Αυστρία: αναχαιτίσιμη η άνοδος του Λαϊκισμού

Βασιλική Γεωργιάδου 04 Δεκ 2016

Μπορούμε ήδη να αισθανόμαστε ανακούφιση με το εκλογικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία: ο φιλοευρωπαϊστής ανεξάρτητος (Πράσινος όσον αφορά την κομματική του προέλευση) υποψήφιος, Αlexander van der Bellen, επιβλήθηκε καθαρά του αντιευρωπαϊστή λαϊκιστή υποψηφίου Norbert Hofer, που προέρχεται και υποστηρίχθηκε από το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FPO). Επρόκειτο για έναν παράδοξο τρίτο επαναληπτικό γύρο προεδρικών εκλογών μεταξύ των δύο υποψηφίων που έλαβε χώρα με την ακύρωση του δεύτερου γύρου τον περασμένο Μάιο, στον οποίο ο van der Bellen είχε κατακτήσει την πλειοψηφία με μικρό προβάδισμα μόλις 30 χιλιάδων ψήφων.  Η ακύρωση των εκλογών έδωσε φτερά στους ακροδεξιούς που είχαν ανέλπιστα μια ακόμη ευκαιρία να κατακτήσουν ένα συμβολικό μεν, ανώτατο ωστόσο πολιτειακό αξίωμα στη Β’ Αυστριακή Δημοκρατία. Παρότι οι δημοσκοπήσεις έδιναν μέχρι τελευταία στιγμή ένα ελαφρύ προβάδισμα στον ακροδεξιό Hofer, η κάλπη ανέκοψε την εκλογική ορμή του FPO. Οι Αυστριακοί από ηλικίας 16 ετών και άνω προσήλθαν μαζικά στις κάλπες (η συμμετοχή κυμάνθηκε στο 74%), ενώ πίσω από την υποψηφιότητα του van der Bellen συσπειρώθηκαν οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.

H Αυστρία είναι μια πλούσια χώρα, με ακμάζουσα οικονομία. Μετανάστες και πρόσφυγες δεν συνιστούν απειλή για την οικονομία και την αγορά εργασίας της. Ο εθνικιστικός λόγος γνωρίζει βέβαια και εκεί σημαντική απήχηση, εδραιώνεται όμως πρωτίστως σε μια αίσθηση πολιτισμικής απειλής και όχι οικονομικής αβεβαιότητας των πολιτών. Επιπλέον, στην Αυστρία ιδιαίτερα, η ακροδεξιά βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί ως απάντηση στο αίσθημα απογοήτευσης και αποξένωσης των πολιτών από τα δύο μεγάλα κατεστημένα κόμματα, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Χριστιανοδημοκράτες, που επί πολλά χρόνια (τελευταίως και πάλι από το 2007) συγκυβερνούν στο πλαίσιο κυβερνήσεων Μεγάλου Συνασπισμού. Το FPO παίζει έτσι το ρόλο μιας εκ του ασφαλούς αντιπολίτευσης, ενώ όταν κλήθηκε στο παρελθόν να συγκυβερνήσει (αρχές δεκ. 2000) αναγκάστηκε να προσγειωθεί στην πραγματικότητα εφαρμόζοντας μια ρεαλιστική πολιτική και ακολουθώντας μια συμβατική πολιτική στάση.

Τη στάση μιας λαϊκιστικής αντιπολίτευσης ακολούθησε και ο Hofer ως υποψήφιος για το προεδρικό αξίωμα, εμπλουτίζοντας το λόγο τους με αντιευρωπαϊκές έως σκληρά ευρωαρνητικές θέσεις, επιχειρώντας επιπλέον να πείσει τους εκλογείς ότι αυτός είναι «ένας από αυτούς», σε αντίθεση με τον αντίπαλό του που εκφράζει το κατεστημένο των κομμάτων της διακυβέρνησης.

Ο λόγος του που απευθύνθηκε στους λιγότερο ευνοημένους επιτείνοντας φοβίες και συνδρομα είχε απήχηση· εντέλει δεν είναι διόλου μικρό το εκλογικό ποσοστό που απέσπασε, αλλά –ευτυχώς– όχι ικανό για να του δώσει τη νίκη, μαζί με τη θέση του Ομοσπονδιακού Προέδρου της χώρας.

Από την άλλη ο van der Bellen κέρδισε διατυπώνοντας έναν καθαρό ευρωπαϊκό και έναν πολιτισμικά ανοικτό λόγο, που δεν επένδυε στους φόβους, τα απωθημένα και τις προκαταλήψεις. Η νίκη του δείχνει ότι το παιχνίδι δεν έχει χαθεί· ότι ειδικά τώρα η Ευρώπη –με όλες τις αδυναμίες της– συνιστά ένα πολιτικό καταφύγιο, όχι το ιδανικό μεν, αλλά πάντως το καλύτερο που διαθέτουμε, καθώς και ότι η άνοδος του εθνικολαϊκισμού μπορεί να είναι αναχαιτίσιμη. Και αυτό είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα που προκύπτει από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία.