την διατήρηση της διαχειριστικής επάρκειας της κυβέρνησης σε υψηλά επίπεδα, δεν πέτυχαν να της προσδώσουν άμεσο περιεχόμενο, κατά την διάρκεια των πρόσφατων πυρκαγιών, φέροντας την κυβέρνηση σε θέση απολογούμενου, και μάλιστα, για το αφήγημα του επιτελικού κράτους.
Επίσης, αντικαταστάθηκαν, διότι, για τον μεν Μιχάλη Χρυσοχοϊδη καθίσταται σχετικά ευκρινής εκείνη η αντίληψη που θεωρεί ό,τι η πολιτική του φθορά και η μείωση του συμβολικού-πολιτικού κεφαλαίου ήταν τέτοια, που θα ήταν δύσκολο να παραμείνει στη θέση του. 5
Για τον δε Νίκο Χαρδαλιά,6 η απόφαση μετακίνησης του στο υπουργείο7 Εθνικής Άμυνας τροφοδοτείται, και από την αίσθηση ό,τι αντιμετώπισε θέματα με τον εν γένει συντονισμό των αρμόδιων για την κατάσβεση των πυρκαγιών υπηρεσιών, από την συσσώρευση φθοράς πολιτικής που κατέστη και σωματική (πριν από λίγο υπέστη καρδιακό επεισόδιο), καθώς και από την θεώρηση που προτάσσει ό,τι ο ίδιος ως υφυπουργός διαχείρισης κρίσεων εν καιρώ πανδημικής κρίσης, εξεμέτρησε τον ωφέλιμο πολιτικό του βίο, αγγίζοντας τα όρια του.
Η μετακίνηση του, αποκαλύπτει και την πρόθεση να διατηρηθεί ως έχει το πολιτικό του κεφάλαιο, έτσι όπως συγκεντρώθηκε ιδίως την περίοδο της πρώτης καραντίνας του 2020.
Γύρω από αυτά τα δύο στελέχη (αλλά και τον Βασίλη Κικίλια),8 διαρθρώνεται ο νέος ανασχηματισμός που επίσης διαθέτει μία στοχευμένη γεωγραφική κατανομή με την είσοδο στο κυβερνητικό σχήμα βουλευτών καταγόμενων από την Εύβοια ώστε να σημασιοδοτηθεί εμπρόθετα ένα εγχείρημα ‘επανεκκίνησης’ με επίκεντρο την Εύβοια και δη την Βόρεια Εύβοια, την εστίαση στη λογική της υφυπουργοποίησης ως ‘σπάσιμου’ καθηκόντων με διακύβευμα το να καταστεί περισσότερο λειτουργικό το κυβερνητικό έργο.
Κοντολογίς, πρόκειται για έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό που στερείται μακράς πνοής, παρά τις αλλαγές του σε κομβικά υπουργεία, ο οποίος, δεν θεραπεύει δύο από τις κυριότερες κυβερνητικές παθογένειες9 που είναι το μεγάλο μέγεθος που δεν συμβαδίζει με την επιτελικότητα που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση και με το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής γυναικών πολιτικών, εκεί όπου το περιώνυμο επιτελικό κράτος περιοριζόμενο σε ένα στενό πυρήνα γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου και τα δίκτυα που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ αυτού του κέντρου και των υπουργείων, και αποκλίνει από τις βέλτιστες πρακτικές που παρατηρούνται σε αυτό τον τομέα, και επίσης δεν συμβαδίζει με την ύπαρξη μίας σφιχτής και επιτελικά προσανατολισμένης κυβερνητικής μηχανής (εδώ τίθεται το ζήτημα της κατάργησης υπουργείων και υπουργικών θέσεων), όσο και με την εμπέδωση μίας κουλτούρας επιτελικότητας στην εν ευρεία εννοία δημόσια διοίκηση.
Και εδώ ενσκήπτει μία αντίφαση εν τοις όροις: Και ποια μπορεί να είναι αυτή; Ο δομικός ανασχηματισμός για τον οποίο και γινόταν λόγος τις προηγούμενες ημέρες, δεν αντιστοιχεί με τις αλλαγές που ανακοινώθηκαν.
