Walter Mosley: Little Scarlet

Αντώνης Γκόλτσος 08 Ιαν 2016

Little Scarlet

(ΠΟΛΙΣ-2015)

Little Scarlet_ΠΟΛΙΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

Little Scarlet (2004)

(Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη)

 

– στις Σημειώσεις που ακολουθούν αποκαλύπτεται ο ένοχος –

 

     Το “Little Scarlet” είναι το ένατο στη σειρά, δέκα τριών μυθιστορημάτων του Walter Mosley, με ήρωα τον Ιεζεκιήλ Ρόουλινς (Easy Rowlins), ευκαιριακό μαύρο ντετέκτιβ του μονοπρόσωπου γραφείου “ΙΖΥ ΡΟΟΥΛΙΝΣ – ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ”, που “προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όποιον τις έχει ανάγκη”. Μια ιστορία που αναπτύσσεται στο Watts, συνοικία του Λος Άντζελες και θέατρο εξαιρετικά βίαιων αναταραχών, το καλοκαίρι του 1965 (βλ. συνημμένο Επίμετρο).

  Ο συγγραφέας έχει προσωπική άποψη για τα γεγονότα, αφού ήταν αυτόπτης και αυτήκοος των γεγονότων του Watts, σε ηλικία 13 ετών. Αργότερα, θα πει: «… Και όταν γύρισα σπίτι, είδα τον πατέρα μου να κάθεται σε μια καρέκλα στο σαλόνι, κάτι που δεν έκανε ποτέ, πίνοντας βότκα και απλά κοιτάζοντας απέναντι. Τον ρώτησα, “Μπαμπά, τι συμβαίνει;”. Μου απάντησε, “Ξέρεις, Walter, θέλω να είμαι εκεί, έξω, καταστρέφοντας και πυροβολώντας. Αλλά ξέρω πως αυτό είναι λάθος. Θέλω να το κάνω, αλλά δεν μπορώ”. Και είχε δίκιο, ήταν κάτι που τον ξέσκιζε, ήταν συναισθήματα που τον κατέκλυζαν».

  Η “Little Scarlet” είναι η ιστορία της δολοφονίας μιας νεαρής μαύρης και της διαδρομής του Ίζυ Ρόουλινς, για την ανακάλυψη του δολοφόνου της. Αλλά, πριν και πάνω από όλα, είναι η εξιστόρηση δύο αλληλομισούμενων κόσμων, των WASPs (White Anglo Saxon Protestants) από τη μία και των blacks, ή niggers, ή Afro-Americans, από την άλλη. “«Επιθεωρητής Μέλβιν Σαγκς», είπε ο άντρας. Έτεινε το χέρι του. Το κοίταξα. Ελάχιστοι αστυνομικοί έχουν προσφερθεί για χειραψία μαζί μου. Τεντωμένα χέρια του νόμου κρατώντας συνήθως ξύλινα γκλομπ και πιστόλια, χειροπέδες και εντάλματα, αλλά σπάνια για χαιρετισμό και ποτέ σε ένδειξη ισότητας(σελ. 15).

  Περίεργος αυτός ο επιθεωρητής, να θέλει να σφίξει το χέρι του Ίζυ. Και δύσκολος ο συγχρωτισμός με τον Σαγκς, “Ήταν αστυνομικός λόγω παράδοσης κι εγώ ήμουν εγκληματίας λόγω χρώματος”(σελ. 267). Όμως, ο Σαγκς θα προσεγγίσει τον Ίζυ, για …βοήθεια. Μία νεαρή μαύρη, η Νόλα Πέιν – “Little Scarlet”, για τους φίλους – έχει βρεθεί δολοφονημένη, στο δωμάτιό της? όχι το τυπικό θύμα των ταραχών, εκείνων των ημερών. Κάποιος πρέπει να ψάξει μέσα στο άδυτο των μαύρων. Ένας λευκός; Ό,τι το πιο ακατάλληλο. Και η LAPD (η Αστυνομία του Λος Άντζελες) θα επιλέξει τον Ίζυ. Τελικά, όχι και τόσο περίεργος, αυτός ο επιθεωρητής…

  Πρώτο βήμα του Ίζυ: Η επίσκεψη, στο νοσοκομείο, της θείας της νεκρής. Υπό καθεστώς σοκ και τυλιγμένη στον ζουρλομανδύα, “για να μην κάνει κακό στον εαυτό της”, θα ψελλίσει για έναν λευκό που, κυνηγημένος από τους μαύρους διώκτες του και αιμόφυρτος, θα βρει καταφύγιο στο διαμέρισμα της ανιψιάς της. Η μαρτυρία της θείας, ένα παραληρηματικό μπέρδεμα, θα δείξει τον δολοφόνο στο πρόσωπο του λευκού που η Νόλα “προσπάθησε να σώσει(σελ. 36). Η Νόλα που ξυλοκοπήθηκε, στραγγαλίστηκε και μετά πυροβολήθηκε.                 

  Και ο Ίζυ, για τα καλά στο κυνήγι του δολοφόνου, με μία συστατική επιστολή της αστυνομίας στην τσέπη, ένα πάσο για τις λευκές γειτονιές, που θα τον σώσει πάνω από μία φορά, από την καχυποψία των αστυνομικών περιπόλων.

