Τί μας έμαθαν οι ευρωπαϊκές κάλπες του Μαΐου

Μιχάλης Χικάρας 08 Ιουλ 2014

Σχεδόν 50 ημέρες μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου και με την 1η ολομέλεια του Ιουλίου να αποτελεί πλέον γεγονός, μπορούμε να εξάγουμε με ασφάλεια κάποια συμπεράσματα για τα αποτελέσματα τα οποία και καθορίζουν τη νέα ισορροπία δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εφεξής ΕΚ).

Παρόλο που οι πολιτικές ομάδες στο ΕΚ σχηματίζονται ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση των ευρωβουλευτών, εντούτοις το εκλογικό σώμα ψήφισε για άλλη μία φορά με κύριο γνώμονα εθνικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη αποτέλεσε τη δικαιολογία προκειμένου να ψηφίσουμε υπέρ ή κατά εθνικών κομμάτων και παρατάξεων. Οι πολιτικές οικογένειες στο ΕΚ αποτελούνται άλλωστε προς το παρόν από χαλαρές συμμαχίες εθνικών κομμάτων στις οποίες αντιπροσωπεύονται 185 πολιτικά κόμματα από 28 κράτη-μέλη.

Η Δεξιά σαν πολιτικός χώρος, είτε πρόκειται για φιλοευρωπαϊκή, ευρωσκεπτικιστική, ευρωφοβική, συντηρητική, φιλελεύθερη ή ακραία, είναι για άλλη μία φορά η κυρίαρχη δύναμη στο ΕΚ. Οι Χριστιανοδημοκράτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) είναι και πάλι η πρώτη δύναμη του Κοινοβουλίου με 221 επί του συνόλου των 751 ευρωβουλευτών (29,43%) παρόλο που η μείωση της δύναμής τους σε σχέση με το 2009 είναι αξιοσημείωτη (-6,34%).

Ότι έχασε όμως το ΕΛΚ δείχνει να βρίσκει η ευρωσκεπτικιστική και ευρωφοβική πλευρά της (ΕΣΜ: Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, EΕΑΔ : Ευρώπη Ελευθερίας και Άμεσης Δημοκρατίας, Μη Εγγεγραμμένοι), η οποία ενίσχυσε εντυπωσιακά τη δύναμή της καταλαμβάνοντας 170 έδρες (22,64%) παρουσιάζοντας έτσι αύξηση 6,84% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2009 (15,8%). Οι Φιλελεύθεροι (ALDE) υποχωρούν κατά 1.91% εξαιτίας κυρίως του εκλογικού καταποντισμού του FDP στη Γερμανία. Χάνουν έτσι την, πολύτιμη για αυτούς, τρίτη θέση και δεν εκλέγουν ούτε έναν ευρωβουλευτή στο ένα τέταρτο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

Στο σύνολό της, η Αριστερά (Σοσιαλιστές, Οικολόγοι-Πράσινοι και Ριζοσπαστική Αριστερά) συγκέντρωσε 293 έδρες (39,01%) αυξάνοντας κατά μόλις 1,42% τις δυνάμεις της. Οι Σοσιαλιστές (S&D) διατηρούνται στα ίδια περίπου επίπεδα με το 2009 συγκεντρώνοντας 191 ευρωβουλευτές (25,43%). Ο βασικός τους στόχος όμως που ήταν να γίνουν η πρώτη δύναμη ξανά, για πρώτη φορά από το 1999, δεν επιτεύχθηκε. Η Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/ Βόρεια Πράσινη Αριστερά (GUE/NGL), με ηγέτη το «δικό» μας κ.Τσίπρα, αύξησε κατά 2,35% τη δύναμή της καταλαμβάνοντας 52 έδρες. Στην Ελλάδα, μία χώρα υπό καθεστώς διαρκούς κρίσης, εκτοξεύθηκε κυριολεκτικά παρουσιάζοντας αύξηση 14,94%! Ο πολιτικός αυτός σχηματισμός όμως αποτυγχάνει να εκλέξει έστω και έναν ευρωβουλευτή στις μισές ακριβώς από τις 28 χώρες της Ένωσης. Οι Πράσινοι της Ευρωπαϊκής Ελεύθερης Συμμαχίας, παρόλο που διατήρησαν τις δυνάμεις τους, πέφτουν στην έκτη από την τέταρτη θέση που βρισκόντουσαν λόγω των πολύ καλών ποσοστών των GUE/NGL και EΕΑΔ.

