Δεν είμαι ειδικός σε θέματα μετανάστευσης. Θα αναφερθώ κυρίως στη νέα μετανάστευση των φοιτητών και συναδέλφων μου πανεπιστημιακών (την οποία γνωρίζω, ας πούμε, ανεκδοτολογικά), και λίγο στην παλαιά μετανάστευση (την οποία αντίθετα γνωρίζω από πρώτο χέρι). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχει ζωντανέψει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για μετανάστευση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τζένης Καβουνίδου (ΚΕΠΕ, περιοδικό «Οικονομικές Εξελίξεις», τεύχος 17, Φεβρουάριος 2012), το α’ εξάμηνο του 2011 εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία 4.100 άτομα (+84% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2010). Όπως ανέφερε πρόσφατα στέλεχος ελληνογερµανικής εταιρείας εύρεσης εργασίας («Καθηµερινή», 23 Νοεμβρίου 2011), η εταιρεία δέχεται καθηµερινά περίπου 60 βιογραφικά Ελλήνων πτυχιούχων 25-40 ετών, αν και ο αριθμός όσων βρίσκουν δουλειά στη Γερµανία είναι µόλις τρία άτοµα το µήνα.
Από την άλλη, ο αριθμός των Ελλήνων που έχουν εγγραφεί στον ιστότοπο EURES (δηλ. την «πύλη» των δηµόσιων οργανισµών απασχόλησης τύπου ΟΑΕΔ για την κινητικότητα στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας) ήταν πάνω από 20.000 τον Οκτώβριο 2011, έναντι 11.500 τον Νοέμβριο 2010. («Το Βήµα», 16 Οκτωβρίου 2011). Το ίδιο ισχύει και για τον ιστότοπο αναζήτησης εργασίας Europass, στον οποίο κάθε πολίτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο μπορεί να στείλει το βιογραφικό του: από 46.400 βιογραφικά Ελλήνων το 2010, φτάσαμε τα 89.300 το Νοέµβριο του 2011 («Καθηµερινή», 16 Δεκεμβρίου 2011). Τέλος, η πρεσβεία της Αυστραλίας στην Αθήνα διοργάνωσε τον Οκτώβριο 2011 σειρά 5 ενημερωτικών συναντήσεων για τις δεξιότητες που ζητούνται εκεί κτλ. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη: αίτηση συμμετοχής στις συναντήσεις αυτές υπέβαλαν 15.000 άτομα, από τις οποίες αιτήσεις εγκρίθηκαν οι 1.250 – εννοώ για συμμετοχή στις ενημερωτικές συναντήσεις: όσον αφορά την εγκατάσταση Ελλήνων στην Αυστραλία, η σχετική ροή παραμένει πολύ περιορισμένη: 15 για νέα εγκατάσταση και 59 για οικογενειακή επανένωση το 2011 (έναντι 22 και 101 αντιστοίχως το 2008).
Τι μας δείχνουν τα στοιχεία αυτά; Κυρίως ότι η νέα μετανάστευση είναι προς το παρόν λιγότερο πραγματικότητα και περισσότερο επιθυμία, διάθεση. Φυσικά αυτό μπορεί να αλλάξει. Όμως, η παγκόσμια οικονομία είναι σε φάση στασιμότητας. Κάποια στιγμή βέβαια θα βγει από αυτήν – αλλά τίποτε δεν δείχνει ότι τότε θα μπει σε φάση ανάπτυξης με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους της «χρυσής τριακονταετίας» (από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’70). Επί πλέον, η νέα μετανάστευση των Ελλήνων – ή των Ισπανών, των Ιρλανδών κτλ. – θα έχει να ανταγωνιστεί τη μετανάστευση των εξαθλιωμένων μαζών της Αφρικής και της Ασίας, αλλά και τη μετανάστευση των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης από χώρες όπως η Ινδία ή η Κορέα. Τίποτε από τα δύο δεν ίσχυε όταν εκδηλώθηκε η προηγούμενη μετανάστευση των Ελλήνων, τις δεκαετίες του ’50 και του ’70. Συνεπώς, εξ αιτίας των διεθνών συνθηκών, η νέα μετανάστευση ίσως τελικά αποδειχθεί μικρότερης έκτασης από όσο μας φαίνεται σήμερα. Καλό είναι αυτό ή κακό; Θα πω με δυο λόγια τι σκέφτομαι για αυτό – αλλά σε λίγο.