  Η έρευνα θα ξεκινήσει για την ανεύρεση ενός μάρτυρα στον  ξυλοδαρμό και την καταδίωξη του λευκού. Αυτού που κατέφυγε στην Πέιν. Ο Ίζυ, θα τον βρει. Όχι πριν χρειασθεί να γρονθοκοπήσει έναν τοπικό μάγκα, αλλά και να διασταυρωθεί με τη Ζουάντα, μια μαύρη κούκλα στα μισά του χρόνια, που θα τον στοιχειώνει μέχρι το τέλος της ιστορίας, τον ίδιο, όπως και τη σχέση του με τη Μπόνι. Η μόνη πληροφορία άξια λόγου που ο Ίζυ θα καταφέρει να αποσπάσει από τον μάρτυρα είναι το όνομα αυτού που οικειοποιήθηκε τη Ford του λευκού φυγάδα: “Λόβερμποϊ…Είναι διάσημος εδώ γύρω. Ζει κλέβοντας αυτοκίνητα…Ο Λόβερμποϊ και αυτός ο άλλος τύπος το έκλεψαν το γαμημένο” (σελ. 77).  Η γειτονιά των αγγέλων…

  Βρίσκει τον Λόβερμποϊ. Με τη βοήθεια του “Ποντικού”, επώνυμου δολοφόνου, διακινητή πλιάτσικου και επίλεκτου φίλου. Και θα πάρει από το αυτοκίνητο ό,τι έγγραφο υπήρχε στο ντουλαπάκι… Αλλά θα μένει με την απορία: Η Νόλα πυροβολήθηκε. Η ίδια δεν είχε πιστόλι. Αν αυτό ανήκε στον λευκό που η Νόλα βοήθησε, τότε γιατί αυτός δεν το χρησιμοποίησε όταν η συμμορία των μαύρων του επιτέθηκε; (σελ. 138).

 Και θα συναντήσει τον Πήτερ Ρόουν, ιδιοκτήτη της Galaxy 500, …ερωτευμένο με τη Νόλα Πέιν, έτοιμο να χωρίσει για να την παντρευτεί, “…ίσως ο μόνος λευκός άντρας στο Λ. Α. που ήθελε να οδηγήσει μέσα στο Γουότς, για να σώσει μια μαύρη γυναίκα από τις ταραχές(σελ. 151). Η συνδρομή του Ρόουν, θα είναι το όνομα του μαύρου οδηγού που τον φυγάδευσε από το διαμέρισμα της Νόλα: Πιέντμοντ.

  Τα συγκοινωνούντα δοχεία της μιζέριας και ο Ίζυ θα ανακαλύψει τον Πιέντμοντ, μέσω της Ζουάντα. Συνδρομή, έναντι ανταλλάγματος, “«Θα με φιλήσεις μία φορά;». «Έχω δύο παιδιά…, τρία, αν υπολογίσεις και την κόρη που έφυγε με τη μητέρα της πριν από έντεκα χρόνια». «Μόνο ένα φιλί και πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα μου τηλεφωνήσεις τουλάχιστον άλλη μία φορά»” (σελ. 163). Και ο Mosley που παντρεύει το μόλις ελεγχόμενο συναίσθημα με την ανεξέλεγκτη βία, χωρίς το ένα από τα δύο, ή και τα δύο, να ακούγονται παροξύτονα.       

Αποκάλυψη, ο Πιέντμοντ! Θα περιγράψει στον Ίζυ τη σκηνή της φυγάδευσης του Ρόουν:

  “«Κατέβηκε η Νόλα να τον δει να φεύγει;»

  «Ναι, Έτσι νομίζω. Εννοώ, εκείνος χαιρέτησε προς την είσοδο, αλλά αυτή δεν βγήκε έξω».

  «Είδες τίποτε άλλο;»

  «Όχι φίλε. Ήταν τρεις το ξημέρωμα. … Κανείς άλλος δεν ήταν έξω εκτός από μένα κι εκείνο το λευκό αγόρι (ο Ρόουν)… κι έναν άστεγο που έσπρωχνε ένα καροτσάκι, ο οποίος ζει σε μια άδεια αποθήκη στο τέλος του δρόμου”.         

  Για μια στιγμή τα έβλεπα όλα λευκά. Ήταν σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός και τα πάντα ήταν κατάλευκα και λαμπερά.

  «Ποιος γέρος άστεγος;» ψιθύρισα.

  «Δεν ξέρω το όνομά του. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζει σε μια παράγκα από χαρτόκουτα κάπου στην Γκρέιπ»(σελ. 174).

 

  Εδώ, ο Mosley βιάζεται λίγο? έως αρκετά. Έχει ήδη τον δολοφόνο: “Θυμήθηκα μερικούς μήνες πριν μια νεαρή γυναίκα που λεγόταν Τζάκι Τζέι και το αγόρι της από τη Μέση Ανατολή, τον Μούσα Τάνους. Η Τζάκι είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου και οι μπάτσοι νόμιζαν πως ο δολοφόνος ήταν ο Μούσα. Αλλά εγώ κατέληξα να πιστεύω ότι το είχε κάνει ένας αλήτης άστεγος που λεγόταν Χάρολντ… Η αστυνομία δεν με πίστεψε και δεν είδα ποτέ ξανά τον Χάρολντ. Αλλά ήμουν πεπεισμένος ότι αυτός σκότωσε την Τζάκι, επειδή νόμιζε πως ο Μούσα ήταν λευκός και ήθελε να εκδικηθεί τις μαύρες γυναίκες που τολμούσαν να γίνουν ερωμένες λευκών αντρών… (σελ. 176). Και στην αμέσως επόμενη σελίδα, ο Ίζυ θα εκμαιεύσει από κάποιον αλήτη το όνομα του αστέγου έξω από το σπίτι της Νόλα: “Χάρολντ”!

  Με διαφορά, οι δύο πιο “εύκολες” σελίδες το βιβλίου…

  Ο Ίζυ θα ενημερώσει τον επιθεωρητή Σαγκς, σχετικά με τον Χάρολντ. Όχι όμως και για τον Πήτερ Ρόουν. Χαρακτηριστική η αντίδραση του Σαγκς όταν ακούει ότι δεν υπάρχουν νεότερα για τον “λευκό που έμεινε με τη Νόλα”: “«Καλά», είπε, «ίσως είναι καλύτερα έτσι. Το γραφείο του Τζόρνταν δεν θα νοιαστεί και πολύ για τις θεωρίες μας για κάποιον μαύρο Τζακ Αντεροβγάλτη εδώ γύρω. Όχι, κύριε, σίγουρα δεν θα νοιαστεί»…(σελ. 184). Σαφές

Ο μύθος μοιάζει να μπλοκάρει, εδώ. Ο Mosley χρειάζεται να βοηθήσει τον Ίζυ, στην ανακάλυψη του Χάρολντ. Και θα βρει τον διαβολεμένα έξυπνο, μαύρο κομπιουτερά Τζάκσον, φίλο του Ίζυ, που θα εικάσει, με σκανδαλώδη ακρίβεια, για το πού μπορεί να συχνάζει ο Χάρολντ. Ακόμη μία “εύκολη σελίδα, για τον Mosley…

  Στο “Καταφύγιο του Μπιλ”, λοιπόν και σε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου: “…Υπήρχαν παντού καρέκλες και άντρες επίσης – μαύροι άντρες κάθε απόχρωσης και ηλικίας και κατάστασης απελπισίας… Ένας άντρας είχε μια έντονη συζήτηση με τον εαυτό του δίπλα σε ένα παράθυρο κλεισμένο με σανίδες…  Ανάμεσα στις οσμές και την απελπισία, το σκοτάδι και τις φωνές ένιωσα τον εαυτό μου να πιέζεται, σαν να προσπαθούσε το δωμάτιο να με απορρίψει… Καταγόμουν από πολλά μέρη. Μπατόν Ρουζ, Νέα Αϊμπίρια, Νέα Ορλεάνη, Χιούστον, Γκάλβεστον και πολλές άλλες πόλεις. Είχα πάει στην Αφρική, την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και κάποιος με είχε πυροβολήσει τουλάχιστον μία φορά σε κάθε τοποθεσία… Δώσαμε τα χέρια και τους εφοδίασα τσιγάρα. Καπνίσαμε όλοι και μιλήσαμε για τους δρόμους. Είπα ψέματα. Είπαν ψέματα. Γελάσαμε όλοι. Και σιγά σιγά συνήθισα τη ζέστη και τα φως, τις μυρωδιές και την απελπισία…” (σελ. 205/209/ 210). Και ο Χάρολντ, άφαντος… Όχι, όμως, ότι ο Ίζυ θα φύγει άπρακτος από το καταφύγιο: Ένα πυρετικό, όσο και επικίνδυνο, ψάξιμο, στο αρχείο διευθύνσεων των τροφίμων του Μπιλ, θα δώσει έξη επίθετα, πλάι στο όνομα “Χάρολντ”!      

  Ο ρυθμός επιταχύνεται. Πρώτα, ο επιθεωρητής Σαγκς. Θα επισκεφθεί τον Ίζυ, με 21 αναφορές δολοφονιών μαύρων γυναικών. “Πολλές από αυτές γνώριζαν λευκούς άντρες(σελ. 230). Οι περισσότερες δολοφονίες παρέμεναν ανεξιχνίαστες. Σε άλλες, ο ένοχος είχε καταδικασθεί. Ο ένοχος;

  Όλοι θα βαλθούν να βοηθήσουν τον Ίζυ στην έρευνά του για τον Χάρολντ. Οι πληροφορίες τους δεν θα είναι πάντα χωρίς κόστος για τον Ίζυ. Ο δαιμόνιος φίλος του, ο Τζάκσον, για παράδειγμα, θα τον στείλει στον λάθος Χάρολντ, και ο Ίζυ, μετά από ένα περίπου θανάσιμο ξυλοκόπημα, θα γλυτώσει τη ζωή του, στο παρά ελάχιστα… Θα αναλάβει μόνο μετά την επέμβαση της μάγισσας Μάμα Τζο (βλ. πιο κάτω, απόσπασμα Νο 3).

  Ίζυ και Σαγκς, καθυστερούν και ο νευρικός Αρχηγός Τζόρνταν, αδημονεί. Θα τους δώσει 48 ώρες, οπότε: «…είτε θα έχετε έναν δολοφόνο σε κελί ώς τότε είτε θα βάλω τους δικούς σας κώλους μέσα. Και των δύο» (σελ. 265).

Η βοήθεια της Μπόνι  θα αποδειχθεί η πλέον ουσιαστική. Θα στείλει το ζευγάρι Ίζυ/Σαγκς στο σπίτι κάποιου Πάουντστόουν που νόμιζε πως η σύζυγός του – Όστενμπεργκ το πατρικό της –  είχε κάποτε μία υπηρέτρια, η οποία είχε έναν γιο που τον έλεγαν Χάρολντ και που η σύζυγος διόρθωσε, στο επόμενο τηλεφώνημα της Μπόνι, ότι λεγόταν Χάρισον, όχι Χάρολντ, και που δεν είχε νέα τους εδώ και χρόνια και που κάτι στον τρόπο που ακουγόταν δεν άρεσε στη Μπόνι! Τόσο σαφές!

