Η «Δημοκρατική Παράταξη» και ο ελληνικός«ιστορικός συμβιβασμός».

Σάκης Μουμτζής 27 Σεπ 2014

Σε μιαν από τις πιο πολιτικές ταινίες του Κόπολα –στον «Νονό 3»- ο Δον Κορλεονε (Αλ Πατσινο) μόλις έχει διασωθεί από δολοφονική απόπειρα. Ο ανιψιός του (Αντυ Γκαρσία) μέσα στο ελικόπτερο που τους απομακρύνει από τον χώρο της απόπειρας, σε έξαλλη κατάσταση, με παραληρηματικό λόγο, απειλεί να εξοντώσει όλους αυτούς που θεωρεί υπευθύνους για ότι έγινε. Ο αρχιμαφιόζος θειος του με ολύμπια ψυχραιμία, γυρνάει και του λέει «τον αντίπαλο σου δεν πρέπει ποτέ να τον μισείς, αυτό επηρεάζει την κρίση σου». Εγώ θα συμπλήρωνα, πως τον αντίπαλο σου αν θέλεις να τον νικήσεις, πρέπει πρώτα να τον σέβεσαι και μετά να τον μελετήσεις.

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις, μου έδωσε ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, τα αστικά πολιτικά κόμματα, δημοσιογράφοι, σχολιαστές, πολιτικοί αναλυτές. Ένας τρόπος που περιέχει άπειρη καταστροφολογία-κινδυνολογία, δόσεις χιούμορ, καλόγουστου η κακόγουστου, εξυπνακισμους, εμπαθή σχόλια και όλα αυτά ανακυκλωμένα από τους ίδιους, προς εαυτούς και αλλήλους.

Θα προσπαθήσω,για μιαν άλλη προσέγγιση του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ που ενέσκηψε στην κεντρική πολιτική σκηνή πριν από δυόμιση χρόνια περίπου.

Ο βασικός και αρχικός πυρήνας του είναι μια μαρξιστικογενης ομάδα, με θεωρητική κατάρτιση και με ρίζες στον χώρο της παραδοσιακής αριστεράς. Είναι ως εκ τούτου διαποτισμένη με την νοοτροπία και την πολιτική συμπεριφορά της «γκρουπας». Δηλαδή δεν τους ενδιαφέρει το άνοιγμα στον έξω κόσμο, στους πολλούς, αλλά η διαφύλαξη του χώρου και του κόσμου τους. Η προάσπιση της δικής τους εκδοχής της θεωρίας και της πράξης, απέναντι σε άλλες διαφορετικές που κυκλοφορούν εντος του «χωρου». Αυτό σημαίνει ότι η ανοχή στην διαφορετική άποψη έχει όρια πολιτικά και χρονικά. Διαπαιδαγωγημένη η ηγετική ομάδα με την πολιτική των διασπάσεων και των πολυδιασπάσεων , από τις οποίες άλλωστε και πρόεκυψε, θεωρεί μείζον θέμα την διαφύλαξη της δικής της ορθοδοξίας, από την διαφύλαξη της ενότητας βασισμένης πάνω στο πλουραλισμό. Ο εστί μεθερμηνευόμενον ότι η πορεία προς την εξουσία και μαζικοποίηση, πέραν της αμηχανίας που προκαλεί, απαιτεί και την αποσαφήνιση και συγκεκριμενοποίηση θέσεων και στόχων. Αυτό με την σειρά του εγείρει ενστάσεις και διαφωνίες από τις άλλες τάσεις που υπάρχουν εντος του κόμματος. Δηλαδή ενώ η αναμονή της εξουσίας στα αστικά κόμματα λειτουργεί συσπειρωτικα , στις μαρξιστικογενεις γκρουπες η λειτουργία είναι αποσυσπειρωτικη προκαλώντας έτσι κεντρόφυγες και όχι κεντρομόλες δυνάμεις. Η πλήρης ιδεολογικοποιηση της πολιτικής έχει το τίμημα της. Αυτά τα παρακολουθούμε και θα τα παρακολουθήσουμε ακόμα πιο έντονα όσο πλησιάζει η προεκλογική περίοδος και ο ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρα στο ξεκαθάρισμα των θέσεων και των προθέσεων του. Μέσα στο κόμμα υπάρχουν δυο ακόμα πόλοι πολιτικής ισχύος, που η ηγετική ομάδα θα πρέπει να τους λάβει σοβαρά υπόψη η να τούς αγνοήσει. Και το ένα και το άλλο δημιουργούν προβλήματα. Οι δυο πόλοι μάλιστα έχουν εντελώς διαφορετική προέλευση και ως εκ τούτου διαθέτουν εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης και εντελώς άλλη στόχευση. Αναφέρομαι στους πασοκογενεις και στο «αριστερό ρεύμα».