Για πρώτη φορά από το 1979, οπότε και διεξάγονται οι ευρωεκλογές, το ποσοστό συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία παρουσίασε αύξηση έστω κι αν αυτή είναι ανεπαίσθητη (+0,09%). Στη χώρα μας, η συμμετοχή άγγιξε το 58,20% παρουσιάζοντας έτσι αύξηση 5,59% σε σχέση με το 2009! Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά, τόσο συμμετοχής όσο και αύξησης της συμμετοχής, στην Ευρώπη το οποίο καταδεικνύει πως οι έλληνες πολίτες προσέφυγαν στις ευρωπαϊκές κάλπες αναζητώντας λύσεις στα ελληνικά προβλήματά τους.

Το ποσοστό των γυναικών στο ΕΚ, ανερχόμενο στο 37%, συνέχισε τη σταθερά ανοδική του πορεία. Ορατό σημάδι οπισθοδρόμησης της χώρας μας, ενώ το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα προσέγγιζε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τώρα βρίσκεται στο 24%. Έτσι, μόνο 3 από τις 28 χώρες της Ένωσης εμφανίζουν πλέον χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας παρουσίας στην εθνική τους αντιπροσωπεία στο Στρασβούργο.

Κύριο χαρακτηριστικό των εκλογών αυτών είναι η νίκη των αντισυστημικών κομμάτων διαμαρτυρίας (δεξιά στο Βορρά και αριστερά στο Νότο). Η επιτυχία των ευρωσκεπτικιστών και των ευρωφοβικών σχηματισμών καταδεικνύει πως, για μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων, η Ευρωπαϊκή ιδέα φαντάζει λιγότερο ελκυστική. Οι υποστηρικτές της Εθνικής Κυριαρχίας συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τη ριζοσπαστική δεξιά αλλά και με τη ριζοσπαστική αριστερά σε ένα μικρότερο βαθμό. Η ευρωφοβική και ευρωσκεπτικιστική δεξιά συγκεντρώνει, όπως είδαμε, το 22,64% των (751) εδρών του Κοινοβουλίου. Όμως από το 1979 κι έπειτα, οι σχηματισμοί αυτοί έπαιρναν πάντοτε ένα 10 με 20%. Το βασικό στοίχημα για τους γραφικούς αυτούς ανθρώπους χάθηκε ήδη: δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν έναν καινούριο πολιτικό σχηματισμό στο Κοινοβούλιο καθώς για να σχηματιστεί μια πολιτική ομάδα απαιτούνται τουλάχιστον 25 βουλευτές που πρέπει να εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα τέταρτο του συνόλου των κρατών μελών (σήμερα 7). Έτσι, οι περισσότεροι από αυτούς θα βρεθούν στον «πάγκο» των μη εγγεγραμμένων βουλευτών που δεν συγγενεύουν με καμία πολιτική ομάδα χάνοντας και τη λιγοστή επιρροή που θα μπορούσαν να έχουν. Η εξημμένη φαντασία των υπερπατριωτών η οποία γεννά μύθους περί προδοσίας και πιστεύει στην ύπαρξη περίεργων συμφωνιών θα βρει και πάλι καταφύγιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που θα γεμίσουν από «πύρινους» λόγους κατά της «Ευρώπης των Βρυξελλών». Η επιρροή όμως του πολιτικού αυτού χώρου είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη στο ΕΚ καθώς οι 221 Χριστιανοδημοκράτες του ΕΛΚ, μαζί με τους 191 Σοσιαλιστές του S&D και τους 67 φιλελεύθερους του ALDE, σχηματίζουν μία επαρκέστατη νομοθετούσα πλειοψηφία 479 εδρών ενώ χρειάζονται 376. Απτό πρώτο παράδειγμα αποτελεί η εκλογή του συντηρητικού κ.Juncker στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την 16η Ιουλίου, η οποία καθίσταται εφικτή και συνιστά μία ιστορικής σημασίας νίκης του Κοινοβουλίου στον αγώνα για ισχυρότερη πολιτική ένωση της Ευρώπης.

