Η (αναπόφευκτη) αποτυχία…

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 09 Δεκ 2017

Οι διμερείς, επίσημες επισκέψεις σε ανώτατο πολιτικό ή πολιτειακό επίπεδο γίνονται προκειμένου να συμβάλουν στη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις χώρες και όχι βέβαια στην επιδείνωση των σχέσεων ή στην ανάδειξη προβλημάτων, νέων ή παλαιών. Γι’ αυτό και το timing, ο χρόνος μιας επίσκεψης επιλέγεται με ιδιαίτερη προσοχή και στάθμιση όλων των συναφών παραμέτρων. Συνήθως γίνονται όταν οι σχέσεις έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο με την επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων ή όταν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ευκαιρία με την αναγγελία καποιας σημαντικής  πρωτοβουλίας  για να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις διμερείς σχέσεις και  το κλείσιμο παλαιών τραυμάτων. Είναι λοιπόν προφανές ότι η επίσημη επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, η πρώτη επίσημη προεδρική επίσκεψη εδώ και εξήντα-πέντε χρόνια (από το 1952), πραγματοποιήθηκε χωρίς να πληρούται καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Έγινε για να εξυπηρετηθούν πολιτικές (ή πολιτικάντικες) σκοπιμότητες της κυβέρνησης και γι’ αυτό ουσιαστικά κατέληξε σε αποτυχία. Και ουσιαστικά σε βαρος των διμερών σχεσεων. Βεβαίως η άποψή μου (όπως διατυπώθηκε στη θέση αυτή από την περασμένη εβδομάδα) είναι ότι η επίσκεψη, έστω και κάτω από την καλύτερη δυνατή προετοιμασία, δεν έπρεπε να ειχε  γίνει τώρα, ήταν άκαιρη για ευρύτερους πολιτικούς λόγους που συνδέονται με την κατάλυση του κράτους δικαίου, την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας έκφρασης και τύπου στην Τουρκία από τον πρόεδρο Ερντογάν. Η Ελλάδα ως δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα δεν θα έπρεπε να δείξει ότι κλείνει τα μάτια στις αντιδημοκρατικές αυτές πρακτικές εμφανιζόμενη ως εάν να τις επιδοκιμάζει με την πρόσκληση για επίσκεψη. Έστω.  Από τη στιγμή όμως που αποφασίστηκε να γίνει η επίσκεψη  θα έπρεπε να διασφαλισθεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου να συμβάλει στην ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων αλλά και σε θετικό κλίμα,  ατμόσφαιρα  σχέσεων όπως αυτές  προσλαμβάνονται από την κοινή γνώμη. Και αυτό είναι εμφανές ότι δεν έγινε. Με ευθύνη κυρίως της ελληνικής πλευράς. Δεν είναι όμως και η πρώτη φορά.

Κάτι ανάλογο έγινε με την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτων. Πήγαμε προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουμε επενδύσεις για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και καταλήξαμε να επενδύει η Ελλάδα και να δημιουργεί θέσεις απασχόλησης στην Αμερικανική οικονομία (μέσω της συμφωνίας για τον εκσυγχρονισμό, αναβάθμιση των αεροσκαφών  F-16).  Έτσι όμως εμφανίζεται ως εάν η Ελλάδα «να πηγαίνει για μαλλί και να βγαίνει κουρεμένη» με την απουσία προετοιμασίας, λόγου και πολιτικής που ακολουθείται από την κυβέρνηση.

Στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχουν τα γνωστά διαχρονικά  προβλήματα στην agenda. Υπάρχουν όμως και μια σειρά από άλλα που η κάθε πλευρά, κυρίως η Ελλάδα, δεν αναγνωρίζει ως τέτοια. Αλλά το γεγονός της μη αναγνώρισης τους  δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα παύουν να υπάρχουν. Σταθερός κανόνας όμως είναι ότι η προσέγγιση/ διαχείριση των προβλημάτων αυτών δεν πρέπει και δεν μπορεί να γίνεται με τη «διπλωματία του μεγαφώνου», δημοσίως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της επίσκεψης Ερντογάν ούτε κάν αυτός ο απλός κανόνας  δεν διασφαλίσθηκε. Επαρχιοτισμός . Μια επίσκεψη που θα παραμείνει όντως ιστορική αλλά  για τα λαθη και την αποτυχία της.