  Οι Ίζυ/Σαγκς επισκέπτονται την κυρία Όστενμπεργκ και ο (πολύ) προσεκτικός αναγνώστης θα νοιώσει περίεργα, με την περιγραφή της: “Η λευκή γυναίκα που απάντησε ήταν μικροσκοπική. Φορούσε ένα άχαρο μπλε πουλόβερ και μια ανθρακί φούστα. Φορούσε επίσης ένα φανταχτερό μαύρο ψάθινο καπέλο και γάντια. Ήταν μεσημέρι και δεν έδειχνε πως ήταν έτοιμη να βγει έξω, αλλά ήταν αρκετά μακιγιαρισμένη για να πρωταγωνιστήσει σε όπερα. Τα αυτιά της θα ταίριαζαν σε έναν χοντρό άνθρωπο, πέντε φορές πιο ογκώδη από αυτήν”…(σελ. 272). Η Όστενμπεργκ θα επιμείνει στο όνομα Χάρισον. Θα δώσει και το όνομα της μητέρας του, «Χάνεϊ». Και το επίθετό της, «Ντιβάιν», είπε, αλλά δεν το πίστευε. «Χάνεϊ Ντιβάιν. Άκουσα ότι πέθανε πριν από λίγα χρόνια»(σελ. 273). Θα ανταλλάξουν τρεις κουβέντες μαζί της. Θα εγκαταλείψουν. Ο Σαγκς θα φύγει. Ο Ίζυ θα επιστρέψει. Και ό,τι δεν άκουσαν από την Όστενμπεργκ, θα το μάθει από τη γειτόνισσά της. Όπως ότι το όνομα του γιου της Χάνεϊ ήταν Χάρολντ. Όπως, ότι το επώνυμο της Χάνεϊ ήταν Μέι. Όπως ότι η Χάνεϊ, «…Μια μέρα απλώς έφυγε. Δεν πήρε τον μικρό Χάρολντ μαζί της». Τον είχε παρατήσει με την Όστενμπεργκ, «…και πολύ χριστιανικό εκ μέρους της, …αλλά ντρεπόταν να ξέρει ο κόσμος ότι εκείνη μεγάλωνε ένα έγχρωμο παιδί. Δεν τον πήγαινε καν σχολείο…» (σελ. 278).

  Και  Ίζυ θα αντεπιτεθεί. Θα καλέσει την Όστενμπεργκ, «Πρέπει να σε συναντήσω, πρέπει να σου μιλήσω σχετικά με τον γιο σου»! Θα την εκβιάσει με αποκαλύψεις και θα την καλέσει στο γραφείο του. “Φορούσε ακόμη εκείνη τη γκρίζα φούστα και είχε προσθέσει μια μελαχροινή περούκα. Στο πρόσωπό της υπήρχε αρκετή πούδρα για να ζυμώσεις ψωμί και τα χείλη της ήταν σαν να είχαν βαφτεί με κόκκινο βερνίκι νυχιών. Αντί να προσπαθεί να φαίνεται λευκή, έδειχνε περισσότερο σαν να επιχειρούσε να περάσει για μέλος μιας χαμένης φυλής κλόουν (σελ. 286). «Σας φαίνομαι μαύρη γυναίκα;». «Μοιάζεις σαν γιαγιά του κλόουν Μπόζο». Θα επιμείνει ότι θέλει τον Χάρολντ. «Γιατί τον θέλετε τόσο πολύ;». «Γιατί σκοτώνει μαύρες γυναίκες που είναι με λευκούς άντρες»… Όμως εκείνη θα επιμείνει ότι δεν ξέρει πού είναι ο Χάρολντ, «Με άφησε όταν ήταν δώδεκα χρονών. Δεν τον έχω δει από τότε» (σελ. 291).

  Επόμενος σταθμός του Ίζυ: Η Χάνεϊ Μέι, η παλιά υπηρέτρια της Όστενμπεργκ. Και η ακτινογραφία του Χάρολντ, από την ίδια. Αυτήν που «…τον κρατούσα στην αγκαλιά μου όταν δεν μπορούσε καν να μπουσουλήσει ακόμη», και «…αλλά του πήγαν όλα τόσο άσχημα», και «…αλλά δεν είπα ποτέ ψέματα στον Χάρολντ. Του είπα ότι η κυρία Όστενμπεργκ ήταν η μητέρα του» (σελ.296). Η Χάνεϊ Μέι που θα πληροφορήσει τον Ίζυ για το πού συχνάζει ο Χάρολντ. Κι αυτό αφότου ο ντετέκτιβ την έπεισε ότι ο “γιος” της “θα συνέχιζε να σκοτώνει γυναίκες ώσπου να πεθάνει”.

  Και ο Ίζυ θα φλερτάρει με τον θάνατο. Αφού θα γλυτώσει, αμέσως μετά, από μία ανθρωποκτόνο απόπειρα, στο γραφείο του. “Όταν θρυμματίσθηκε το ξύλο του δοκαριού της πόρτας πάνω από το κεφάλι μου, νόμιζα ότι ήταν κάτι που έπεσε. Αλλά από πού; Μετά, το παιδικό πιστόλι με καψούλια εκπυρσοκρότησε, κι άλλο θρυμματισμένο ξύλο και ένας αστραπιαίος πόνος στον αριστερό μου δικέφαλο… Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς την πόρτα ουρλιάζοντας μαινόμενος σαν σε αρχαίο πόλεμο… Έπεσα με δύναμη πάνω στην πόρτα της σκάλας, χτυπώντας κάποιον που γρύλισε και έπεσε πίσω. Το πιστόλι βρόντηξε στο πάτωμα και είδα φευγαλέα τον ώμο του άντρα” (σελ. 310). Ο δράστης; Μπορείτε να στοιχηματίσετε… Πάντως, κατά τον Ίζυ, «Ένας άντρας που κυνηγάω. Ένας άντρας που δολοφονεί μαύρες γυναίκες, επειδή αγαπάνε λευκούς. Αυτός τράβηξε τη σκανδάλη, αλλά η μητέρα του γέμισε το όπλο» (σελ. 317). Και ο Ίζυ θα κινηθεί προς τα εκεί που πρέπει. Αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Οι αστυνομικοί που θα προστρέξουν στο σπίτι της Όστενμπεργκ θα την βρουν νεκρή. Το όπλο του Χάρολντ, πλάι της… Και, ο ίδιος, εξαφανισμένος.

