Νέα ευκαιρία για το Κυπριακό

Θάνος Ντόκος 06 Μαϊ 2015

Η εκλογή του μετριοπαθούς Μουσταφά Ακιντζί στην τουρκοκυπριακή ηγεσία δημιούργησε ένα κλίμα σχετικής αισιοδοξίας για τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού. Δυστυχώς, οι δηλώσεις του κ. Ακιντζί περί μιας «αδελφικής αλλά πιο ισότιμης σχέσης» μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων [Τ/Κ] οδήγησαν σε ένα ηχηρό δημόσιο ράπισμα από τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, που ξεκαθάρισε ότι οι Τ/Κ θα παραμείνουν το «βρέφος» που χρειάζεται την καθοδήγηση και προστασία της «μητέρας» Τουρκίας. Η συνέχιση της τουρκικής στρατηγικής αντίληψης περί Κύπρου (σύμφωνα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά και υψηλόβαθμα στελέχη του παλαιότερου κεμαλικού κατεστημένου, «λόγω της υψηλής γεωστρατηγικής αξίας της Κύπρου, για την Τουρκία θα έπρεπε να υφίσταται Κυπριακό ζήτημα ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τ/Κ στη νήσο») περιορίζει σημαντικά τις πιθανότητες συμφωνίας για την επίλυση του Κυπριακού, δεδομένης της απουσίας ουσιαστικών κινήτρων (όπως το ενδεχόμενο ένταξης στην Ε.Ε., στις διαπραγματεύσεις του 2004) για μεταβολή της τουρκικής στάσης σε ορισμένα σημεία-κλειδιά μιας συμφωνίας (όπως το σύστημα εγγυήσεων και η παραμονή στρατιωτικών δυνάμεων).

Παρά την ανάγκη για ρεαλιστικές, και άρα περιορισμένες, προσδοκίες, αξίζει να διερευνηθεί η δυνατότητα συμφωνίας για ορισμένα «απτά και χειροπιαστά» Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), όπως δήλωσε ο κ. Ακιντζί. Πρόκειται για ιδέες που βρίσκονται εδώ και χρόνια στο τραπέζι των συζητήσεων, όπως π.χ. η επιστροφή των Βαρωσίων, το άνοιγμα του Αεροδρομίου Ερτσάν/Τύμπου σε διεθνείς πτήσεις, το άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών και αεροδρομίων σε κυπριακά πλοία και αεροσκάφη, η εμφανής μείωση των τουρκικών δυνάμεων, το ξεμπλοκάρισμα αριθμού κεφαλαίων στις διαπραγματεύσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, η εισδοχή της Κύπρου στον ΝΑΤΟϊκό Συνεταιρισμό για την Ειρήνη (PfP), η διευκόλυνση συνεργασίας Ε.Ε.-Τουρκίας στον τομέα της άμυνας, η πραγματοποίηση απευθείας εμπορίου με τις χώρες της Ε.Ε. μέσω του λιμένα της Αμμοχώστου, κ.ά. Ενα ισορροπημένο πακέτο ΜΟΕ θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλει στην αύξηση της εμπιστοσύνης, να πείσει τη νεότερη γενιά Ελληνοκυπρίων ότι τα πιθανά οφέλη μιας λύσης ξεπερνούν τους όποιους κινδύνους και να προετοιμάσει το έδαφος για την επανένωση της νήσου. Ωστόσο, πόσο εύκολη θα ήταν μια τέτοια διαδικασία οικοδόμησης εμπιστοσύνης, με δεδομένη τη σχεδόν πλήρη απουσία επίσημων και ανεπίσημων επαφών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκίας (με ευθύνη της Αγκυρας);

Επίσης, θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία Ταμείου για την αξιοποίηση των μελλοντικών εσόδων από τους υδρογονάνθρακες προς όφελος όλων των νόμιμων κατοίκων της νήσου με κριτήρια την πληθυσμιακή αναλογία και το ΑΕΠ. Πέραν αυτής της κίνησης –που θα αφαιρούσε ένα προσχηματικό επιχείρημα της Αγκυρας, το οποίο έχει πάντως κάποια απήχηση στα ώτα της διεθνούς κοινότητας–, ούτε οι δραστηριότητες των εταιρειών θα πρέπει να σταματήσουν ούτε οι ενεργειακοί πόροι να αποτελέσουν αντικείμενο των διακοινοτικών συνομιλιών. Συμπερασματικά, η εκλογή Ακιντζί δεν σηματοδοτεί τη χειραφέτηση των Τ/Κ από την Αγκυρα (που εξακολουθεί να έχει την τελευταία λέξη) και θα πρέπει να διατηρηθούν χαμηλοί τόνοι και προσδοκίες, αλλά και να προσεγγιστεί η νέα πολιτική κατάσταση ως μια δυνητική ευκαιρία.