Η οργισμένη κοινωνία και τα στερεότυπα…

Προκόπης Δούκας 04 Μαρ 2013

Όπως γράφτηκε από τις λίγες ψύχραιμες φωνές που υπάρχουν στο δημόσιο διάλογο, το τραγικό δυστύχημα με τους φοιτητές στη Λάρισα είναι ένα σύνθετο γεγονός που πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά, αλλά επουδενί δεν προσφέρεται για άναρθρες κραυγές φανατισμού και απλοϊκούς οπαδισμούς, όπως κάθε θάνατος άλλωστε. Είναι, όπως και ο κυνισμός, προσβολή στη μνήμη των παιδιών και καπηλεία. Σε όσους προσπάθησαν να υποβαθμίσουν κουτοπόνηρα μια τραγική απώλεια, για ίδια πολιτικά οφέλη, αξίζει η χλεύη. Αλλά το ίδιο ισχύει και για όσους προσπαθούν να επωφεληθούν από το ανάποδο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση, η παρατεταμένη ύφεση και η εξαπλωμένη ανεργία έχουν «σφίξει τον κλοιό» για τους περισσότερους – και για (δεκάδες, εκατοντάδες;) χιλιάδες έχουν φέρει τα πράγματα σε ασφυκτικό σημείο, στην εξαθλίωση. Είναι επίσης σαφές ότι η ελληνική κοινωνία, λόγω χιλιάδων μεγαλύτερων ή μικρότερων πολιτικών πράξεων και παραλείψεων, υφίσταται μια βίαιη υποβάθμιση του τρόπου ζωής της, μετά από αρκετές δεκαετίες αυξανόμενης ευμάρειας, σε βαθμό υπερβολής, νεοπλουτισμού και φούσκας, που έσκασαν απότομα.

Σε αυτή την ξαφνική «πτώση» του ασανσέρ θα δούμε αρκετά φυσικά ατυχήματα που προκαλεί η μετάβαση από το καλοριφέρ και το air-condition στη σόμπα και το τζάκι, καθώς η γνώση της προφύλαξης παραμένει μόνο στους παλαιότερους και τους κατοίκους της υπαίθρου. Πριν από λίγο καιρό είχε σημειωθεί άλλο ένα τραγικό δυστύχημα, σε κατοικία στην περιφέρεια, από υπερθέρμανση σε καμινάδα σόμπας. Και δυστυχώς, η οικονομική δυσπραγία θα φέρει στην επιφάνεια και όλες τις κατασκευαστικές «αστοχίες» (και κακοτεχνίες), λόγω απατεωνίας κατασκευαστών, έλλειψης προδιαγραφών και ελέγχων, αλλά και αμεριμνησίας την εποχή που το τζάκι ήταν ένα «διακοσμητικό πολυτελείας» – και βεβαίως η μόνωση «άχρηστη φροντίδα» κατά την κατασκευή.

Από τη μια λοιπόν πρέπει να επικρίνουμε την απότομη αύξηση του φόρου του πετρελαίου θέρμανσης (αλλά όχι την εξίσωσή του, για λόγους λαθρεμπορίου, με το πετρέλαιο κίνησης, που θα μπορούσε να συμβεί σε μια χαμηλότερη μέση τιμή και για τα δύο προϊόντα), καθώς η (επαρκώς ζεστή) στέγη και η τροφή είναι τα βασικότερα υλικά αγαθά, που πρέπει να προφυλαχθούν. Πέρα από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, που έχουν άμεση αντανάκλαση στην υγεία των κατοίκων, ειδικά στο λεκανοπέδιο, είναι αδιανόητο σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα (με τις πολύ μέτριες εξάρσεις του ψύχους, λόγω γεωγραφικής θέσης) να μην υπάρχει επαρκής θέρμανση – και δεύτερο χειμώνα σαν κι αυτόν δεν πρέπει να ζήσουμε ξανά.

Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας και τα χαρακτηριστικά της απότομης αυτής προσαρμογής, την οποία καλείται να κάνει μια κοινωνία που αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες (και στην οποία ουδείς έχει υποσχεθεί αυξανόμενη ευμάρεια, ειδικά όταν επί δεκαετίες τη χαρακτήριζαν η αμεριμνησία, η ατομικότητα και η πλήρης αδιαφορία για τη βελτίωση του δημόσιου και του κοινού). Αναρωτήθηκε ποτέ αυτή η κοινωνία πώς διαχειρίστηκε τα αγαθά της, την εποχή των παχιών αγελάδων; Πώς διαχειρίστηκε το πολιτικό της «κεφάλαιο» και πώς έφτασε να υπερχρεωθεί; Αναρωτήθηκε ποτέ για το πώς ζούσαν ή πέθαιναν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι εντός ή εκτός της χώρας – ή μήπως δεν μετράει το ότι ήταν αλλοεθνείς; Ίδρωσε ποτέ κανενός το αυτί για τις απώλειες από εργατικά ατυχήματα, λόγω της διαχρονικής περιφρόνησης των μέτρων ασφαλείας; Επαναστάτησε ποτέ αυτή η κοινωνία για τα χιλιάδες θύματα κάθε χρόνο στην άσφαλτο, λόγω δεκαετιών σαθρού κράτους που δεν μπορεί να βελτιώσει την οδική αφάλεια;

Αν εξαιρέσουμε αυτούς που πραγματικά αγωνίζονται να επιβιώσουν από την εξαθλίωση, τι σημαίνει η χαρακτηριστική αδιαφορία όσων καίνε σχεδόν τα (ακατάλληλα) πάντα, απροσχημάτιστα, δηλώνοντας στις τηλεοπτικές κάμερες ότι η δημιουργία της αιθαλομίχλης «δεν τους αφορά» (ενώ μας «σκοτώνει» όλους); Με ποιες προτεραιότητες κάνουμε τις περικοπές μας, όταν δεχόμαστε να ζήσουμε χωρίς θέρμανση, αλλά αρνούμαστε να αποχωριστούμε τη χρήση του ΙΧ και του (πανάκριβου πολλές φορές) κινητού μας;

Αυτά βεβαίως τα τελευταία μπορεί να μην αφορούν καθόλου τα άτυχα παιδιά της Λάρισας, καθώς πολλές οικογένειες προσπαθούν, με πενιχρά εισοδήματα, να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε άλλη πόλη. Αφορούν όμως τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία συζητάει και αντιμετωπίζει τα προβλήματά της, αναζητώντας πολλές φορές τον «εχθρό», αλλά ουδόλως αναζητώντας την αυτοκριτική για το πώς η νοοτροπία του «να απλώνουμε τα πόδια μας πέρα από το πάπλωμά μας και δεν μας νοιάζει το παραδίπλα» άγγιξε τις πλατιές μάζες, χωρίς την ανάλογη προσπάθεια για στέρεη ανάπτυξη και χρηστή διοίκηση.

Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση των αυτοκτονιών ως «όπλου» στην πολιτική αντιπαράθεση: Οι πολιτικές λιτότητας είναι βέβαιο ότι πλήττουν κατά κύριο λόγο τους οικονομικά αδύναμους – και προφανώς και όσους, μέσα σε αυτή την κατηγορία, αποσταθεροποιούνται ψυχικά. Παρά τη μονότονη επισήμανση των ειδικών, όμως, ότι για να φτάσεις στο απονενοημένο δεν αρκεί η οικονομική καταστροφή, που δρα ως καταλύτης ή εκλυτική ενέργεια σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύ συχνά επιχειρείται να φορτωθούν συλλήβδην και αθρόως όλες οι (προφανώς αυξημένες) αυτοκτονίες στην πολιτική της κυβέρνησης, της τρόικας, της Μέρκελ.