 Η κάθαρση, στο σπίτι της Χάνεϊ Μέι. Όπου ο Ίζυ θα πάει συνοδεία του “Ποντικού”, του επώνυμου δολοφόνου, διακινητή πλιάτσικου και επίλεκτου φίλου. Ο Mosley θα πάρει τη μπουκιά από το στόμα του Ίζυ. Και ο Χάρολντ θα κείτεται νεκρός στον καναπέ της Χάνεϊ, μπουκωμένος με “υπερβολική δόση φαινοβαρβιτάλης” που η Μέι είχε φροντίσει να του προσφέρει με το ποτό του, αμέσως μετά και την ομολογία του ότι μόλις είχε σκοτώσει τη μητέρα του. Διαδικαστικά, τα υπόλοιπα. Το ζεύγος Ίζυ/ “Ποντικός” θα φυγαδεύσουν το πτώμα στη αποθήκη όπου έμενε ο Χάρολντ και όταν ο Αρχηγός Τζόρνταν, απευθυνόμενος στο Ίζυ, πει «Ο ιατροδικαστής λέει ότι ο Χάρολντ δηλητηριάστηκε, ότι σκοτώθηκε κάπου αλλού και μεταφέρθηκε σε εκείνη την αποθήκη στην Γκρέιπ», ο άλλος θα απαντήσει, «Αλήθεια;»… (σελ. 243).

  Ο Mosley φαίνεται να είναι ο “καθ’ ύλην αρμόδιος” να μιλήσει, για τα γεγονότα στο Watts, το 1965. Ξέρει για τι γράφει. Ξέρει γιατί είδε, άκουσε και αισθάνθηκε, εκείνη την καταραμένη εβδομάδα των εμπρησμών, της λεηλασίας και της αντιπαράθεσης με τα όργανα και την έννοια της Τάξης. Της Τάξης, στη λευκή εκδοχή της. Θα κινήσει τη “Little Scarlet”, σε δύο επίπεδα. Αυτό των γεγονότων στους δρόμους και αυτόν της έρευνας για την ανακάλυψη του δολοφόνου, περνώντας από τους διαύλους της μιζέριας των εγχρώμων, της γονιδιακής απέχθειας εκ μέρους των λευκών και της αμοιβαίας καχυποψίας. Το πάντρεμα των επιπέδων δεν είναι εύκολο. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο Mosley γλιστράει συχνά σε έναν εμφαντικό διδακτισμό, με τη μορφή εκτενών μονολόγων, επιλέγοντας την αναφορά, έναντι της εικόνας. Από την άλλη, η πορεία του ήρωά του, ανάμεσα σε αποκαΐδια πραγμάτων και ανθρώπων, καταφεύγει – όχι συχνά, αλλά καίρια – σε κάποιες “ευκολίες”, εκεί που ο μύθος του μοιάζει να μπλοκάρει. Το ίδιο και με κάποιες λεπτομέρειες που ακούγονται υπερβολικές. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, μία μαύρη να υποδύεται τη λευκή πίσω από ένα εξεζητημένο μακιγιάζ. Κι αυτό, επί δεκαετίες.

Αλλά τα βιβλία δεν είναι γραμμένα για να διαβάζονται πίσω ή κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό (αν και ο αναγνώστης, ειδικά του αστυνομικού μύθου, δεν είναι κακό να κρύβει έναν στην πίσω τσέπη του). Υπ’ αυτήν τη γωνία, η “Little Scarlet” – για το αληθοφανές, αν όχι την ακρίβεια, της ατμόσφαιρας που μεταφέρει, για τον ήρωα που ακροβατεί ανάμεσα στην καθημερινότητα της άκρατης βίας και τη νιρβάνα των δικών του ανθρώπων, για τη σύζευξη της ακραίας επιθυμίας με την παλιομοδίτικη εντιμότητα, για την αληθοφάνεια των διαλόγων της, για το άχροο του ψόγου (μαύροι και λευκοί μοιράζονται ισότιμα μερίδια ευθύνης) – έχω την αίσθηση ότι διαθέτει κάτι ενισχυτικό του λογοτεχνικού στοιχείου. Η “Little Scarlet” συνιστά  μαρτυρία.

 

  Επέλεξα τρία αποσπάσματα από το βιβλίο.

  Τα πρώτα δύο εστιάζουν στο “μαύρο” πρόβλημα. Το γεγονός ότι διηγούνται ιστορίες παλιές, μισού αιώνα πίσω, δεν υπολείπεται σε επικαιρότητα αυτών που συμβαίνουν, επώδυνα συχνά και πρόσφατα. Η αφορμή των γεγονότων του Watts, η σύλληψη ενός μεθυσμένου μαύρου οδηγού, συνιστά πταίσμα, έναντι των δολοφονιών αφροαμερικανών ενηλίκων ή και ανηλίκων, από την αστυνομία, σήμερα. Αν για τους εκτός Αμερικανικής καθημερινότητας αυτό συνιστά μία εξαιρετικά  εύθραυστη ισορροπία, ποιος από τους αυτόχθονες θα στοιχημάτιζε για την αναίμακτη διαιώνιση του φαινομένου;

 Το τρίτο απόσπασμα εισάγει τον αναγνώστη στην αθέατη νέγρικη πλευρά, που ο Mosley, ανατόμος ιχνηλάτης, αναπτύσσει μαστορικά:

 

  1. (σελ. 59/60):

   Μιλάει, ο Ίζυ:

   «Είναι σκληρό μέρος, Άντα. Έχεις εργαζόμενους άντρες και γυναίκες, όλους κλεισμένους πίσω από έναν φράκτη, που μελαγχολούν γι’ αυτά που βλέπουν και δεν μπορούν να έχουν. Σχεδόν όλοι δουλεύουν για έναν λευκό. Κάθε παιδί μεγαλώνει πιστεύοντας ότι μόνο οι λευκοί μπορούν να κάνουν πράγματα, να κυβερνούν χώρες, να έχουν ιστορία. Κατάγονται όλοι από τον Νότο. Προέρχονται όλοι από ένα ρατσιστικό περιβάλλον τόσο άσχημο, που δεν ξέρουν καν πώς είναι να περπατάς με το κεφάλι ψηλά. Αγχώνονται όταν η αστυνομία περνάει δίπλα τους. Θυμώνουν όταν τα παιδιά τους σέρνονται αλυσοδεμένα.

   »Σχεδόν κάθε μαύρος άντρας, γυναίκα και παιδί που γνωρίζεις νιώθει αυτήν την οργή. Αλλά δεν το εξέφρασαν ποτέ, οπότε δεν το έμαθες ποτέ. Αυτή η ταραχή το βροντοφώναξε για πρώτη φορά. Αυτό είναι όλο. Τώρα ειπώθηκε και τίποτε δεν θα είναι το ίδιο ποτέ ξανά. Είναι για καλό μας, ανεξάρτητα από το τι χάσαμε. Και θα μπορούσε να είναι καλό και για τους λευκούς επίσης. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβη εδώ».       

 

  1. (σελ. 91):

  Μιλάει ο Ίζυ:

  «……..Αλλά αν κατέβεις στο Γουότς ή στον Πέμπτο Τομέα ή στο Χάρλεμ, κάθε ψυχή που θα συναντήσεις έχει απειληθεί και ξυλοκοπηθεί και φυλακιστεί. Αν έχεις παιδιά θα φάνε ξύλο. Και όσο πίσω μπορείς να θυμηθείς, υπάρχει ένας ξυλοδαρμός που σε περιμένει. Οπότε, όταν δεις να σταματάνε μπάτσοι έναν άντρα και κάποια φτωχή μητέρα να κλαίει για να τον αφήσουν, σε αγγίζει. Δεν γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα, δεν ξέρεις αν ο άντρας που συλλαμβάνεται έχει κάνει κάτι κακό. Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί τα έχεις περάσει κι εσύ στο παρελθόν. Και οποιοσδήποτε γύρω σου τα έχει περάσει στο παρελθόν. Και κάνει ζέστη και είσαι απένταρος και οι άνθρωποι σου φέρονται έτσι λόγω του δέρματός σου για περισσότερα χρόνια απ’ όσα η μητέρα  της μητέρας σου μπορεί να θυμηθεί».

  Υπήρχαν δάκρυα στη φωνή μου, αν όχι στα μάτια μου και η Μπόνι έκλαιγε επίσης. Έβαλε τα χέρια της στους πήχεις μου αφήνοντας τη ζεστασιά της να βυθιστεί στο δέρμα μου. Δεν μιλήσαμε για πολύ ώρα μετά από αυτό.

  1. (σελ. 252/255):

  “Δεν ξέρω πώς ήταν η οδήγησή μου, αλλά μερικές κόρνες ούρλιαξαν στη διαδρομή. Πιθανόν είχα διανύσει ένα μίλι ή και περισσότερο όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα προς τα πού πήγαινα. Ο λάθος Χάρολντ μου είχε χαλάσει την πρόσοψη, όπως συνήθιζαν να λένε οι νέοι εκείνη την εποχή. Παρέπαια στο κάθισμα, οδηγώντας το αμάξι μου σαν να ήταν βάρκα.

  Πρέπει να γέλασα πάρα πολύ παρ’ όλον αυτό τον πόνο. Τόσοι πολλοί νέοι βγαίνουν στον δρόμο ψάχνοντας για καβγά. Μιλάνε για το πώς χτύπησαν κάποιον βλάκα που τους έβρισε ή τους πρόσβαλε. Αλλά το μόνο που θα χρειάζονταν ήταν ένα καβγάς με κάποιον σαν τον λάθος Χάρολντ και όλες οι ηρωικές αντιλήψεις τους περί τσακωμών του δρόμου θα έκαναν φτερά. Δεν κέρδισα τον μεγαλόσωμο άσχημο άντρα. Το μόνο που έκανα ήταν να τον εμποδίσω να με ποδοπατήσει μέχρι θανάτου. Έσωσα τη ζωή μου, αλλά θα είχα πόνους και μελανιές για να μου υπενθυμίζουν τη βλακεία μου για περισσότερο από έναν μήνα. Όχι. Δεν υπήρχε τίποτε το ένδοξο στο να σε πετάνε από δω κι από κει σαν πάνινη κούκλα και να σε χτυπάνε τόσο δυνατά που να σου μένει η γεύση των χτυπημάτων στο στόμα.

  Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τηλέφωνο ή να τριγυρνάω κάνοντας ερωτήσεις. Είχα ένα τεράστιο καρούμπαλο πάνω από το δεξί μου μάτι και το κάτω χείλος μου ήταν επίσης πρησμένο. Οδήγησα προς το Κρόμπτον, στην οδό Τάκερ. Ήταν αδιέξοδο με μια σειρά από δέντρα αβοκάντο εκεί όπου θα έπρεπε να συνεχίζει ο δρόμος. Έκανα στην άκρη και πάρκαρα ανάμεσα σε δύο δέντρα με σκούρα φύλλα. Άνοιξα την πόρτα και εκείνη στεκόταν εκεί. Ψηλή και με μαύρο δέρμα, γοητευτική με λάμψεις ομορφιάς, απομεινάρια μιας ένδοξης νιότης, η Μάμα Τζο ήταν σαν ένας αφρικανικός μύθος που ζωντάνεψε στον Νέο Κόσμο, όπου κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει σε αυτήν παρά μόνον αν αισθανόταν τη μαγική της δύναμη.

