Ευρω-ριζοσπαστισμός

Αθανάσιος Θεοδωράκης 06 Οκτ 2013

Η πορεία της Ευρώπης είναι σήμερα αβέβαιη. Η παγκοσμιοποίηση στην οποία και η ίδια συνέβαλε, εξελίσσεται υπέρ των αναδυομένων και ασιατικών κυρίως οικονομιών, ενώ η οικονομική κρίση οδηγεί στην καταστροφή του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Τόσο για εξωτερικούς όσο και για εσωτερικούς λόγους (ατελής ΟΝΕ, εμμονή στην πολιτική λιτότητας, ανεργία, ανεξέλεγκτη μετανάστευση, πολιτική αναταραχή, ασύμμετρη ανάπτυξη, κοκ) η ΕΕ μπήκε σε μια δύσκολη φάση της ιστορίας της. Ενόψει των ευρωεκλογών του 2014 ο δημόσιος διάλογος θα πρέπει να δώσει απαντήσεις και λύσεις σε μια σειρά ζητημάτων, όπως:

-Το οικονομικό μοντέλο ζητά αναθεώρηση, η λογική του άκρατου ανταγωνισμού οδηγεί στον περιορισμό του κράτους πρόνοιας, στη μαζική ανεργία, στη διάλυση της μεσαίας τάξης. Ο κίνδυνος της κοινωνικής έκρηξης είναι υπαρκτός, παρά τις διαφοροποιήσεις κατά χώρα.

-Το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις. Η θεσμική συγκρότηση δεν είναι πλέον αποτελεσματική, ο διάλογος μεταξύ των οργάνων και των κρατών-μελών είναι δύσκολος και κυρίως οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από τον πολίτη, μακριά από την κοινωνία. Δεν πρόκειται μόνο για το γνωστό «δημοκρατικό έλλειμμα», οι όροι του παιχνιδιού χρειάζονται επανεξέταση.

-Ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεν έχει την κρίσιμη δύναμη αναδιανομής για την κάλυψη των εσωτερικών ανισορροπιών, οι όροι εμπορίου και συναλλαγών στην ενιαία αγορά λειτουργούν υπέρ των ισχυρών οικονομιών και οι αποκλίσεις μεταξύ Βορρά-Νότου αυξάνονται.

-Τα σχέδια για τραπεζική ενοποίηση απαντούν σε ζητήματα ελέγχου του υπάρχοντος συστήματος και όχι νέας, λειτουργικής κατεύθυνσης της ΕΕ. Ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών θεσμών και των τραπεζών χρήζει αναθεώρησης με πρώτη την ΕΚΤ που δεν υπάκειται σήμερα σε κανέναν ουσιαστικό έλεγχο.

Μέσα σε αυτό το τοπίο, οι πολιτικές τάσεις είναι σαφείς: ευρω-σκεπτικισμός, άνοδος των εθνικιστικών, αλλά και των νεοφασιστικών κινημάτων, τάσεις διάλυσης των κοινών πολιτικών, προσφυγή στις ιδιωτικοποιήσεις και στα Μνημόνια, μετεγκατάσταση επιχειρήσεων και κεφαλαίων σε χώρες που έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές εντός και εκτός ΕΕ. Πώς μπορεί να σκεφτεί κανείς μια αλλαγή του τοπίου;

Η ΕΕ χρειάζεται σήμερα μια ριζική αναθεώρηση τόσο της λειτουργίας, όσο και των στόχων της. Παραδόξως, χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, αλλά χρειαζόμαστε μια άλλη Ευρώπη. Μια Ευρώπη που θα απαντά στις προκλήσεις της εποχής:μετανάστευση, δημογραφικό, ανεργία, επιχειρηματικότητα και πραγματική οικονομία, σύγκλιση των οικονομιών, νέα εργαλεία οικονομικής παρέμβασης. Κι όλα αυτά σημαίνουν ανοιχτή συζήτηση γι αυτό που ηθελημένα ξεχάστηκε, την πολιτική ενοποίηση. Η οικονομική ενοποίηση, λειψή, έφτασε το αποκορύφωμά της και τώρα οπισθοχωρεί: η κρίση κατέδειξε ότι η ΕΕ δεν ήταν έτοιμη για δύσκολες αποφάσεις, δεν είχε τις κατάλληλες πολιτικές/εργαλεία και δεν είχε κυρίως την πολιτική βούληση. Νομίζει ότι κερδίζει χρόνο, με την αδράνεια.