Οι επιπτώσεις όμως από την έκπτωση της πολιτικής και του διαλόγου είναι πολλαπλές. Γιατί πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε ότι έξοδος από την κρίση με συνθήκες εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης δεν γίνεται. Αυτό επιθυμούν άλλωστε οι φασίστες, αλλά και οι κάθε είδους λαϊκιστές, που τρίβουν τα χέρια τους, γιατί το μαγαζάκι τους «αυγατίζει», λόγω της κρίσης και της κοινωνικής σύγκρουσης. Το «ή εμείς ή οι άλλοι» είναι διχαστικό σύνθημα, με τελευταίο προπαγανδιστή του τον καταστροφικό Τζορτζ Μπους το νεότερο.

Και θα πρέπει επιτέλους να αποδεχθούμε ότι η ζωή, ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες κρίσης, δεν είναι «άσπρο-μαύρο», οι αντιλήψεις δεν χωρίζονται σε «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές». Ότι υπάρχουν άνθρωποι που αποστρέφονται την τρικομματική κυβέρνηση, αλλά με βάση τις προεκλογικές εξαγγελίες, όλες οι άλλες πιθανότητες τους φαίνονταν χειρότερες. Ότι πολλοί επικρίνουν με σφοδρότητα τη διακυβέρνηση Σαμαρά και τις πολιτικές πρακτικές της, αλλά δεν επικροτούν καμία αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή το φλερτ με τη χρεοκοπία και την αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης. Ότι μπορεί να είσαι εντελώς αντίθετος με την πολιτική της Μέρκελ, αλλά να μην ταυτίζεις την Ευρώπη με τις πολιτικές που έχουν επιβληθεί από το συντηρητικό Βορρά τα τελευταία χρόνια.

Ότι ενδέχεται να μη συφωνείς με τη διαχείριση της χώρας, αλλά να μην επικροτείς τις αέναες συγκρούσεις στο δρόμο, γιατί πιστεύεις ότι οι συγκρούσεις των ιδεών κερδίζονται στα μυαλά των ανθρώπων (οπότε ας μη δαιμονοποιούμε τόσο πολύ τον «καναπέ», αν δεν πρόκειται για παθητική παρακολούθηση σκυλοπόπ αισθητικής προγραμμάτων). Ότι μπορεί να επιζητείς την κάθαρση και τη δικαιοσύνη, χωρίς βία και εξέγερση. Ότι όταν ζητάς ψυχραιμία, δεν είσαι ούτε απαθής, ούτε βολεμένος, ούτε «politically correct», που σημαίνει κάτι το τελείως διαφορετικό. Κι ότι «παπαγαλάκι» δεν είσαι όταν διαμορφώνεις προσεκτικά και επιλεκτικά την άποψή σου, αλλά όταν γίνεσαι εύκολα φερέφωνο μιας απλουστευτικής και στρατευμένης πολεμικής, ένθεν κακείθεν.

Κι επειδή όλα στρέφονται τελικά στον κοινό παρονομαστή που λέγεται πολιτικό, οικονομικό και μιντιακό σύστημα, που σίγουρα θέλει «σάρωμα», αφού σκεφτούμε ποιος κρατάει τους χειρότερους εν δράσει, ας αναρωτηθούμε αν η πιο έντονη κριτική που πρέπει να δεχτεί είναι για αυτά που (αναγκάζεται ή όχι να) κάνει ή μάλλον γι’ αυτά που αρνείται πεισματικά να κάνει: Τις μεταρρυθμίσεις (που δεν έγιναν ποτέ), τον εκσυγχρονισμό της χώρας, τη σοβαρή δουλειά εναντίον της διαφθοράς και του πελατειακού κράτους, την κάθαρση με γοργούς ρυθμούς, τον καταμερισμό των βαρών στις κοινωνικές ομάδες με δικαιοσύνη και όχι με βάση συνδικαλιστικά και άλλα στερεότυπα. Αυτά που διαπερνούν εξίσου (αν όχι περισσότερο) την αντιπολίτευση όσο και τη συμπολίτευση.

Η Ελλάδα (ή μάλλον ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας της) έχει προ πολλού κάνει το λάθος που έκανε τώρα και η Ιταλία: Αντιτάσσει τις περισσότερες φορές στο σαθρό κατεστημένο, έναν ακόμα λιγότερο σοβαρό «καινούργιο» (αλλά τόσο παλαιό) οργισμένο λόγο…