  «Αναρωτιόμουν πότε θα έφτανες εδώ», είπε με βαθιά φωνή που δεν ήταν ολότελα αντρική ούτε γυναικεία.

  «Είναι θαύμα που τα κατάφερα», είπα”.

  Άνοιξα τελείως την πόρτα και προσπάθησα να την φτάσω. Με τράβηξε από τα μπράτσα μέχρι να σταθώ όρθιος. Μετά με στήριξε, βοηθώντας με να προχωρήσω μέσα από τα δέντρα, ώσπου φτάσαμε στην καλύβα της.

  Η Μάμα Τζο ζούσε πάντα σε κρυμμένα μέρη. Μεγάλωνε αρμαντίλο και έτρωγε νοστιμιές όπως κρέας αλιγάτορα και καρχαρία. Έφτιαχνε γιατροσόφια και φίλτρα για ταλαίπωρους προληπτικούς μαύρους ανθρώπους κι αν ήθελες μπορούσε να σου πει τη μοίρα σου.

  Δεν της είπα ποτέ να διαβάσει το δικό μου μέλλον, αλλά είχε πει ότι δεν θα το έκανε ακόμη κι αν της το ζητούσα.

  «Δεν είσαι το είδος του ανθρώπου που θα πρέπει να ξέρει τι τον περιμένει», μου έλεγε. «Δεν θα κάνει καμία διαφορά και έχεις πολλά πράγματα να κάνεις για να σε καθυστερεί αυτή η σκέψη».

  Με βοήθησε να φτάσω μέσα στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού της και με ξάπλωσε σε ένα στρώμα στο πάτωμα.

  Εκείνη την εποχή η Τζο ήταν πάνω από εξήντα. Αλλά εξακολουθούσε να έχει τη λάμψη που με οδήγησε να κάνω έρωτα μαζί της όταν δεν είχα βγει ακόμη από την εφηβεία μου. Μερικές φορές αναρωτιέμαι ακόμη πώς θα ήταν τα πράγματα αν είχα μείνει μαζί της, όπως μου είχε ζητήσει.

  Την κοίταζα να κάθεται στο μακρύ δρύινο τραπέζι της αναμειγνύοντας σκόνες σε ένα ξύλινο δοχείο.

  «Τζο», είπα.

  «Ξεκουράσου, μωρό μου», μου είπε κάνοντάς με να σωπάσω.

  Ήταν ζεστή μέρα, αλλά το σπίτι της Τζο ήταν δροσερό, καλυμμένο όπως ήταν από τη σκιά μιας ντουζίνας δέντρων. Και επίσης ήταν εν μέρει βυθισμένο στο έδαφος. Το πάτωμα ήταν τουλάχιστον δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης.

  Επί πλέον, ήταν σκοτεινά εκεί μέσα. Κεριά και φαναράκια φώτιζαν το σπηλαιώδες μέρος. Ένα ράφι πάνω από το κεφάλι της είχε διάφορα κρανία ζώων. Ένα από αυτά ήταν ανθρώπινο, του πρώτου εραστή και πατέρα του γιου της, που λέγονταν και οι δύο Ντόμακιου.

  Η Τζο ήταν μια γυναίκα με εξαιρετική δύναμη και γνώση: μία μάγισσα υπό οποιαδήποτε έννοια οποιασδήποτε περιόδου της ιστορίας της ανθρωπότητας.

  Πήρε ένα βρώμικο πράσινο μπουκάλι και έχυσε το πρασινωπό υγρό του στο ξύλινο δοχείο. Μου σήκωσε το κεφάλι για να πιω κι εγώ υπάκουσα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που μου έδινε, ήξερα πως θα ήταν καλό. Το ήξερα, γιατί μια φορά μου είχε σώσει τη ζωή και σε μια άλλη περίσταση είχε κυριολεκτικά αναστήσει τον Ποντικό.

  Τα πράγματα θόλωσαν λίγο αφότου ήπια το μείγμα, το οποίο ήταν ταυτοχρόνως γλοιώδες και αλευρώδες. Τη θυμάμαι να τοποθετεί κομπρέσες στο κεφάλι και το στόμα μου.

  Νόμιζα ότι είδα ένα τεράστιο μαύρο πουλί να απλώνει τα φτερά του πάνω από ένα κλαδί πίσω της.

  «Ίζυ Ρόουλινς!» άκουσα να αναφωνεί ο παραμορφωμένος γιος της, όπως συνήθιζε οποτεδήποτε με έβλεπε.

  Κοιτούσα τη σκεπή, αλλά αυτή εξαφανίστηκε αργά. Από πάνω μου υπήρχαν δέκα χιλιάδες αστέρια σε μαύρο φόντο. Ο αέρας στα ρουθούνια μου ήταν τσουχτερός και κρύος και ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος σε ολόκληρο τον κόσμο, σωσμένος από τον πόνο του μίσους και την οδύνη της αγάπης.

  Τα γεγονότα των δύο τελευταίων εβδομάδων  – οι ταραχές, ο θάνατος της Νόλα Πέιν, η αναζήτηση του Χάρολντ του γυναικοφονιά και οι αναμνήσεις του ερεθισμού μου από τη Ζουάντα, όλα ήρθαν ταυτοχρόνως και με στριφογύρισαν σαν ένα πουλί που το χτύπησε πέτρα. Στροβιλιζόμουν  στον ουρανό, βλέποντας στιγμιότυπα από τα πάντα – εκτός ελέγχου.

