Η στρατηγική της ΕΕ για την ψηφιακή δεκαετία είναι αρκετά φιλόδοξη

Κωνσταντίνος Σ. Μαργαρίτης 23 Ιουλ 2025

Σύμφωνα με νέα έκθεση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι εξαιρετικά απίθανο η ΕΕ να πετύχει τον στόχο της για μερίδιο 20 % στην παγκόσμια αγορά μικροκυκλωμάτων μέχρι το 2030.

Αν και η πράξη για τα μικροκυκλώματα (Chips Act) που θέσπισε η ΕΕ το 2022 σηματοδότησε νέα δυναμική στον ευρωπαϊκό τομέα μικροκυκλωμάτων, οι επενδύσεις που γίνονται στο πλαίσιο αυτό είναι απίθανο να ενισχύσουν σημαντικά τη θέση της ΕΕ στον τομέα.

Τα μικροκυκλώματα διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη σύγχρονη ζωή. Η παγκόσμια έλλειψή τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 ανέδειξε την κρίσιμη σημασία που έχουν για την οικονομία.

Στη στρατηγική της ΕΕ για την ψηφιακή δεκαετία προβλέπεται ο στόχος η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποκτήσει μέχρι το 2030 μερίδιο 20 % στην παγκόσμια παραγωγή βιώσιμων μικροκυκλωμάτων αιχμής σε αξία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο ως προς την εφαρμογή της στρατηγικής της, ωστόσο το ΕΕΣ διαπίστωσε ένα χάσμα μεταξύ των φιλοδοξιών και της πραγματικότητας που πρέπει να γεφυρωθεί. «Είναι καιρός η ΕΕ να δει κατάματα την πραγματικότητα σε σχέση με τη στρατηγική της για τον τομέα των μικροκυκλωμάτων», δήλωσε η κα Annemie Turtelboom, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. «Πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός αδυσώπητος και εμείς έχουμε μείνει πολύ πίσω ως προς την επίτευξη των φιλοδοξιών μας. Ο στόχος του 20 % ήταν επί της ουσίας ένας στόχος ιδεατός, καθώς για την επίτευξή του θα χρειαζόταν να τετραπλασιάσουμε σχεδόν την παραγωγική μας ικανότητα έως το 2030, κάτι που φαντάζει δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, με τον ρυθμό προόδου στην ΕΕ αυτή τη στιγμή. Η Ευρώπη πρέπει να συμμετέχει ενεργά στον ανταγωνισμό και, για να γίνει αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της ώστε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.»

Η εκτιμώμενη χρηματοδότηση στο πλαίσιο της πράξης για τα μικροκυκλώματα έως το 2030 ανέρχεται σε 86 δισεκατομμύρια ευρώ και η Επιτροπή είναι υπεύθυνη μόλις για το 5 % (4,5 δισ. ευρώ) αυτού του ποσού.

Τα κράτη-μέλη και ο κλάδος αναμένεται να συνεισφέρουν το υπόλοιπο ποσό. Χάριν σύγκρισης, οι κορυφαίοι παγκόσμιοι κατασκευαστές μικροκυκλωμάτων είχαν προϋπολογίσει για μία μόλις τριετία (2020-2023) επενδύσεις ύψους 405 δισ. ευρώ, ποσό που επισκιάζει αισθητά τη χρηματοδοτική ισχύ της πράξης για τα μικροκυκλώματα.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει το ΕΕΣ, η Επιτροπή δεν έχει εντολή να συντονίζει τις εθνικές επενδύσεις σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να διασφαλίζει την ευθυγράμμισή τους με τους στόχους της πράξης για τα μικροκυκλώματα.

Επίσης, η πράξη δεν προσδιορίζει με σαφήνεια τις τιμές-στόχο και την παρακολούθηση, και δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί αν λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα τρέχοντα επίπεδα ζήτησης της βιομηχανίας για συμβατικά μικροκυκλώματα.

Υπάρχουν αρκετοί ακόμη παράγοντες-κλειδιά που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ στον συγκεκριμένο τομέα και τις πιθανότητες επιτυχίας της πράξης για τα μικροκυκλώματα.

Μεταξύ αυτών η εξάρτηση από τις εισαγωγές πρώτων υλών, το υψηλό ενεργειακό κόστος, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες, οι γεωπολιτικές εντάσεις και ο έλεγχος των εξαγωγών, καθώς και η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Επιπλέον, η βιομηχανία μικροκυκλωμάτων της ΕΕ αποτελείται από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που εστιάζουν σε έργα μεγάλης αξίας, γεγονός που σημαίνει ότι συγκεντρώνουν και το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης.

Επομένως, τυχόν ακύρωση, καθυστέρηση ή αποτυχία ενός μεμονωμένου έργου μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο σε ολόκληρο τον τομέα.

Συνολικά, το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι η πράξη για τα μικροκυκλώματα είναι εξαιρετικά απίθανο να συντελέσει σε σημαντική αύξηση του μεριδίου της ΕΕ στην αγορά μικροκυκλωμάτων ή στην επίτευξη της τιμής-στόχου του 20 %.

Πράγματι, σύμφωνα με προβλέψεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο του 2024, παρότι αναμένεται σημαντική αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, το συνολικό μερίδιο της ΕΕ στην παγκόσμια αξιακή αλυσίδα σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά θα σημειώσει ελαφρά μόνο άνοδο, από 9,8 % το 2022 σε μόλις 11,7 % το 2030.

Καλούνται τα κράτη-μέλη να λειτουργήσουν με γρήγορα αντανακλαστικά και να πετύχουν τους φιλόδοξους στόχους.