Έτσι η ηγετική ομάδα θα βρεθεί άμεσα μπροστά σε τρία προβλήματα. 1)Στην εκπόνηση του πολιτικού προγράμματος και των θέσεων πάνω σε συγκεκριμένη βάση 2)Στην σύνθεση των ψηφοδελτίων των εκλογών 3)Μετεκλογικά στην στρατηγική των συμμαχιών. Είναι προφανές ότι η σύνθεση της νέας κοινοβουλευτικής ομάδας-αν είναι πρώτο κόμμα περίπου 130-135 βουλευτές- θα καθορίσει όχι μόνο τα περιθώρια ελιγμών της ηγεσίας στο θέμα των συμμαχιών αλλά κυρίως τον προσανατολισμό τους. Συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε η ηγεσια του ΣΥΡΙΖΑ, να δει το «αριστερό ρεύμα» με 35-40 βουλευτές, τους δε πασοκογενεις με 10-15 τουλάχιστον. Από την άλλη πλευρά το «αριστερό ρεύμα» εύλογα απαιτεί, η κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση να είναι ανάλογη με την εσωκομματική του δύναμη (30%). Οι δε πασοκογενεις βουλευτές και πολιτευτές με απήχηση στον κόσμο που μαζικά εγκατέλειψε το ΠΑΣΟΚ και ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ, προσβλέπουν σε μια κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ανάλογη με την μετατόπιση των ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Θα γίνουμε λοιπόν μάρτυρες εσωκομματικών τριβών και εντάσεων με άγνωστη κατάληξη. Η γνώμη μου είναι ότι η ηγετική ομάδα ευθύς μόλις διαπιστώσει ότι η πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές είναι δεδομένη, θα προχωρήσει στην εξουδετέρωση του «αριστερού ρεύματος» με τον ένα η τον άλλο τρόπο (πλήρης υποταγή που σημαίνει 8-10 βουλευτές η διαγραφή). Διότι μια κοινοβουλευτική ομάδα με 35-40 βουλευτές επιρροής Λαφαζανη θα είναι κινούμενη άμμος και ως εκ τούτου αποσταθεροποιητικός παράγοντας τόσο για την συγκρότηση του κυβερνητικού σχήματος όσο και για την ακολουθητέα πολιτική. Άλλωστε η εσωκομματική αποτύπωση του «αριστερού ρεύματος» περίπου 30% δεν είναι αντίστοιχη με την επιρροή του στην κοινωνία. Από την άλλη πλευρά οι πασοκογενεις βουλευτές εξοικειωμένοι από την άσκηση εξουσίας, τόσον αυτοί , όσο κυρίως ο κόσμος που τους ακολουθεί δεν θα αποτελέσουν πρόβλημα τόσο στην στρατηγική των συμμαχιών της ηγετικής ομάδας όσο και στην εκπόνηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος. Κατά την γνώμη μου, το πρόβλημα θα δημιουργηθεί από αυτούς, αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει δεύτερο κόμμα (ο νοών νοειτω). Όμως το παρόν κείμενο γράφεται θεωρώντας ως δεδομένη την πρώτη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Θεωρώ λάθος την αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίας πολιτικής έκφρασης, λάθος που διαπράττεται και από την ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ. Λάθος στρατηγικού χαρακτήρα, θα έλεγα, που επιτείνεται από τον ορυμαγδό καταστροφολογικων επιχειρημάτων που επιστρατεύονται για την αντιμετώπιση του. Και αν στην ΝΔ οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και οι υποκειμενικές αδυναμίες καθιστούν αδύνατη μιαν ευρύτερη πρόσληψη του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ, στην κεντροαριστερά πρέπει να υπάρξουν προσεγγίσεις πιο προσεκτικές και πιο μετριοπαθείς , γιατί διαβλέπω ότι δημιουργείται ένα κλίμα που θα καταστήσει τις αναγκαίες μετεκλογικές συγκλίσεις και συνεργασίες ιδιαιτέρως δύσκολες.

Η υπό συγκρότηση «Δημοκρατική Παράταξη» πρέπει να οικοδομηθεί και πάνω στην αντίληψη ότι θα αποτελέσει τον αγωγό της «μεγάλης συνεργασίας», του Ελληνικού «ιστορικού συμβιβασμού», απαραίτητου για την ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της χώρας .