  Μετά συντρίφτηκα. Για μια στιγμή ο πόνος από τον καβγά μού ήταν αβάσταχτος, μετά δεν ένιωθα τίποτα και μετά δεν ήξερα τίποτα.

 

Επίμετρο

Watts, Los Angeles, 11-17.8.1965

  Στις 11 Αυγούστου του 1965, ένας αφροαμερικανός συλλαμβάνεται να οδηγεί μεθυσμένος, στη γειτονιά Watts, του Λος Άντζελες. Το μικρής έκτασης επεισόδιο κλιμακώθηκε σε μία τρομακτικής έντασης αντίδραση της τοπικής μειονότητας των μαύρων, που, μετά από 6 ημέρες εμπρησμών και λεηλασίας, άφησε πίσω της 34 νεκρούς και εκατοντάδες επιχειρήσεις, κυρίως λευκών, κατεστραμμένες, ενώ χρειάστηκε η επέμβαση περίπου 4000 ανδρών της Εθνοφυλακής της Καλιφόρνια, σε ενίσχυση της τοπικής αστυνομίας. Οι ζημιές υπολογίστηκαν σε $40 εκατομμύρια (σε τιμές 1965). Ως αιτία των ταραχών θεωρήθηκε η διαμαρτυρία για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας της μαύρης μειονότητας, αν και οι έρευνες που ακολούθησαν υπέδειξαν ρατσιστική συμπεριφορά της τοπικής αστυνομίας. Τα γεγονότα του Watts ήσαν τα σοβαρότερα του είδους, μέχρι τις μειονοτικές ταραχές του Rodney King (30.4-4.5.1992), με απολογισμό 53 νεκρούς και ζημιές $1 δισεκ. (σε τιμές 1992), στο Νότιο Λος Άντζελες, αλλά και στο Κέντρο της πόλης.

 

  Αν και το Λος Άντζελες δεν προέβαλλε de jure θέσεις, σχετικές με τις φυλετικές διακρίσεις, εν τούτοις επέβαλλε φυλετικούς περιορισμούς, σχετικούς με την ενοικίαση και την αγορά ακινήτων σε συγκεκριμένες περιοχές, παρά το γεγονός ότι οι περιορισμοί αυτοί είχαν κριθεί παράνομοι, από το 1948. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η πόλη ήταν ήδη γεωγραφικά κατατμημένη, σε εθνότητες, ενώ στη δεκαετία του 1920 ίσχυαν, ήδη, οι πρώτες περιοριστικές συνθήκες στην αγορά των ακινήτων.

  Κατά την έκρηξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, Αφροαμερικανοί και Ασιάτες κάλυπταν το 95% του Μείζονος Λος Άντζελες. Φυλετικές μειονότητες που επέστρεψαν από τον πόλεμο ή είχαν εγκατασταθεί στην πόλη, για να ενισχύσουν την πολεμική βιομηχανία της Πολιτείας, βρέθηκαν αποκλεισμένοι από τα προάστια και επικεντρώθηκαν στο Ανατολικό και Νότιο Λος Άντζελες που περιλάμβανε τις γειτονιές του Watts και του  Compton, ενώ οι ακολουθούμενες πρακτικές στην αγορά των ακινήτων (βλ. πιο κάτω) είχαν αρνητικές συνέπειες στην Εκπαίδευση και την Οικονομία των μειονοτήτων.

  Η αντίδραση των λευκών, στην εκρηκτική αύξηση των μειονοτικών πληθυσμών σε συγκεκριμένες περιοχές (Νότιο Λος Άντζελες) οδήγησαν, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε σοβαρά επεισόδια ρατσιστικού χαρακτήρα, όπως βομβιστικές απόπειρες λευκών κατά κατοικιών μαύρων, στη Slauson Avenue, ενώ παρατηρούνταν συστηματικές επιθέσεις συμμοριών λευκών, κατά τη διέλευση μαύρων, σε περιοχές όπως το South Gate και το Huntington Park. Η απόσυρση των λευκών από συγκεκριμένες περιοχές, επακόλουθο της εκρηκτικής αύξησης των μειονοτικών πληθυσμών ήταν η φυσική συνέπεια και του “blockbusting” των μεσιτικών και κατασκευαστικών επιχειρήσεων του Λος Άντζελες, της πολιτικής, δηλαδή, αγοράς ενός ακινήτου σε μία γειτονιά λευκών και της ενοικίασης ή της πώλησής του σε οικογένεια μαύρων. Η συνακόλουθη μαζική έξοδος των λευκών ιδιοκτητών και η ραγδαία πτώση των τιμών, επέτρεπε στις εταιρίες υψηλό  περιθώριο κέρδους, μεταξύ της αγοράς των ακινήτων από τους λευκούς και της μεταπώλησής τους στις μειονότητες, κυρίως αυτές των αφροαμερικανών.

  Οι φυλετικές μειονότητες, κύρια των αφροαμερικανών και των  ισπανόφωνων, πέραν του αποκλεισμού τους από τις υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, τα προβλήματα κατοικίας και τις δυσχέρειες πρόσβασης στην πολιτική και τη διοίκηση, αντιμετώπιζαν και την πολιτική διακρίσεων της αστυνομίας του Λος Άντζελες (LAPD). Η LAPD ήταν συστηματικά στο στόχαστρο σοβαρών κατηγοριών, εκ μέρους των μαύρων και ισπανόφωνων πληθυσμών της πόλης, κατηγοριών για βάναυση, ρατσιστικού ύφους, συμπεριφορά. Είναι, κύρια, αυτή η συμπεριφορά, αλλά και η αντίστοιχη των λευκών κατοίκων της πόλης, που αποτέλεσε, για πολλούς, την αιτία και το έναυσμα των ταραχών του Watts, τον Αύγουστο του 1965.