1 Ρόλο στην επιλογή του πρωθυπουργού να μην προχωρήσει σε αλλαγές στα συγκεκριμένα υπουργεία διαδραματίζει η επιθυμία προβολής της ‘συνέχειας’ στην ακολουθούμενη ελληνική στρατηγική ως προς την Τουρκία, ο θεωρούμενος ως καλός συντονισμός που έχει επιτευχθεί μεταξύ των δύο υπουργείων, εκεί όπου η λεγόμενη ‘στρατιωτική διπλωματία’ στην οποία ασκείται ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος επικουρούμενος από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνο Φλώρο, συμβάλλει στη διαμόρφωση της στρατηγικής για την οποία και έγινε πιο πάνω λόγος, ενισχύοντας τις διμερείς και περιφερειακές συμμαχίες. Και η επίτευξη και ενίσχυση αυτών των συμμαχιών, θεωρείται ως επίτευγμα από τον πρωθυπουργό που πιστώνεται στην καλή συνεργασία των δύο υπουργείων και στην ενεργοποίηση πολλών διπλωματικών καναλιών. Παράλληλα, οι δίαυλοι επικοινωνίας που υπάρχουν μεταξύ των δύο υπουργών, η εν γένει ρευστότητα ως προς τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, η στάση αναμονής που τηρείται απέναντι στην Τουρκία μετά από ένα σχετικά ‘ήσυχο’ καλοκαίρι, το εύρος των διπλωματικών κινήσεων που έχει αναπτύξει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, είναι σε θέση να εξηγήσουν αυτή την επιλογή.
2 H προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων συνεχίζει να αποτελεί κεντρικό διακύβευμα για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με τον πρωθυπουργό να πιστώνει στον αρμόδιο υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη, ως επιτυχία, την προώθηση των εργασιών για το εγχείρημα του Ελληνικού, καθώς και την ‘μαχητική υπεράσπιση’ των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης. Όσο λειτουργεί ως υπουργός, άλλο τόσο ο Άδωνις Γεωργιάδης λειτουργεί και ως στέλεχος που δεν διστάζει να εμπλακεί σε πολιτικοϊδεολογικές αντιπαραθέσεις.
3 Εδώ η κατάσταση είναι πολιτικά σύνθετη, καθώς, αφενός μεν επιβραβεύεται η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, και σε ό,τι έχει να κάνει με την προβαλλόμενη ως ‘μεταρρυθμιστική ορμή’ και την έλλειψη φόβου σχετικά με το πολιτικό κόστος, και, αφετέρου δε, κάτι που παραγνωρίζεται, η μη επιλογή αντικατάστασης της, για άλλη μία φορά, φανερώνει την βαθύτερη επιθυμία του πρωθυπουργού να αναδειχθεί ως αποφασιστικός και με αυτοπεποίθηση πολιτικός που δεν υποκύπτει στις ‘σειρήνες’ του ανέξοδου λαϊκισμού, στις ‘ιαχές’ της διαμαρτυρίας, βλέποντας επιτυχίες όταν αρκετοί αντικρίζουν προβλήματα.
4 Κάνουμε λόγο, παραπέμποντας στην περί πολιτικών ελίτ ανάλυση του Γεράσιμου Κάρουλα, για την οιονεί συγκρότηση, πριν από τον τωρινό ανασχηματισμό, και πλέον, σταθεροποίηση μίας κυβερνητικής-πολιτικής ελίτ με σημεία αναφοράς τόσο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, όσο και το πολιτικό-μεταρρυθμιστικό προφίλ που επιθυμεί να εκπέμψει η κυβέρνηση. Για την ανάλυση του Γεράσιμου Κάρουλα, βλέπε ‘Οι πολιτικές ελίτ του ΠΑΣΟΚ κατά την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία: Μεταξύ κόμματος, κράτους και κοινωνίας (; ),’ στο: Ασημακόπουλος Βασίλης & Τάσσης Χρύσανθος., (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 107-133.
5 Ακριβώς σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η μεταβλητή των «εκλογέων με κομματικούς δεσμούς» (party affliation), στην οποία και αναφέρεται η Βασιλική Γεωργιάδου παραπέμποντας στα ευρήματα της Norris, η οποία μεταβλητή επέδρασε δραστικά και στην απόφαση αντικατάστασης και στην απόφαση επίσης, μη ανάθεσης άλλων υπουργικών καθηκόντων στον τέως υπουργό. Και αν η πολιτική ανοχή που επέδειξαν «εκλογείς με κομματικούς δεσμούς» με την Νέα Δημοκρατία προς τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, παρέμεινε σταθερή τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης, άρχισε να μειώνεται συνεπεία ζητημάτων αστυνόμευσης που προέκυψαν κατά την περίοδο της δεύτερης καραντίνας του περασμένου φθινοπώρου (με χρονική διάρκεια έως τον Μάιο), της χαμηλής εμπέδωσης του αισθήματος ασφάλειας και δη αστικής ασφάλειας το οποίο και αποτελεί ένα ζήτημα που απασχολεί μερίδα αυτών των εκλογέων, καθώς και των προβλημάτων διαχειριστικής επάρκειας που προέκυψαν κατά την διάρκεια των πρόσφατων υπουργών και επηρέασαν προσωπικά τον τέως υπουργό. Τα στοιχεία αυτά έτειναν και στην μείωση της πολιτικής ανοχής ή ανεκτικότητας και στη μεγέθυνση της καχυποψίας προς έναν πολιτικό από τον χώρο της Κεντροαριστεράς στον οποίο μάλιστα ανατέθηκε ένα χαρτοφυλάκιο που συμβολίζει την τήρηση του Νόμου ως ‘καθήκον,’ ξεκαθαρίζοντας το τοπίο και ωθώντας τον πρωθυπουργό να προχωρήσει σε αυτή την αλλαγή, παρά τα εύσημα και την έκφραση εμπιστοσύνης στο μέχρι τώρα υπουργικό έργο του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη. Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σελ. 265. Δεν συμφωνούμε με την άποψη που θέλει την απομάκρυνση Χρυσοχοϊδη, να δυσκολεύει την πολιτική ανοιγμάτων στο πολιτικό Κέντρο, καθότι, αυτή η πολιτική δεν περιορίζεται σε πρόσωπα αλλά συνδέεται με πολιτικές αφηγήσεις και με εφαρμοσμένες πολιτικές.