Ουσιαστικός νικητής όμως της εκλογικής αυτής αναμέτρησης είναι η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία παρόλο που κάτι τέτοιο δεν γίνεται, ίσως, αντιληπτό με την πρώτη ματιά. Για την ακρίβεια, η ομάδα S&D μολονότι έρχεται δεύτερη δύναμη στο ΕΚ, έλαβε περισσότερες ψήφους από την πρώτη δύναμη, το ΕΛΚ. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό το παράδοξο είναι απλός: η πολιτική αυτή ομάδα πήγε καλύτερα στις μεγάλες χώρες όπου απαιτούνται περισσότεροι ψήφοι για την εκλογή ενός ευρωβουλευτή. Αντίστοιχα, το ΕΛΚ πήγε πολύ καλά σε μικρές χώρες όπου απαιτούνται λιγότερες ψήφοι για την εκλογή ευρωβουλευτή. Οι Σοσιαλιστές έθεσαν και πέτυχαν ως βάση της «ιερής» συμμαχίας ανάμεσα σε εαυτούς, χριστιανοδημοκράτες και φιλελεύθερους, την εφαρμογή σημαντικού μέρους του προγράμματός τους. Η κρίση ανάγκασε πολλές χώρες να επιλέξουν μία προσέγγιση «ιδεολογικής συνδιαχείρισης» με ετερόκλητες κατά περίπτωση συμμαχίες και με τις ευλογίες της Ένωσης στο όνομα της λιτότητας και της σταθερότητας με ορατό τον κίνδυνο αποϊδεολογικοποίησης της πολιτικής. Στην Ελλάδα, Σοσιαλιστές και Συντηρητικοί μαζί βρίσκονται πλέον λίγο πάνω από το 30% όταν αντιπροσώπευαν γύρω στο 80% του εκλογικού σώματος πριν από 5 χρόνια. Ο καθόλα αξιόλογος κ. Martin Schulz καλείται να ενσαρκώσει μία άλλη Ευρώπη πιο κοινωνικά δίκαιη από αυτή της κ.Merkel όντας την ίδια στιγμή μέλος ενός πολιτικού κόμματος το οποίο αποτελεί σήμερα τον βασικό σύμμαχο της καγκελαρίου στη Γερμανία. Οι πολίτες όμως μπερδεύονται από την έλλειψη του παραδοσιακού δίπολου Αριστεράς – Δεξιάς κι έτσι ενισχύεται ολοένα και περισσότερο η αίσθηση περί «τεχνοκρατικής» Ευρώπης και η αντίληψη περί μίας «πραγματιστικής» και «υπεύθυνης» δεξιάς. Παρόλο που κύριο θύμα αυτής της εξέλιξης θα μπορούσε να είναι η Σοσιαλδημοκρατία, τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου δείχνουν πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

Οι ευρωεκλογές αυτές ήταν οι πρώτες από το 2010 οπότε και ξέσπασε η κρίση του ευρώ. Το κοινό νόμισμα άντεξε παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις κάθε λογής καταστροφολόγου. Η Ένωση ενώθηκε ακόμα περισσότερο (Τραπεζική Ένωση, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, Οικονομική Διακυβέρνηση). Οι υπό δυσκολία χώρες εγκαταλείπουν η μία μετά την άλλη (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) την επιτήρηση και μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος παραμένουν στην «εντατική». Η οικονομική και κοινωνική κρίση όμως μόνο λήξασα δεν μπορεί να θεωρηθεί όπως μαρτυρούν τα υψηλότατα ποσοστά ανεργίας σε ορισμένες χώρες (Ελλάδα, Ισπανία).

Οι ευρωπαϊκές κάλπες του Μαΐου μας έμαθαν όμως πως μπορούμε να είμαστε ακόμα δικαιολογημένα αισιόδοξοι.