Τι άλλο μπορούμε να συμπεράνουμε από τα διαθέσιμα στοιχεία; Να σημειώσω κατ’ αρχήν ότι αυτά είναι πιο δυσεύρετα από ό,τι στο παρελθόν, αφού ούτε η Ελ.Στατ. ούτε το γραφείο του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στην Αθήνα συλλέγουν στατιστικά δεδομένα για τη μετανάστευση των Ελλήνων, συμπεραίνοντας ίσως (πρόωρα) ότι το κύμα παλιννόστησης που εντάθηκε από τη δεκαετία του ’70 έκλεισε οριστικά το ζήτημα της μετανάστευσης των Ελλήνων. Παρά την έλλειψη λεπτομερών δεδομένων, όμως, κοινή διαπίστωση είναι οι νέοι μετανάστες έχουν σαφώς υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από ό,τι οι προηγούμενοι (που ήταν κυρίως υπεράριθμοι αγρότες και άνεργοι εργάτες, κατά κανόνα μη κάτοχοι πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων).
Αυτό με φέρνει στη νέα μετανάστευση των φοιτητών και των πανεπιστημιακών που έλεγα νωρίτερα. Οι τελευταίοι είναι μια αριθμητικά μικρή ομάδα, αλλά ενδεικτική ίσως της γενικής τάσης. Πάντοτε είχαμε Έλληνες καθηγητές σε ξένα πανεπιστήμια, ακόμη και στα καλύτερα. Όμως, η (αλόγιστη) επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης την τελευταία δεκαετία (με κοινοτικά κονδύλια: το γνωστό ΕΠΕΑΕΚ) είχε απορροφήσει το σύνολο σχεδόν του αποθέματος των νεαρών διδακτορούχων με καλές σπουδές και – συχνά – διδακτική εμπειρία στο εξωτερικό οι οποίοι φιλοδοξούσαν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα στην Ελλάδα. Τώρα που (και αυτή) η φούσκα έσκασε, το απόθεμα αυξάνεται.
Από την άλλη, έχουμε αρκετά παραδείγματα διδασκόντων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού που ενώ έχουν εκλεγεί σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, ο διορισμός τους καθυστερεί τόσο απελπιστικά ώστε τελικά αναθεωρούν (προσωρινά;) την απόφασή τους να επιστρέψουν. Έχουμε επίσης (λιγότερα) παραδείγματα συναδέλφων που εγκαταλείπουν ή απλώς διακόπτουν την καριέρα τους σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο για να (ξανα)φύγουν στο εξωτερικό. Έχουμε τέλος μερικά παραδείγματα νεαρών διδακτορούχων που έρχονται από το εξωτερικό, δεν βλέπουν φώς εδώ, και ξαναφεύγουν έχοντας επιλεγεί ως ερευνητές ή λέκτορες σε κάποιο ξένο πανεπιστήμιο.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι πρώην φοιτητές μας που φεύγουν μεν για μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά που όταν αυτές ολοκληρωθούν ψάχνουν και βρίσκουν δουλειά στην ξένη χώρα (ή και σε κάποια άλλη), αντί να επιστρέψουν αμέσως στην Ελλάδα όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι αυτοί που μένουν στο εξωτερικό είναι οι πιο δραστήριοι, οι πιο επινοητικοί, οι πιο κοσμοπολίτες.
Είχα υποσχεθεί (ή απειλήσει) ότι θα πω δυο λόγια για το εάν όλα αυτά μου φαίνονται θετικά ή αρνητικά. Νομίζω ότι για τους ίδιους τους νέους μετανάστες, ιδίως όσους έχουν υψηλές δεξιότητες, η καριέρα στο εξωτερικό θα αποδειχθεί μια από τις καλύτερες ιδέες που είχαν ποτέ. Θα αφήσουν πίσω τους μια χώρα όχι απλώς φτωχότερη αλλά επίσης πιο στενάχωρη, πιο μίζερη, πιο απαισιόδοξη και πιο βίαιη από ό,τι πριν. Μια χώρα όπου – ακριβώς όπως πριν – η αξιοκρατία είναι κενή ρητορεία, όπου οι καλές δουλειές πάνε στους «κολλητούς» και όχι στους καλύτερους, όπου ένα νέο παιδί δεν αρκεί να έχει καλές σπουδές και κέφι για δουλειά, εάν δεν έχει επίσης τις κατάλληλες διασυνδέσεις.
Για αυτό δεν σας κρύβω ότι στους (όχι πολλούς) πρώην φοιτητές ή συναδέλφους που ζητούν τη γνώμη μου συνιστώ πάντοτε να πάρουν τη μεγάλη απόφαση και να τολμήσουν. Για να μην πω ότι πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να τους ακολουθήσω. (Εάν κάποτε το κάνω, θα είναι η τρίτη φορά που μεταναστεύω: οι άλλες δύο ήταν ως παιδί Gastarbeiter στη Γερμανία της δεκαετίας του ‘60, και ως μεταπτυχιακός φοιτητής και στη συνέχεια junior academic στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 στην Αγγλία. Νομίζω ότι έχω αποκτήσει τεχνογνωσία.)