6 Η πρωθυπουργική αναφορά για την απόδοση ευθυνών πολιτικών, μετά από την κατάσβεση των πυρκαγιών, προσωποποιείται στους Νίκο Χαρδαλιά και Μιχάλη Χρυσοχοϊδη.
7 Ακόμη και αν με την είσοδο στην κυβέρνηση του Θάνου Πλεύρη, θεωρήσουμε πως συγκροτείται ένας δεξιός, πολιτικοϊδεολογικά, πόλος εντός της κυβέρνησης, τότε, θα πούμε πως αυτός ο πόλος δεν είναι αυτός που επικαθορίζει την κεντρικά χαρασσόμενη και εφαρμοσμένη πολιτική. Ευρύτερα ομιλώντας, αρκετές αναλύσεις που εστιάζουν στη λεγόμενη ‘ακροδεξιά’ ιδεολογία που διακρίνει τον Θάνο Πλεύρη και τον Άδωνη Γεωργιάδη αντίστοιχα (ή και τον Μάκη Βορίδη), παραβλέπουν απλοϊκά, ό,τι και οι ίδιοι και οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
8 Θα μπορούσαμε να πούμε πως πλέον, η αντικατάσταση-μετακίνηση του Βασίλη Κικίλια από το υπουργείο Υγείας στο αντίστοιχο του Τουρισμού, τον εντάσσει στο ευρύτερο σπιράλ των αντικαταστάσεων υπουργών Υγείας από διάφορες χώρες, που αντικαταστάθηκαν για λόγους που άπτονται της διαχείρισης της πανδημικής κρίσης. Μέχρι τώρα, ο Βασίλης Κικίλιας κατάφερνε να διατηρεί τη νευραλγική θέση του, έχοντας υψηλά ποσοστά κομματικής αποδοχής και ευρύτερης δημοφιλίας λόγω και της εκπεμπόμενης πολιτικής μετριοπάθειας του, των προληπτικών πολιτικών που υιοθέτησε και περαιτέρω της ικανοποιητικής διαχείρισης του πρώτου πανδημικού ‘κύματος,’ που αντιμετωπίσθηκε θετικά από την πρωθυπουργική και όχι μόνο, αξιολόγηση. Η υπουργική του μετακίνηση, αν και τύποις είναι παράδοξη, μπορεί να ερμηνευθεί πολιτικά υπό το πρίσμα της μετάβασης και δη, της επιθυμίας μετάβασης στην επόμενη φάση της διαχείρισης της πανδημίας που θέτει ως σημείο αναφοράς τους εμβολιασμούς. Ως προς αυτό, ένα στέλεχος με την κοινοβουλευτική-εμπειρία του Θανάση Πλεύρη, θεωρήθηκε πιο κατάλληλα και για να εκπέμψει το κυβερνητικό μήνυμα περί ‘αναγκαιότητας’ του εμβολιασμού, και για επιχειρηματολογήσει πειστικά αντλώντας από την επαγγελματική του ιδιότητα (εκστρατεία πειθούς), και την παρουσία του στη Βουλή, αλλά, και για να περιβάλλει το κυβερνητικό μήνυμα με πιο στοχευμένες και ‘βαθιές’ αναφορές. Μάλιστα, με την υπουργοποίηση της ιατρού Μίνας Γκάγκα, επιτυγχάνεται ένας ενδο-υπουργικός καταμερισμός εργασίας που θέλει την νέα αναπληρώτρια υπουργό να αναλαμβάνει το κομμάτι της πανδημίας, προσφέροντας χρόνο στον υπουργό ώστε να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση και επιτρέποντας του έτσι να αναλάβει το κομμάτι της εμβολιαστικής διαδικασίας, δημόσια, κοινοβουλευτικά και τηλεοπτικά.
9 Κάτι που δεν επιχειρήθηκε ούτε στον προηγούμενο ανασχηματισμό, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης.