Υποκρισία ως Πολιτική

Μαριλένα Κοππά 20 Δεκ 2013

Πριν από λίγες μόνο ώρες κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο σκηνές από τα κέντρα κράτησης στο νησί Λαμπεντούσα, στην Ιταλία, που η δήμαρχος του νησιού παραλλήλιζε με τις εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Μπορεί η σύγκριση να ήταν αδόκιμη, αλλά οι εικόνες έχουν τη δική τους ζωή και οι συνειρμοί δεν είναι πάντα ελεγχόμενοι. Άνθρωποι γυμνοί, στο καταχείμωνο, να βρέχονται με κρύο νερό για την απολύμανσή τους. Ποιος μπορεί να ελέγξει τους συνειρμούς του, μπροστά σε μια τέτοια εικόνα;

Αντίστοιχες εικόνες ίσως να μην έχουμε από την Ελλάδα, όχι επειδή δεν υπάρχουν αντίστοιχες συνθήκες, αλλά μάλλον επειδή δεν βρέθηκε το κατάλληλο κινητό, στην κατάλληλη θέση. Στον επόμενο τόνο, θα μιλάμε για το βάρος που πρέπει να σηκώσει ο Νότος για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις υψηλού επιπέδου διασφάλισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Βορά. Στον μεθεπόμενο τόνο θα παραδεχτούμε ρεαλιστικά ότι οι εικόνες αυτές, είναι αναπόφευκτες. Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει συντετριμμένη. Απειλεί ότι θα σταματήσει να υποστηρίζει την Ιταλία στη διαχείριση μεταναστευτικών ροών. Και δε θα κάνει απολύτως τίποτα, φυσικά.

Η Ευρώπη αντιδρά όπως και η Ελλάδα. Ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει, το περιορίζει γεωγραφικά και χωροταξικά. Μιλάμε δηλαδή για μια συνειδητή πολιτική γκετοποίησης της πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης, όπως ακριβώς γίνεται στην Αθήνα με το 5ο και 6ο δημοτικό διαμέρισμα. Η υποκρισία είναι πλέον πολιτική, όχι επί μέρους στάση. Και μάλιστα, η γκετοποίηση είναι τελικά η πεμπτουσία της Συμφωνίας Δουβλίνο ΙΙ.

Και τόσο η εθνική, όσο και η ευρωπαϊκή γκετοποίηση, καταλήγει σε ανάλογες και ευθέως συγκρίσιμες πολιτικές διαμάχες. Με όρους ρεαλισμού, εντός του γκέτο ή της χώρας, έχουμε μια συνειδητή απεμπόληση του κράτους δικαίου που χαρακτηρίζει γενικά, αλλά προφανώς όχι ειδικά, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Και το κάλεσμα για ανακατάληψη πόλεων και υποδομών του κ. Σαμαρά, εντάσσεται ακριβώς στα πλαίσια του «ρεαλιστικά αναπόφευκτου», ενώ έχουμε μικρές και «γραφικές» νησίδες αλληλεγγύης κατοίκων και πολιτών, που δεν θεωρούν το κράτος δικαίου πολυτέλεια.

Βέβαια, το γεγονός είναι ότι ένα κράτος δικαίου, όπου οι εκπτώσεις διαρκούν όλη τη σεζόν, δεν είναι κράτος δικαίου. Αλλά και μια Ευρώπη που θέλει κοινή αγορά (εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών), χωρίς κοινή μεταναστευτική πολιτική, δεν είναι ό,τι πρεσβεύει. Δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα κοινό, εάν δεν αναφέρεται σε μια κοινή αρχή, που αναλαμβάνει την ευθύνη προάσπισης δημοσίων αγαθών. Επιλεκτικά, η αρχή της επικουρικότητας δρα τελικά ως φύλο συκής: κοινοί κανόνες για τα πνευματικά δικαιώματα, αλλά «εθνική αρμοδιότητα» για τις μεταναστευτικές ροές. Συνεπώς, «η Ευρώπη» γίνεται επικουρική όσον αφορά την προάσπιση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και «ύψιστη αρχή» όσον αφορά τη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών.

Ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας δεν οφείλεται στους μετανάστες. Αλλά οι μετανάστες αποτελούν έναν αποδιοπομπαίο τράγο, που είναι εύκολο να φορτωθεί με το στίγμα και την ευθύνη της γενικότερης μιζέριας της ελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, δεν είμαστε οι μόνοι. Καθώς οι Σύριοι πρόσφυγες αποφεύγουν τον Έβρο, καταλήγουν στη Βουλγαρία, που επίσης είναι χώρα με αδύναμη διοίκηση και διαλυμένο κοινωνικό ιστό. Και φυσικά το κυνήγι μαγισσών δίνει αέρα στα πανιά του ακροδεξιού ΑΤΑΚΑ, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη Χρυσή Αυγή.

Και πάλι, η Ευρώπη γυρίζει το κεφάλι της με αποστροφή, ιδίως αν πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, η Συνθήκη του Σένγκεν κινδύνευε να καταρρεύσει, όταν χιλιάδες μετανάστες από Τυνησία και Λιβύη κατευθύνονταν προς την Ιταλία, με πολλούς από αυτούς να έχουν τελικό προορισμό τη Γαλλία. Τότε, ο κύριος Μπερλουσκόνι αρνήθηκε να γίνει η Ιταλία ζώνη ασφαλείας για την Γαλλία, όπως υπήρξε κάποτε η Λιβύη για την Ευρώπη. Το ίδιο αρνείται να κάνει και η Τουρκία για την Ελλάδα και γενικότερα για την Ευρώπη.

Αργά ή γρήγορα, η διαμάχη γίνεται ιδεολογική. Διότι οι μεταναστευτικές ροές είναι μια πρόκληση που μπορούμε να διαχειριστούμε και όχι ένα πρόβλημα που μπορούμε να επιλύσουμε ή να περιορίσουμε χωροταξικά. Ρεαλιστικά, ο εκφασισμός της ευρωπαϊκής κοινωνίας ξεκινά από τον χωροταξικό περιορισμό και διαχέεται μέσω χωροταξικών εκπτώσεων σε όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και σε μια τέτοια εξέλιξη, καθένας πρέπει να επιλέξει στρατόπεδο στη βάση αξιών και πεποιθήσεων.