Συνεπάγεται αυτό ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων είναι ευεργετική και για τη χώρα; Προτού απαντήσω, θα ήθελα να θυμίσω ότι έχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Όπως γράφει ο Γιάννης Καούνης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (2 Mαΐου 2004), το έτος 1965 το περιοδικό «Eποχές» αφιέρωσε 5 τεύχη (21-25) στο ερώτημα «Mετανάστευση: ευλογία ή κατάρα;»
O διάλογος ήταν πλούσιος. Συντονιστές ήταν οι Hλίας Δημητράς και Nικόλαος Πολύζος. Συμμετείχαν με κείμενά τους κορυφαία ονόματα της επιστημονικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Μεταξύ άλλων: οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Σωτήρης Αγαπητίδης, Διονύσης Kαράγιωργας και Λουκάς Πάτρας. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάγκος Πεσμαζόγλου και ο υποδιοικητής της ΑTE Αδαμάντιος Πεπελάσης. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Γεώργιος Δράκος. Οι συνδικαλιστές Oρέστης Xατζηβασιλείου και Kώστας Παπαϊωάννου. Ο αρχηγός της EPE Παναγιώτης Kανελλόπουλος – ο οποίος εθεωρείτο (ανακριβώς, κατά τον ίδιο) ότι μιλώντας για το θέμα αυτό είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «ευλογία». Οι βουλευτές της Eνώσεως Kέντρου Γεώργιος Mαύρος και Ανδρέας Παπανδρέου. Ο ηγέτης της ΕΔΑ Hλίας Hλιού, ο οποίος χαρακτήρισε την τότε μετανάστευση των Ελλήνων «αληθινή θεομηνία» («Eποχές», τεύχος 22/1965). Γενικά, καθώς μετακινούμαστε από τα δεξιά προς τα αριστερά, η στάση του γράφοντος γινόταν λιγότερο αμφίθυμη και σαφώς πιο απορριπτική.
Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι η προηγούμενη μετανάστευση, της γενιάς του πατέρα μου (η μετανάστευση των υπεράριθμων αγροτών και των ανέργων εργατών χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων), είχε κάποιες θετικές επιπτώσεις (μεταναστευτικά εμβάσματα, εκτόνωση των πιέσεων στην αγορά εργασίας), φοβάμαι ότι η νέα μετανάστευση των Ελλήνων δεν θα έχει ούτε καν αυτές. Θα έχει σχεδόν αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις, στις οποίες – σε όσες δηλ. είχαν ήδη αναφερθεί στο αφιέρωμα του περιοδικού «Eποχές» το 1965 – θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμη.
Όταν θα βγούμε από την κρίση, θα το χρωστάμε στους πιο δραστήριους, στους πιο επινοητικούς, στους πιο κοσμοπολίτες. Εάν, όπως έχω την εντύπωση, τέτοιοι είναι οι νεαροί συμπατριώτες μας που σήμερα μεταναστεύουν, ποιος θα μείνει πίσω για να μας βγάλει από την κρίση; Μήπως οι μπαχαλάκηδες που καίνε την Αθήνα; Οι «αδιόριστοι πτυχιούχοι» που περιμένουν καρτερικά να έρθει η σειρά τους; Οι ανεπρόκοποι γόνοι των «καλών οικογενειών» που περιμένουν να κληρονομήσουν το ιατρείο ή το δικηγορικό γραφείο ή την επιχείρηση του πατέρα τους; Ή μήπως οι αγανακτισμένοι πελάτες του πελατειακού συστήματος που καταρρέει;
Για αυτό πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία. Όχι φυσικά εμποδίζοντας τους νέους ανθρώπους να πάρουν το δρόμο της ξενητειάς, εάν αυτό θέλουν. Αλλά κάνοντας ό,τι μπορούμε για να γίνει η Ελλάδα λιγότερο στενάχωρη, λιγότερο μίζερη, λιγότερο απαισιόδοξη και λιγότερο βίαιη από ό,τι είναι σήμερα. Μια χώρα όπου η αξιοκρατία δεν είναι κενή ρητορεία, και όπου για να πάει μπροστά ένα νέο παιδί θα αρκεί απλώς να έχει καλές σπουδές και κέφι για δουλειά.
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Θα είναι υποψήφιος βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς στην Α’ Αθηνών. Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία στην εκδήλωση της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών με τίτλο «Η νέα μετανάστευση των Ελλήνων» (25 Απριλίου 2012).