Αφού είναι αναγκαία σήμερα μια αλλαγή πλεύσης τότε χρειάζεται ένας γνήσιος ευρω-ριζοσπαστισμός (euro-radicalisme) και η ευκαιρία των ευρω-εκλογών είναι μοναδική. Τα κόμματα αλλά και οι πολίτες, τα κράτη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να αρχίσουν έναν έντονο, ειλικρινή διάλογο πάνω στα ουσιαστικά θέματα. Δεν ενδιαφέρουν τα γνωστά άψυχα διαφημιστικά, τεχνοκρατικά και ανούσια σποτ. Οι πολίτες θέλουν διάλογο ουσίας, επιχειρήματα, προτάσεις, λύσεις. Τα κόμματα σε εθνικό επίπεδο, αλλά και στο πανευρωπαϊκό φόρουμ πρέπει να αντιληφθούν και να εκφράσουν τη νέα πραγματικότητα. Με την έννοια αυτή ο ευρω-ριζοσπαστισμός, αν είναι αυθεντικός, ειλικρινής, θα είναι ανάχωμα στον ευρω-σκεπτικισμό, στην ευρω-απαισιοδοξία, στην ευρω-κρίση. Αρκεί να υπάρχει βούληση, πολιτική γενναιότητα, κοινοτική αλληλεγγύη και κοινωνική ευαισθησία.

Η αναγκαιότητα προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως απάντησης στην βαθιά και συστημική κρίση είναι πασιφανής, υπό τον όρο της πολιτικής ενοποίησης. Το ζήτημα σήμερα είναι να δημιουργηθεί μια άλλη Ευρώπη, αφού το υπάρχον οικοδόμημα δεν έχει απάντηση, δεν πείθει, δεν παράγει πλέον πολιτική. Εκφράζει μια κατάσταση πραγμάτων, ακολουθεί μια συγκεκριμένη αντίληψη, αλλά δεν έχει προοπτική. Το εύρος της οικονομικής κρίσης ανέδειξε την ανάγκη ουσιαστικής αλλαγής των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και στις αγορές, ανάμεσα στην ίδια την ΕΕ και τα κράτη-μέλη,στους θεσμούς και τις πολιτικές της. Η ΕΕ δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει υπερκράτος, αντίθετα πρέπει να προωθήσει μια νέα σύνθεση ανάμεσα στα κράτη-έθνη και το κοινοτικό οικοδόμημα.

Η οικονομική κρίση ανέδειξε επίσης κι ένα νέο, πολιτικής φύσεως, ευρωπαϊκό έλλειμα: η «κοινοτική μέθοδος» έχει εγκαταλειφθεί στην πράξη, οδηγούμαστε προς μια «μετα-κοινοτική» Ευρώπη, με λειτουργία πολλαπλών ταχυτήτων και τη δημιουργία διαφορετικών κύκλων. Εχει όμως νόημα για τους πολίτες που βιώνουν την ανεργία, την ανασφάλεια, την απογοήτευση να συνεχισθούν οι σημερινές πολιτικές; Δεν πρέπει να τεθούν στο νέο ευρω-κοινοβούλιο θέματα ουσίας, όπως είναι οι ισότιμοι όροι ανάπτυξης, η διασφάλιση πρόσβασης στα δημόσια αγαθά, οι κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτική της λιτότητας και των Μνημονίων; Δεν πρέπει να συζητήσουμε επιτέλους για τον ρόλο της ΕΚΤ;

Ενόψει των ευρωεκλογών του 2014, ας ανοίξει κι εδώ ένας διάλογος ουσίας, για το ποιά Ευρώπη θέλουμε, ποιά Ευρώπη προτείνουμε.